Paul Cartledge

Ομότιμος καθηγητής Ελληνικού Πολιτισμού στην Εδρα A.G.Leventis, Πανεπιστήμιο Cambridge

«Εκλαιγα μισή ώρα για τον θάνατο του Aργου»

Στον αγγλόφωνο κόσμο κάνουμε λόγο στην καθομιλουμένη για την οδύσσεια όταν αναφερόμαστε σε μια μεγάλη προσπάθεια που αφορά ένα ταξίδι ή μια διαδρομή, αλλά η αυθεντική «Οδύσσεια» ήταν κάτι άλλο! Η λέξη ταξίδι (travel) προέρχεται από το travail, που σημαίνει «μόχθος»: οι μόχθοι, λοιπόν, του Οδυσσέα όπως περιγράφονται από τον Ομηρο και τον ίδιο τον Οδυσσέα, ξεπερνούν κατά πολύ τους 12 άθλους του Ηρακλή…

Πρωτογνώρισα την «Οδύσσεια» το 1955 στην ηλικία των 8. Τη διάβασα σε μια εκδοχή για παιδιά, κατά πολύ συντομευμένη, γραμμένη από την Τζίνι Λανγκ και εικονογραφημένη από τον Γουίλιαμ Χιθ Ρόμπινσον. Οταν έφτασα στη στιγμή που ο Οδυσσέας, ντυμένος ζητιάνος, επιστρέφει στο παλάτι του ύστερα από 20 χρόνια και βλέπει το γηρασμένο σκυλί του, τον Αργο, να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του, έπεσα κάτω με λυγμούς για μισή ώρα. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχω ξεχάσει ούτε στιγμή την ιστορία και το έπος. Ξεκίνησα να μαθαίνω αρχαία ελληνικά στην ηλικία των 11 και διάβασα όλη την «Οδύσσεια» σ’ αυτή τη γλώσσα όταν μπήκα φοιτητής στην Οξφόρδη (1965-69). Από τότε την έχω διαβάσει πολλές φορές –και όχι μόνο στα αρχαία ελληνικά. Από το ποίημα ξεπηδούν ένα σωρό εκφάνσεις της δυτικής πολιτιστικής κληρονομιάς και συγκεκριμένα της κληρονομιάς μας από τους Ελληνες. Είναι κυρίως ένα ποίημα για τη μνήμη και την απώλεια, και, δευτερευόντως, για την ταυτότητα –την προσωπική και συλλογική, την ατομική και κοινωνική. Εχει γεννήσει πολλές υπέροχες μεταφράσεις σε αρκετές γλώσσες, η πιο πρόσφατη εκ των οποίων για πρώτη φορά από γυναίκα, την Εμιλι Γουίλσον. Εχει δημιουργήσει, εξάλλου, μια μεγάλη παράδοση με το «θέμα του Οδυσσέα», κατά την διατύπωση του πρώην καθηγητή μου στο Τρίνιτι Κόλετζ του Δουβλίνου, Μπέντελ Στάνφορντ. Μέσα σ’ αυτή τη λογοτεχνική παράδοση λάμπουν ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της δυτικής λογοτεχνίας, από τα οποία αναφέρω μόνο δύο σύγχρονα παραδείγματα: το πειραματικό μυθιστόρημα του «Οδυσσέα» από τον δουβλινέζο Τζέιμς Τζόις και την υπέροχα προσαρμοσμένη «Ιθάκη» του αλεξανδρινού Κωνσταντίνου Καβάφη. Αυτό το ποίημα τελειώνει, συγκινητικά και υπαινικτικά, με το στίχο «οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Για μένα προσωπικά, χωρίς την Ιθάκη του Ομήρου και όλες τις άλλες Ιθάκες (που από το 700 π.Χ. μέχρι σήμερα έχουν διασφαλίσει την επιβίωση της «Οδύσσειας»), η οδύσσεια της ζωής μου θα ήταν ασύγκριτα φτωχότερη.

Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα εξής βιβλία του P.Cartledge: «Η αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη στην πράξη» (Λιβάνης, 2011), «Θερμοπύλες» (Λιβάνη, 2008), «Ο Αριστοφάνης και το θέατρο του παραλόγου» (Ενάλιος, 2006), «Η εικονογραφημένη ιστορία της αρχαίας Ελλάδας του Κέιμπριτζ» (Ζαχαρόπουλος, 2004), «Μέγας Αλέξανδρος» (Λιβάνη, 2004), «Το μεγαλείο της Σπάρτης» (Ενάλιος, 2004), «Οι Σπαρτιάτες» (Λιβάνη, 2003), «Οι Ελληνες» (Αλεξάνδρεια, 2002), «Δημόκριτος» (Ενάλιος, 2001)

Douglas Cairns

Καθηγητής Κλασικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου

«Οι ρίζες του δυτικού ουμανισμού»

Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα το διδακτορικό μου το 1983 ερευνώ τα συναισθήματα των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται αναπόφευκτα για μια συγκριτική διαδικασία: σε όποια κουλτούρα κι αν ανήκουμε σήμερα, ερευνούμε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό από μια διακριτή ιστορική απόσταση. Αλλά όταν εντοπίσουμε αυτή την απόσταση, μπορούμε να τη μετατρέψουμε σε πλεονέκτημά μας. Μαθαίνουμε πολλά για τους Ελληνες κι εμάς τους ίδιους όσο φτάνουμε σε σαφείς ερμηνείες και όσο χρησιμοποιούμε τα ευρήματά μας ώστε να εξετάσουμε τις σύγχρονες πεποιθήσεις και πρακτικές.

Αυτή η αμοιβαία σύνδεση της γνώσης για τον εαυτό και τον Αλλο είναι κεντρική στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όπως διαπιστώνουμε από το αρχετυπικό κείμενο αυτού του πολιτισμού: την «Ιλιάδα». Το έπος αρχίζει με μία παραβίαση αμοιβαία αποδεκτών αξιών, όταν ο Αγαμέμνονας ντροπιάζει με αυθαίρετο τρόπο τον Αχιλλέα στερώντας του το λάφυρο της μάχης –δείγμα της εκτίμησης που του δείχνει ο στρατός.

Οπως αναγγέλλει το ποίημα ήδη από την πρώτη του λέξη, η αντίδραση του Αχιλλέα είναι η οργή –τεράστια και καταστροφική.

Ο Αχιλλέας υπέστη άδικη ατίμωση σε μια κατάσταση απ’ την οποία, κατά τ’ άλλα, περίμενε σεβασμό και αλληλεγγύη. Ο θυμός του αγκιστρώνεται στα υπόλοιπα συναισθήματα, κυρίως στην αδικία που νιώθει. Για να αποδείξει, όμως, στον Αγαμέμνονα ότι δεν είναι ο άνθρωπος που του συμπεριφέρεται κανείς κατ’ αυτόν τον τρόπο, στρέφει την καταστροφικότητα προς τους συντρόφους του. Ορισμένοι από τους πιο κοντινούς τον ικετεύουν να επιστρέψει στη μάχη, αλλά δεν μεταστρέφει πλήρως τη γνώμη του, παρ’ όλο που «μαλακώνει» ώς ένα σημείο. Μόνο όταν ο πλέον αγαπημένος του φίλος, ο Πάτροκλος, χάνει τη ζωή του από τον Εκτορα, θυμάται τι σημαίνει η λέξη «σύντροφος» σε όλο της το μεγαλείο. Η φιλία του με τον Πάτροκλο είναι που οδηγεί στην ωμότητα απέναντι στον Εκτορα. Κι όμως, ο ίδιος άνθρωπος θα δώσει τελικά το άψυχο κορμί του αντιπάλου του για να ταφεί από σεβασμό, θαυμασμό και οίκτο για τον γηρασμένο πατέρα του Εκτορα. Μέχρι το τέλος του έπους -και εξαιτίας του πόνου ενός άλλου- ο Αχιλλέας θα έχει μετακινηθεί από το δικό του πάθος στη συνειδητοποίηση ότι όλοι οι άνθρωποι υποφέρουν.

Η συνάντηση Αχιλλέα και Πριάμου στη ραψωδία 24 είναι μία από τις ρίζες του δυτικού ουμανισμού. Ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα και ο τελευταίος αντιλαμβάνεται ότι ο δικός του πατέρας, ο Πηλέας, σύντομα θα θρηνήσει τον χαμό του μοναχογιού του. Μία θεμελιώδης συνθήκη οίκτου διαμορφώνεται για το ελληνικό φαντασιακό: ότι είναι στα πάθη των άλλων που αναγνωρίζουμε ό,τι μας συμβαίνει. Αλλά ο Αχιλλέας προχωράει ακόμη περισσότερο: αναγνωρίζει ότι όχι μόνο αυτός και ο Πρίαμος, αλλά όλα τα ανθρώπινα όντα συνδέονται μέσω της συμφοράς. Αυτό είναι το μήνυμα που περιέχει η παρηγορητική παραβολή του για τα δύο πιθάρια του Δία (σ.σ.: το ένα των αγαθών και το άλλο των δεινών). Οι θεοί ζουν χωρίς έγνοιες, ενώ στους θνητούς ο Δίας δίνει (στη χειρότερη περίπτωση) μόνο δεινά ή στην καλύτερη περίπτωση ένα μείγμα αγαθών και δεινών. Για όλους εμάς που ανήκουμε στην τελευταία κατηγορία, η ζωή είναι αλλαγή και μεταμόρφωση.

Οι ιδέες που εκφράζει αυτό το απόσπασμα διαπερνούν όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία και σκέψη –τη λυρική ποίηση, την ιστοριογραφία, την τραγωδία, όπως και την ανάλυση του Αριστοτέλη για τη φύση της ευδαιμονίας και τη θεωρία του περί ποίησης. Για τον Πολύβιο, τον Πλούταρχο και άλλους στοχαστές, η στάση των ανθρώπων απέναντι στην ευμετάβλητη τύχη αποκαλύπτει πολλά για τον χαρακτήρα τους.

Ξανά και ξανά η ελληνική σκέψη επιστρέφει στα βασικά ζητήματα της αστάθειας και της ανασφάλειας της ανθρώπινης φύσης και τους δεσμούς που αυτή η αμοιβαία ευθραυστότητα δημιουργεί ανάμεσά μας. Η πρόοδος και τα ανθρώπινα επιτεύγματα ορίζονται πάντα σε αναφορά με τα όρια που μας συγκρατούν και την αναπόφευκτη πτώση ύστερα από την επιτυχία.

Η αποτυχία προέρχεται τόσο απ’ όσα επιχειρούμε με την τυφλή ελπίδα της επίτευξης, όσο και απ’ όσα μας συμβαίνουν, επειδή η ικανότητά μας να προσαρμόζουμε τον κόσμο στη θέλησή μας είναι πεπερασμένη. Σφάλλουμε και αμαρτάνουμε, αλλά είμαστε επίσης στο έλεος της μοίρας και της τύχης. Αυτό που έχει σημασία είναι πώς διαχειριζόμαστε και τις δύο.

Οι σύγχρονοι μελετητές περιγράφουν συχνά τους αρχαίους έλληνες με όρους «πρωταθλητισμού», σαν να μετράει μόνο η αυτεκπλήρωσή τους. Αλλά στην αρχαία ηθική το άτομο τοποθετείται εντός ενός πλαισίου, κοσμικού και κοινωνικού, όπου η αυτεκπλήρωση διαμορφώνεται σε συνάρτηση με τη θέση μέσα στον κόσμο και τις διεκδικήσεις των άλλων.

Ντροπιασμένος από τον Αγαμέμνονα, ο Αχιλλέας πασχίζει να ανακτήσει την τιμή του. Αλλά θυμάται ότι μετράει και η τιμή που οφείλει στους φίλους του. Και όταν στο τέλος ο Δίας εφαρμόζει ένα σχέδιο για να δώσει ξανά στον Αχιλλέα «κύδος», αυτή η δόξα δεν βασίζεται μόνο στα πολεμικά κατορθώματα, αλλά και στον σεβασμό που ο Αχιλλέας προσφέρει σ’ έναν ευάλωτο γηραιό άντρα, η γενναιότητα του οποίου να φιλήσει τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσαν το γιο του, ανταγωνίζεται τη γενναιότητα του ίδιου του Αχιλλέα.

Η ιδέα ότι η εκτίμηση που αναζητούμε για τον εαυτό μας είναι ανάλογη με την εκτίμηση που οφείλουμε στους άλλους αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη μαθήματα που μας διδάσκουν οι αρχαίοι έλληνες.

Χάρη στη χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνών αποτελεί και τον πυρήνα ενός πενταετούς ερευνητικού προγράμματος για την «Τιμή στην κλασική Ελλάδα» που τρέχει στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Οσο συνεχίζουμε να μαθαίνουμε για τους αρχαίους Ελληνες τόσο μαθαίνουμε για τους εαυτούς μας.

Ο Douglas Cairns συμμετέχει στον συλλογικό τόμο «Οψεις και θέματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας» (εκδ. Δημ. Παπαδήμα, 2010) σε επιμέλεια Justina Gregory (στα ελληνικά Δανιήλ Ιακώβ)

Judith Mossman

Καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ

Πλούταρχος, «κτήμα ες αεί»

Οι αρχαίοι Ελληνες έδωσαν σε όλους μας τη μέθοδο για να βγάζουμε νόημα απ’ τον κόσμο. Ο Σοφοκλής μπορεί να μας βοηθήσει στις πιο σκοτεινές μας ώρες. Ο Αριστοφάνης μπορεί ακόμη και σήμερα να ρίξει τη μάσκα της υποκρισίας από τους δυνατούς και τους αγαθούς. Κανείς δεν έχει ξεπεράσει την ικανότητα του Θουκυδίδη να εξηγήσει πώς ξεκινούν οι πόλεμοι. Τα ερωτικά τραγούδια της Σαπφώς και του Ανακρέοντα θα μπορούσαν να βρίσκονται στην κορυφή των charts εάν γνωρίζαμε τη μουσική τους. Στην καθημερινή εργασία μου σκέφτομαι συνεχώς τον Πλούταρχο, τα ανέκδοτα στις βιογραφίες και τα δοκίμιά του που μάς δείχνουν τη σωστή και τη λανθασμένη πρακτική της εξουσίας. Ο «Δημήτριος» του Πλουτάρχου μάς διδάσκει ότι πάντα υπάρχει χρόνος για να ανταποκριθούμε στην ανάγκη (όταν κάποτε δήλωσε «Πολύ απασχολημένος» σε μία από τις υπηκόους του, η ηλικιωμένη γυναίκα του αντέτεινε «Τότε μην είσαι βασιλιάς!» ντροπιάζοντάς τον). Οι συμβουλές του Πλουτάρχου για την αξία της πειθώς και της αλληλεγγύης στο έργο του «Πολιτικά παραγγέλματα» είναι εξαιρετικές για όποιον θέλει να διοικεί. Οι πολιτικοί, όπως και οι επικεφαλής πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, οφείλουν να τον διαβάζουν. Ο «Αλκιβιάδης» του, για παράδειγμα, δείχνει πώς μία τοξική προσωπική ζωή μπορεί να καταστρέψει τις προσπάθειες για πρόοδο στη δημόσια σφαίρα και θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα για οποιονδήποτε θέλει να γίνει πολιτικός ηγέτης σε μια δημοκρατία. Την ίδια στιγμή, ο Πλούταρχος δεν είναι πομπώδης και στα έργα του λάμπει ένα υπαινικτικό χιούμορ, το οποίο οι άνθρωποι της δημόσιας ζωής θα έπρεπε επίσης να υιοθετούν όταν μπορούν.

Ο Πλούταρχος τουλάχιστον ισχυρίζεται ότι έχει εφαρμόσει ήδη αυτά που πρεσβεύει –ακόμη και αν αυτό σημαίνει την επιθεώρηση του αποστραγγιστικού συστήματος στη γενέτειρά του, πράγμα για το οποίο ήταν περήφανος: «Λέω σε όσους με επικρίνουν ότι στέκομαι και κοιτάζω να μετρούν πλακίδια ή να τοποθετούν μεγάλες πέτρες ότι δεν το κάνω για μένα, αλλά για τον τόπο που με γέννησε». Η αγάπη του για τη γενέθλια Χαιρώνεια ξεχωρίζει μέσα στο έργο του, παρά το γεγονός ότι ανάμεσά στους φίλους του μετρούσε προξένους και στρατηγούς, ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια και τη Ρώμη, στην Αθήνα και τους Δελφούς, όπου υπήρξε και ιερέας. Ποτέ δεν εγκατέλειψε την πόλη του για μεγάλο διάστημα και συχνά την υπερασπιζόταν καταφέρνοντας μία αξιοζήλευτη ισορροπία μεταξύ του τοπικού και του οικουμενικού στη σκέψη του. Ο καθένας από εμάς, σε οποιαδήποτε διαδρομή της ζωής του, μπορεί να ανακαλύψει σοφία στον Πλούταρχο και να την εφαρμόσει ακόμη και στον σημερινό πολύπλοκο κόσμο μας. Ο Θουκυδίδης αποκαλούσε το δικό του έργο «κτήμα ες αεί». Ο Πλούταρχος, που αγαπούσε τον Θουκυδίδη, σίγουρα θα συμφωνούσε. Θα πρόσθετα ότι και τα κείμενα του Πλούταρχου διεκδικούν τον ίδιο χαρακτηρισμό.

Η Judith Mossman συμμετέχει στον συλλογικό τόμο «Οψεις και θέματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας» (Δημ. Παπαδήμα, 2010) σε επιμέλεια Justina Gregory. Από τα βιβλία της στα αγγλικά ξεχωρίζει η εργασία για την «Εκάβη» του Ευριπίδη

Richard Hunter

Καθηγητής Κλασικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Cambridge

Διάλογοι, αυταρέσκεια, ειρωνεία

Οι Ελληνες υπήρξαν σημαντικοί για τη ζωή μου όσο μπορώ να θυμάμαι. Οταν ήμουν πολύ μικρός, διάβαζα βιβλία με ελληνικούς μύθους και κοίταζα εικόνες από αρχαία αγγεία. Και τα δύο έμοιαζαν συναρπαστικά και ταυτόχρονα πολύ, πολύ μακρινά: και πώς αλλιώς εφόσον τότε ζούσα στην Αυστραλία. Από μια άλλη άποψη, βέβαια, θα έπρεπε να μου είναι κατά κάποιον τρόπο οικεία, καθώς το Σίδνεϊ φιλοξενεί μια μεγάλη κοινότητα Ελληνοαυστραλών. Ηταν αρκετά παράξενο –αλλά τα παιδιά σκέφτονται (ή δεν σκέφτονται) με τρόπο παράξενο –ότι δεν συνέδεσα ποτέ τις δύο πλευρές της ελληνικής εμπειρίας μου. Το έκανα ύστερα από χρόνια όταν ξεκίνησα να επισκέπτομαι την Ελλάδα και να ακούω ενσυνείδητα να μιλούν τα ελληνικά οι υπέροχοι έλληνες φίλοι (και οι σπουδαστές μου) –τύχη πραγματικά αγαθή! Ο ακαδημαϊκός ενθουσιασμός μου για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο επιτέλους αποκτούσε ένα πλαίσιο. Προσπάθησα πιο πρόσφατα με διάφορους τρόπους να ξεπληρώσω το χρέος μου στην Ελλάδα και μετανιώνω επειδή τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν πάντοτε έτσι όπως ανέμενα.

Ενας από τους λόγους που η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών προκαλεί τόση ευχαρίστηση είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Ελληνες αγαπούσαν τα πάσης φύσεως ερωτήματα, από τα μαθηματικά αινίγματα ώς τους άλυτους ηθικούς γρίφους της ζωής μας, αλλά και ότι η ελληνική γραμματεία είναι γεμάτη από περιγραφές διδασκαλίας και μαθητείας. Οι διάλογοι του Πλάτωνα αναδημιουργούν έναν μερικώς χαμένο κόσμο (την πόλη της Αθήνας τον ύστερο 5ο αιώνα π.Χ.) όπου ό,τι αξίζει περισσότερο είναι οι διάλογοι στους οποίους κανείς συμμετέχει και όχι τα χρήματα που βγάζει. Στον «Φαίδρο» ο Σωκράτης φέρεται να λέει ότι ποτέ δεν τριγυρίζει έξω από τα τείχη της πόλης, καθώς «τα δέντρα δεν μου διδάσκουν τίποτε». Ολοι έχουμε μια ευθύνη να μάθουμε από και να διδάξουμε τους άλλους. Το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς, που έδινε απαντήσεις στους επισκέπτες με τρόπο αινιγματικό, στέκει ως σύμβολο τόσο για τη δύναμη της ανθρώπινης νόησης όσο και για το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σ’ εμάς και στο απερινόητο. Η αρχαία τραγωδία δραματοποιεί συχνά αυτή την αναζήτηση να ερμηνεύσουμε τον κόσμο. Ο Οδυσσέας του Ομήρου επίσης ενσαρκώνει την επίμονη λαχτάρα να μάθουμε περισσότερα, αλλά στην ακαδημαϊκή μου ζωή είναι επώδυνα φανερό ότι υπάρχουν τόσα που δεν έμαθα. Είναι το στοιχείο του μονίμως ανυπότακτου, νομίζω, που με έλκει στον Οδυσσέα και τον Σωκράτη. Η αρχαία γραμματεία επιδεικνύει με τρόπο παραστατικό τους κινδύνους της αυταρέσκειας, είτε αυτή αφορά έναν πολιτικό είτε ένα κράτος. Ως συνήθως, παρόλα αυτά, είναι ακριβώς στην αρχαία γραμματεία που ένας από τους χαρακτήρες (ο Αλκιβιάδης στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα) κατηγορεί τον Σωκράτη για αυταρέσκεια: η ειρωνεία είναι ένα άλλο μάθημα που μας έδωσαν οι αρχαίοι Ελληνες.

Ο Richard Hunter είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η ερμηνευτική μελέτη του «Το Συμπόσιον του Πλάτωνα» (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2007) και το συλλογικό «Ο Ελικώνας και το μουσείο – η ελληνιστική ποίηση από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου έως την εποχή του Αυγούστου», που έγραψε μαζί με τον Marco Fantuzzi (εκδ. Πατάκη, 2005)

Ashley Clements

Λέκτορας Ελληνικής Λογοτεχνίας και Φιλοσοφίας, Τrinity College, Δουβλίνο

«Να διερωτάσαι ποιος είμαι και ποιος νομίζω ότι είμαι»

Το ενδιαφέρον μου για τους αρχαίους έλληνες ξεκινά και συνεχίζεται με τον «άνθρωπο» –όχι τον «άνδρα». Με ολόκληρη την κατηγορία που αναφέρεται στην ανθρωπότητα ή, όπως έχει φτάσει στη σύγχρονη Δύση μέσω του λατινικού «humanus», με το «ανθρώπινο ον». Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε σχέση με τους θεούς, τους συνανθρώπους, τον κόσμο και τι ανήκει στην ανθρωπότητα; Η μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας μπορεί να ιδωθεί ως διερεύνηση των πολλών αντιμαχόμενων απόψεων και πιθανών απαντήσεων σ’ αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα.

Αλλά αυτή η ίδια μελέτη μπορεί από διαφορετική οπτική να αποκαλύψει την παραδοξότητα των σύγχρονων εικασιών για το τι περιλαμβάνει η έννοια της ανθρωπότητας. Η μελέτη των ελληνικών ιδεών και της υποδοχής τους μας αναγκάζουν να αναγνωρίσουμε ότι πράγματα που νομίζαμε ότι είναι έμφυτα, φυσικά και οικουμενικά, είναι στην πραγματικότητα προϊόντα του πολιτισμού και της ιστορίας, κατασκευές συγκεκριμένων στοχαστών σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές, η σκέψη των οποίων χαρακτηρίζεται από ευρύτητα μεγαλύτερη απ’ όση χωράει η δική μας ταύτιση με τις επιδραστικές ιδέες τους.

Θα δώσω δύο παραδείγματα από θέματα που με απασχόλησαν στο πρόσφατο διάστημα. Το πρώτο αφορά τη δυτική θεωρία για την ανθρώπινη αντίληψη. Για τους περισσότερους από εμάς, οι αισθήσεις, κατανοητές ως πέντε ξεχωριστές διαδικασίες μέσω των οποίων καταλαβαίνουμε τον κόσμο, μοιάζουν λιγότερο με ιδέες απ’ ό,τι φυσικές οντότητες. Αλλά οι αισθήσεις οφείλουν ουσιαστικά τη θέση τους στο σύγχρονο κόσμο στην επίδραση που είχαν οι αριστοτελικές ιδέες στους στοχαστές του Μεσαίωνα. Οι τελευταίοι αποδέχθηκαν τον ισχυρισμό του Αριστοτέλη ότι οι ανθρώπινες αισθήσεις είναι μόνο πέντε σε αντίθεση με προγενέστερους φιλοσόφους όπως ο Δημόκριτος που έκαναν λόγο για έξι ή περισσότερες («περί τα άλογα ζώα και περί τους σοφούς και περί τους θεούς»).

Αντιθέτως, η θεωρία ότι οι αισθήσεις αποτελούν «μεσολαβητές» σε διακριτούς τομείς της ύπαρξης ξεπηδά από την οριοθέτηση που επιχειρεί ο Αριστοτέλης για τη γλώσσα της εποχής του, όπου περιγράφει την αισθητηριακή εμπειρία όταν κάποιος όρος χρησιμοποιείται κυριολεκτικά (π.χ. «πικρή γεύση») αλλά και με μεταβίβαση (μεταφορά): π.χ. «πικρό θέαμα». Καθώς εμείς οι σύγχρονοι υιοθετήσαμε αυτή τη σαφή αντίληψη για εκφράσεις μεταφορικές, άλλες μορφές εμπειριών πριν και μετά τον Αριστοτέλη διατυπώθηκαν ξανά ως ποιητικοί συνδυασμοί εμπειριών: οι λεγόμενες «συν-αισθησίες» (σ.σ.: η νευρολογική ανάμειξη των αισθήσεων, όπου κάποιος μπορεί, για παράδειγμα, να «ακούει» τις οσμές και να «βλέπει» τους ήχους). Η φυσικότητα των αισθημάτων παρέμεινε έτσι αδιαμφισβήτητη μέχρι τη στιγμή που η συγκριτική μελέτη των ελληνικών ιδεών αποκάλυψε μια νέα κατεύθυνση, η οποία προέκυψε από την αριστοτελική θεωρία και τους συνεπαγόμενους ισχυρισμούς της.

Η ίδια η ιδέα της φύσης και του φυσικού είναι το δεύτερό μου παράδειγμα. Με την επανεφεύρεσή της από τους σοφιστές στα μέσα έως τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., ώστε να υποδηλώνει το αποτέλεσμα της ανάπτυξης (η «φύσις» προέρχεται από το «φύω») και τις έμφυτες τάσεις του ανθρώπου σε αντίθεση με τον νόμο ή το έθιμο, γεννήθηκε μια γενική αντίληψη για τον άνθρωπο και τον άλλο. Σε αυτή τη μοιραία αντίθεση, η υπεροχή του εθίμου ή του νόμου, που διαμορφώνονται από την ομάδα, αντικαταστάθηκε από τον ουσιαστικό «νόμο της φύσης», ο οποίος υπακούει στις δικές του ανάγκες και χαρακτηρίζεται από το ατομικό συμφέρον. Το οικουμενικό και ουσιώδες κομμάτι του εαυτού μας, η «φύση» μας, είναι αυτό που περιορίζεται από την κοινωνία και κατευθύνεται προς τον κόσμο χωρίς περιορισμούς. Πάνω σ’ αυτόν τον αγώνα εναντίον της φύσης τίθενται οι βάσεις για την θουκυδίδεια και χομπσιανή θεώρηση της ανθρωπότητας, του πολιτισμού και της ανθρώπινης ωμότητας. Απ’ αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, αναπτύχθηκε η σύγχρονη άποψη την οποία μοιράζονται η ανθρωπολογία και οι φυσικές επιστήμες: ότι η πολιτιστική ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους «κρύβει» από κάτω μια κοινή ανθρωπιά. Και ότι οι «κοσμοθεωρίες» διαφορετικών πολιτισμών μπορούν να συνυπάρχουν ως εναλλακτικές κατασκευές του αυτόνομου φυσικού κόσμου. Μόνο όταν, στις αρχές του 20ού αιώνα η επιστήμη της ανθρωπολογίας επέστρεψε για να διερευνήσει τα θεμέλιά της αναγνωρίστηκε πλήρως ότι στις απαρχές της διερεύνησης υπήρχε μια συγκεκριμένη ελληνική αντίληψη της φύσης –ως εκ τούτου μια αντίληψη που δεν είναι φυσιολογική, αλλά αποσπασματική και αναπόφευκτα επίκτητη.

Το να εντοπίζεις, λοιπόν, την κληρονομιά των ελληνικών ιδεών σε περιπτώσεις όπως αυτή δεν σημαίνει να απορρίπτεις από την ελληνική αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο αυτό που είναι ουσιώδες για την ανθρωπότητα, αλλά αυτό που είναι «ενδεχόμενο». Σημαίνει να διερευνάς τις βάσεις της σκέψης για τη γνώση του εαυτού μας και να αποκαλύπτεις τα μονοπάτια που δεν ακολούθησε η δυτική παράδοση παράλληλα με αυτά που απέφεραν καρπούς. Σημαίνει να σκέφτεσαι για τον αρχαίο άνθρωπο σε όλες τις εκδοχές της αρχαίας ελληνικής σκέψης και τις σύγχρονες όψεις της ανθρωπολογίας. Σημαίνει να διερωτάσαι ποιος είμαι και ποιος νομίζω ότι είμαι, εξαιτίας των Ελλήνων.

Markus Asper

Καθηγητής στο Ινστιτούτο Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου

Γέλια στο σκοτάδι

Πενήντα ετών πλέον, νομίζω ότι ήρθε η ώρα για μια εξομολόγηση: οι νεκροί έχουν αναλάβει τον έλεγχο της ζωής μου με τον τρόπο των ζόμπι. Επιπλέον έχουν φτιάξει αυτό που θα αποκαλούσε κανείς τη βιογραφία μου. Το είδος του τρόμου ή της επιστημονικής φαντασίας δεν είναι το καλύτερό μου, αλλά αυτό που μού έρχεται κατά νου είναι τρομακτικές εικόνες εξωγήινων που εισχωρούν στο μυαλό των ανθρώπων και «καταλαμβάνουν» την ψυχή τους. Είμαι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Βερολίνο και οι εξωγήινοι στην περίπτωσή μου είναι παραδόξως νεκροί και αρχαίοι.

Ο Ούλριχ φον Β. , ένας από τους σημαντικότερους προκατόχους σ’ αυτή τη σχολή, έχει αφήσει εποχή συγκρίνοντας το επάγγελμά μας με τον Οδυσσέα που προσφέρει αίμα στις νεκρές ψυχές κι έτσι τις φέρνει και πάλι στη ζωή. Ολοι οι κλασικιστές έχουμε υιοθετήσει με χαρά αυτή την αλληγορική εικόνα, επειδή εκτός άλλων δίνει και την εντύπωση του ελέγχου. Ο Οδυσσέας μέσω μιας τελετής ελέγχει τις φασματικές ψυχές. Εγώ πάλι δεν είμαι σίγουρος ότι ελέγχω τους Ελληνές μου ή αν το έκανα ποτέ. Εχω συνειδητοποιήσει ότι αυτοί έχουν αναλάβει πλήρως τον έλεγχο εδώ και δεκαετίες. Ο Ούλριχ φον Β. μάς εξήγησε από πού έρχεται το αίμα: προφανώς κατευθείαν από την καρδιά. Για να είμαι ακριβοδίκαιος, οι Ελληνες – βαμπίρ μου έχουν δώσει πολλά ανταλλάγματα για το αίμα μου. Με βοήθησαν να παραδώσω ορισμένες διαλέξεις, με έσπρωξαν να εκδώσω ορισμένα κείμενα, μού έδωσαν μερικές καλές δουλειές. Συνέβαλαν στην περιορισμένη έστω επαγγελματική μου φήμη. Δεν παραπονιέμαι, αυτά τα αρχαία ζόμπι μου φέρθηκαν καλά. Παρόλα αυτά, περιμένω με δέος την ημέρα που θα χάσω την εύνοιά τους.

Η οικογένεια και οι φίλοι μου έκαναν «υγιείς» επαγγελματικές επιλογές: είναι, για παράδειγμα, αρχιτέκτονες, επιχειρηματίες ή μάνατζερ. Διδάσκουν στο σχολείο, κάνουν χειρουργικές επεμβάσεις, σκέφτονται για τον χώρο της κουλτούρας. Πριν από δύο χρόνια προσκάλεσα στο τμήμα μας την προσχολικής ηλικίας τάξη των δίδυμων παιδιών μου. Οι νηπιαγωγοί έφυγαν με την εντύπωση ότι «γράφω βιβλία» –και τα παιδιά; Αυτό που τους έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ο αυτόματος πωλητής με τις καραμέλες στον όροφό μου. Υποθέτω ότι η σύζυγος και τα παιδιά μου συχνά θα αναρωτιούνται τι δουλειά κάνω. Δεν μπορώ να τους πω ότι συναντάω ζόμπι. Από τη στιγμή που μπαίνει ο μισθός στο σπίτι κι εγώ δεν καταλήγω στη φυλακή, είμαστε εντάξει.

Αλλά υπάρχει κάτι που κάνω για τη θλιβερή μου κατάσταση. Προσπαθώ να διατηρήσω την αυτονομία μου και να κρατηθώ νηφάλιος λέγοντας στον εαυτό μου και τους φοιτητές του ότι οι αρχαίοι μας Ελληνες είναι «αλληλοποιητικές μεταμορφώσεις»: δικές μας κατασκευές, δηλαδή, από ένα σχεδόν μυθικό παρελθόν, φτιαγμένο για να εξυπηρετεί τους δικούς μας σκοπούς. Καθώς διδάσκω άλλωστε είμαι περικυκλωμένος από δείγματα πρωσικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, γεγονός που ενισχύει το επιχείρημά μου. Πολύ συχνά, παρόλα αυτά, και ενώ έχω σχεδόν πείσει τον εαυτό μου και τους φοιτητές, ακούγεται από κάπου ένα ευγενικό γέλιο. Είναι του Καλλίμαχου, ενός παλιού αλεξανδρινού προστάτη μου, χωρίς τις χάρες του οποίου θα ήμουν ένας άλλος. Ηταν ο πρώτος που απέκτησε έλεγχο πάνω μου. Τον γνωρίζω από τη φωνή, κάπως χαμηλότερη από του Αριστοτέλη και λιγότερο βίαιη από του Γαληνού την ώρα που γελάει με κάποιον. Οπως ο Ησίοδος γνώριζε τις Μούσες του, εγώ καταλαβαίνω τα ζόμπι από τη φωνή τους. Τουλάχιστον οι Μούσες έλεγαν στον Ησίοδο ορισμένα σημαντικά πράγματα. Μ’ εμένα τα φαντάσματά μου απλώς γελάνε.

Η βοήθεια ήρθε πάντως από απρόσμενες κατευθύνσεις: πρόσφατα, η γερμανική ακαδημαϊκή γραφειοκρατία κατάφερε να με σώσει σχεδόν ολοκληρωτικά από το «αγκάλιασμα» του ελληνικού παρελθόντος. Η διοίκηση αφήνει ολοένα και λιγότερο χρόνο για ακαδημαϊκές έρευνες, οι φοιτητές μου καταθέτουν ολοένα και λιγότερες εργασίες στο γραφείο μου και μπλοκάρουν τη σκέψη μου. Για λίγα χρόνια ένιωθα σαν «αυτόματος πωλητής υποτροφιών», ένα μηχάνημα που μετατρέπει τον καφέ σε υποτροφίες (συγγνώμη που έκλεψα το αστείο σου, Πωλ). Αλλά ακόμη κι αυτές οι παρεκκλίσεις δεν αποθάρρυναν τους αρχαίους μου Ελληνες να ελέγχουν τις διανοητικές μου επιθυμίες –που είναι και απλησίαστες. Οπως στον Ομηρο ο Αχιλλέας λαχταρά να αγκαλιάσει την ψυχή του Πατρόκλου, αλλά αποτυγχάνει, ξόδεψα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου προσπαθώντας να αγκαλιάσω τους αρχαίους Ελληνες. Οπως ο Αχιλλέας στο όνειρό του, απέτυχα. Παρόλα αυτά ο Αχιλλέας δεν ξεπλήρωσε το χρέος του με όνειρα για αγκαλιές ψυχών. Κάποια στιγμή έφτασα να αφήσω και αλογοουρά ελπίζοντας ότι ο Εμπεδοκλής ή ίσως ο Ευκλείδης θα έρχονταν μία ημέρα και θα με άρπαζαν –όπως το έκανε παλιότερα η Αθηνά για να μου υποδείξει κάτι σημαντικό. Τίποτε δεν συνέβη επί μια δεκαετία κι έτσι έπρεπε να κόψω την αλογοουρά.

Για να είμαι ακριβοδίκαιος, οφείλω πολλά στους Ελληνές μου. Επαναλαμβάνω ότι δεν παραπονιέμαι (αν και η επανάληψη είναι μέρος του τελετουργικού). Απ’ όλα αυτά τα δώρα το πιο σημαντικό αποδείχθηκε εκείνο που ξεπετάχτηκε τελευταίο από το περιβόητο Κουτί της Πανδώρας: η «αυτο-μυθοπλασία».

Mary Lefkowitz

Ομότιμη καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Κολέγιο Wellesley των ΗΠΑ

Μια διαύγεια που καταλήγει επώδυνη

«Εγώ και οι αρχαίοι Ελληνες;». Θα το έθετα αντιστρόφως –οι Ελληνες (αρχαίοι και σύγχρονοι) πρέπει να έρθουν πρώτοι! Η μελέτη των αρχαίων –μαθαίνοντας ακόμη και τη χρήση ρημάτων –με βοήθησε ώστε να σκέφτομαι με άλλο τρόπο. Με το που έμαθα αρκετή γραμματική για να σχηματίζω προτάσεις μόνη μου, αγόρασα με χαρτζιλίκι διακοπών την Καινή Διαθήκη στα ελληνικά ως δώρο προς τον εαυτό μου. Ο συγγενής που μού εδωσε τα λεφτά τρόμαξε. Μία Εβραία να αγοράζει την Καινή Διαθήκη; Και μάλιστα στα ελληνικά; Αλλά εγώ λαχταρούσα να μάθω περισσότερα για το πώς ξεκινούσαν τα Ευαγγέλια, στίχους που δεν μεταφράζονταν με ακρίβεια στην έκδοση της Βίβλου του Βασιλιά Ιακώβου (King James Bible). Οτιδήποτε άλλο διάβασα στο πρωτότυπο ακούγεται πολύ πιο καθαρό και πιο βαθυστόχαστο συγκριτικά με την αγγλική μετάφραση.

Ξεκίνησα να διαβάζω ελληνικές τραγωδίες το πρώτο έτος του πανεπιστημίου. Και το πρώτο καλοκαίρι διάβασα τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή. Η τραγωδία περιγράφει πώς ένας νέος άντρας, όχι μεγαλύτερος από τη δική μου ηλικία εκείνη την εποχή, αντιμετωπίζει ένα κρίσιμο ηθικό δίλημμα και στο τέλος κάνει αυτό που θεωρεί δίκαιο. Οταν επέστρεψα στην πανεπιστημιούπολη το φθινόπωρο ήξερα ότι πρέπει να γίνω καλύτερη στην ελληνική γλώσσα. Ηθελα να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν τον κόσμο όπου ακόμη και οι νέοι άνθρωποι οφείλουν να αναλαμβάνουν μεγάλες ευθύνες, όπου τα μεγάλα ερωτήματα απαιτούν εκτυφλωτική διαύγεια. Το επόμενο καλοκαίρι (1955) έμεινα στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας, ταξίδεψα στην Ελλάδα, ανακάλυψα την αρχαιολογία και την ιστορία –αρχαία και σύγχρονη. Από τότε έρχομαι πολλές φορές για να επισκεφτώ αρχαιολογικούς χώρους και να μάθω για την Ελλάδα από τους έλληνες φίλους μου –τόσο για το παρόν όσο και για το παρελθόν. Πάντοτε με μια διαύγεια που είναι διαφωτιστική και ορισμένες φορές καταλήγει ακόμη και επώδυνη. Αλλά, όπως μας διδάσκει ο Πλάτων στην «Πολιτεία», χωρίς πόνο δεν υπάρχει σοφία.

Το 1987 ο Μάρτιν Γκάρντινερ Μπερνάλ δημοσίευσε το βιβλίο «Μαύρη Αθηνά: οι αφροασιατικές ρίζες του κλασικού πολιτισμού, επιδιώκοντας να αποδομήσει την ευρωκεντρική θέαση της αρχαίας Ελλάδας. Η Μαίρη Λέφκοβιτς απάντησε με το βιβλίο η «Η Μαύρη Αθηνά. Μύθοι και πραγματικότητα ή οι παραποιήσεις του αφροκεντρισμού» (Κάκτος, 1997). Αλλα βιβλία της στα ελληνικά: «Γυναίκες στον ελληνικό μύθο» (Καστανιώτη, 1995), «Θνητοί και αθάνατοι» (Μεταίχμιο, 2005), «Μάθημα ιστορίας» (Ενάλιος, 2010)