Πριν από μερικούς μήνες, τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ χλεύαζε τον Κιμ Γιονγκ Ουν ως «πυραυλάνθρωπο», εκείνος τον αποκαλούσε «γεροξεκούτη» και η διεθνής κοινότητα φοβόταν ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, μια τέτοια συνάντηση θα ήταν αδιανόητη. Κι όμως, όπως αποκάλυψε πρώτη την Τρίτη η «Washington Post» και επιβεβαίωσε χθες (στο Twitter) ο αμερικανός πρόεδρος, ο Μάικ Πομπέο, ο ιέραξ επικεφαλής της CIA που έχει υποδείξει ο Τραμπ για νέο υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, επισκέφθηκε την περασμένη εβδομάδα τη Βόρεια Κορέα και συναντήθηκε με τον Κιμ.

Σύμφωνα μάλιστα με τον αμερικανό πρόεδρο, «η συνάντηση κύλησε πολύ ομαλά και μια καλή σχέση δημιουργήθηκε». Ηταν η πλέον υψηλόβαθμη επαφή ανάμεσα στις δύο χώρες μετά το 2000 και την τότε επίσκεψη της Μαντλίν Ολμπράιτ, υπουργού Εξωτερικών του Μπιλ Κλίντον, στην Πιονγκγιάνγκ του Κιμ Γιονγκ Ιλ: η Ολμπράιτ είχε προσπαθήσει να πείσει τον πατέρα του σημερινού δικτάτορα να σταματήσει τις πυραυλικές δοκιμές του. Αλλά η άνοδος του Τζορτζ Μπους υιού στην εξουσία, δύο μήνες αργότερα, είχε βάλει τέλος σε αυτή τη διστακτική προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεων.

Δεκαοκτώ χρόνια σχεδόν αδιάλειπτης όξυνσης της έντασης αργότερα, «επεξεργαζόμαστε τώρα τις λεπτομέρειες της Συνόδου. Η αποπυρηνικοποίηση θα είναι κάτι σπουδαίο για τον κόσμο, αλλά και για τη Βόρεια Κορέα!», δήλωσε χθες ο αμερικανός πρόεδρος. Τραμπ και Κιμ πρόκειται να συναντηθούν θεωρητικά «αρχές Ιουνίου ή και λίγο νωρίτερα». Ο Πομπέο στάλθηκε σύμφωνα με τις πληροφορίες στην Πιονγκγιάνγκ το Σαββατοκύριακο του καθολικού Πάσχα, 31 Μαρτίου – 2 Απριλίου, προκειμένου να αξιολογήσει την προθυμία του βορειοκορεάτη δικτάτορα να διεξαγάγει σοβαρές συνομιλίες. Οι ίδιες πληροφορίες θέλουν τις επαφές του Πομπέο να ενισχύουν την πεποίθηση του αμερικανού προέδρου πως είναι εφικτό να γίνουν παραγωγικές διαπραγματεύσεις. Το ερώτημα είναι πλέον εύλογο: Μπορεί ένας ηγέτης τόσο απρόβλεπτος, παρορμητικός και για πολλούς απολύτως ακατάλληλος όπως ο Ντόναλντ Τραμπ να πετύχει εκεί όπου απέτυχαν οι άλλοι;

Η επίσκεψη του Πομπέο κανονίστηκε μέσω των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, της Βόρειας αλλά και της Νότιας Κορέας. Ο ρόλος της Σεούλ είναι άλλωστε καθοριστικός. Από όταν εξελέγη πρόεδρος της Νότιας Κορέας, τον Μάιο του 2017, ο Μουν Τζάε Ιν έκανε σαφή την πρόθεσή του να τείνει το χέρι στον Κιμ. Αρχικά, η προσπάθειά του έδειχνε καταδικασμένη, ο Τραμπ μάλιστα τη χλεύαζε. Στην πρωτοχρονιάτικη ομιλία του, ωστόσο, ο Κιμ φάνηκε πρόθυμος να σφίξει το χέρι που του έτεινε ο Μουν. Δήλωσε μάλιστα πως ήθελε να στείλει μια βορειοκορεατική αποστολή στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Πιονγκτσάνγκ, τον επόμενο μήνα. Η αδελφή του μετέφερε κατά την τελετή έναρξης στον Μουν πρόσκληση να συναντήσει τον Κιμ. Η σύνοδος θα πραγματοποιηθεί στις 27 Απριλίου στην αποστρατικοποιημένη ζώνη, στο χωριό Πανμουντζόν, εκεί όπου υπογράφηκε το 1953 η εκεχειρία του πολέμου της Κορέας.

Σεούλ και Πιονγκγιάνγκ φέρονται ότι ετοιμάζουν, σε πρώτο στάδιο, μία ανακοίνωση με στόχο την εκτόνωση της έντασης: παρατηρητές εκτιμούν πως οι δύο Κορέες θα ήθελαν ένα συνολικό σχέδιο, που να εγγυάται την ασφάλεια του Βορρά, και μία συνθήκη ειρήνης ως αντάλλαγμα για την αποπυρηνικοποίηση. Ο προσωπάρχης του Μουν επιβεβαίωσε την Τρίτη πως ο Κιμ είναι πρόθυμος να αναγράφεται ο όρος «αποπυρηνικοποίηση» στο τελικό ανακοινωθέν.

Οι σκεπτικιστές, βέβαια, θεωρούν ελάχιστα πιθανό να αποκηρύξει ο Κιμ ένα οπλοστάσιο που η χώρα του χρειάστηκε δεκαετίες για να αναπτύξει, και ένα καθεστώς πυρηνικής δύναμης που ο ίδιος φρόντισε να εγγράψει στο Σύνταγμα. Αλλοι, πάλι, θεωρούν το πλαίσιο ευνοϊκό. Η Βόρεια Κορέα έχει πραγματοποιήσει με επιτυχία τουλάχιστον τρεις δοκιμές διηπειρωτικών πυραύλων και έξι πυρηνικές δοκιμές. Για τις ΗΠΑ, το πρόβλημα είναι περισσότερο πιεστικό από ποτέ. Σε περίπτωση συμφωνίας, ο Τραμπ θα μπορούσε να υπερηφανευτεί για την επιτυχία της πολιτικής της «μέγιστης πίεσης» που εφάρμοσε, ενώ η Πιονγκγιάνγκ να καυχηθεί ότι συνομίλησε με την Ουάσιγκτον σαν ίσος προς ίσο και εξασφάλισε σεβασμό και ασφάλεια. «Πιστεύω πραγματικά πως υπάρχει πολλή καλή θέληση», δήλωσε ο ίδιος ο Τραμπ. «Οπως λέω πάντα, θα δούμε τι θα γίνει. Γιατί στο τέλος, το αποτέλεσμα μετράει».