Η «αναβίωση» του λαϊκού παραμυθιού μέσα από τους σύγχρονους παραμυθάδες, που συνεχίζουν το σπουδαίο έργο της γιαγιάς προς τα εγγόνια, αποτελεί ανάγκη της κοινωνίας, όχι μόνο γιατί το παραμύθι δρα παρηγορητικά στις ανησυχίες της ανθρώπινης ύπαρξης, και στα προβλήματα, αλλά και επειδή προσφέρει όλα όσα ο σύγχρονος τρόπος ζωής στερεί, την ψυχική ανάταση, τη ζεστασιά, τη συντροφικότητα, την ανάπτυξη σχέσεων και τη διαμόρφωση καλών ακροατών, ως προϋπόθεση.

Η σημαντική παράδοση των προφορικών αφηγήσεων, που είναι τόσο παλιά όσο και ο λόγος, γιορτάζεται παγκοσμίως στις 20 Μαρτίου (World Storytelling Day), μέσα από ιστορίες, μύθους, θρύλους, λαϊκά παραμύθια, που τις μέρες αυτές ξεδιπλώνονται σε μία σειρά εκδηλώσεων, από νέους παραμυθάδες επί σκηνής. Η Ημέρα όλων των Παραμυθάδων διοργανώθηκε για πρώτη φορά στη Σουηδία, στις 20 Μαρτίου του 1991 και έκτοτε βρήκε απήχηση σε όλο τον κόσμο, εξαιτίας των θερμών υποστηρικτών του σε όλες τις χώρες, αυτών που τους αρέσει να μοιράζονται τις λέξεις του κόσμου των παραμυθιών. Στην Ελλάδα, η Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 2010.

Οι σύγχρονοι παραμυθάδες υποστηρίζουν ότι στους ενήλικες η αφήγηση προσφέρει την σπάνια σύνδεση με το «τώρα» και στα παιδιά, λειτουργεί, εκτός των άλλων, «λυτρωτικά» από ασυνείδητους φόβους και ενοχές που προκύπτουν στα στάδια της ωρίμανσής τους.

Το παραμύθι είναι το «χάπι» για το ανοσοποιητικό

Η αφηγήτρια, εικαστικός και ιδρυτικό μέλος της μη κερδοσκοπικής εταιρίας Action Art (για τη διάδοση της προφορικής άυλης κληρονομιάς), Ροδάνθη Δημητρέση, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, διαχωρίζει τα λαϊκά προφορικά παραμύθια από τα σύγχρονα έντεχνα και υποστηρίζει ότι το παραμύθι μπορεί να γίνει εργαλείο εκπαίδευσης για το σχολείο, και ότι οι καλοί παραμυθάδες αναπτύσσουν καλές τεχνικές μέσα από την εμπειρία και την εκπαίδευση.

«Ο κοινωνικός ιστός έχει αλλάξει, αλλά η κοινωνική ανάγκη της προφορικής αφήγησης παραμυθιού εξακολουθεί να υπάρχει» υποστηρίζει, γιατί πώς αλλιώς θα δημιουργούνταν τόσες πολλές ομάδες που οργανώνουν παραστάσεις και γεμίζουν τις αίθουσες χώρων πολιτισμού και τις βιβλιοθήκες, με ακροατές μικρούς και μεγάλους.

«Το να πάω σε μία παράσταση αφήγησης παραμυθιού είναι η φάση μετά απ’ αυτή της γιαγιάς, που πια δεν ζει μέσα στο σπίτι, ούτε γίνονται οι οικογενειακές κυριακάτικες και γιορτινές συναντήσεις με θείους και ξαδέρφια, ούτε βέβαια τα βράδια στα χωριά, ούτε τα νυχτέρια, στα οποία καλούσαν επαγγελματίες παραμυθάδες για να κρατούν σε εγρήγορση τους εργάτες που μπόλιαζαν καπνά ή έκαναν άλλες αγροτικές δουλειές, ώστε να μην κοιμηθούν» αναφέρει και συνεχίζει: «Τώρα έχουμε τη μικρή οικογένεια, με τη μαμά και τον μπαμπά που δουλεύουν συνεχώς, και αν υπάρχει κουράγιο, διαβάζουν και ένα παραμύθι στα παιδιά πριν πάνε για ύπνο. Έστω και αυτό, όμως, είναι το χάπι για το ανοσοποιητικό».

Γιατί χρειαζόμαστε τα παραμύθια;

Η αφήγηση υπάρχει παντού, αφού από την αρχή μίας μέρας, το περισσότερο που κάνουμε είναι να αφηγούμαστε σε φίλους και οικογένεια, το όνειρο που είδαμε, τα γεγονότα που συνέβησαν κ.α. Αλλά τι περισσότερο μας προσφέρουν τα παραμύθια; «Καταρχήν φανταζόμαστε, μπαίνουμε σε μία ονειρική κατάσταση και με το νόμο» υποστηρίζει η κ. Δημητρέση.

«Κυρίως, ανάμεσα στον αφηγητή και τον ακροατή αναπτύσσεται μία σχέση ιδιαίτερη, με ζεστασιά, άρα το παραμύθι δημιουργεί σχέσεις και επίσης πολύ καλούς ακροατές, κάτι που είναι θεμέλιο για να υπάρχει μία σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους. Το κυριότερο είναι ότι δρα παρηγορητικά σε όλα αυτά που πάσχει η ανθρώπινη ύπαρξη. Η ώρα της αφήγησης ίσως είναι από τις λίγες στιγμές, όπου ο άνθρωπος βιώνει κυριολεκτικά το τώρα, γιατί δεν βρίσκεται ούτε στο πριν ούτε στο μετά. Αφηγητής και ακροατής βρίσκονται στο τώρα και έρχονται σε επαφή με τα συναισθήματά τους, εν πλήρη συνείδηση. Όταν είμαστε έξω από την αφήγηση, το μυαλό μας είναι συνεχώς σε έναν άλλο χώρο, που είναι οι σκέψεις μας. Όταν μεταφέρεσαι στον φανταστικό χώρο του παραμυθιού είναι ένας διαφορετικός χώρος, που δεν έχει σχέση με τον χώρο του προσωπικού μας παρελθόντος και του μέλλοντος, δεν είναι ο χώρος των ασχολιών ή οτιδήποτε άλλο. Είναι ο χώρος ο φανταστικός, όπου την ώρα της αφήγησης δημιουργούνται εικόνες».

Η αξία των λαϊκών παραμυθιών έναντι των έντεχνων

Σύμφωνα με τους παραμυθάδες, τα λαϊκά παραμύθια, δηλαδή αυτά που διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα μέχρι τις μέρες μας, αναφέρονται σε αρχέγονα πάθη, ακόμη και σκληρές καταστάσεις, άλλα με προσεχτικό τρόπο, επειδή ο λόγος τους είναι συμβολικός. Τα έντεχνα παραμύθια από την άλλη έχουν γραφτεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και συνήθως έχουν μία παιδαγωγική – διδακτική προσέγγιση, γύρω από το τι είναι σωστό ή λάθος, όπως το ορίζει μία συγκεκριμένη στιγμή ο πολιτισμός.

«Τα παραδοσιακά παραμύθια δεν έχουν διδακτική. Μπορεί να είναι παιδαγωγικά, αλλά το κάνουν με τρόπο. Και για αυτό τον λόγο λειτουργούσαν και μυητικά, κατά κάποιο τρόπο, στις κοινωνίες παλαιότερα, μεταφέροντας μία σοφία» λέει χαρακτηριστικά η κ. Δημητρέση. Για παράδειγμα, στο παραμύθι «Ο Τζακ και η φασολιά», πέρα από τις ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, υπάρχει κάτι απλό: το παιδί αντιλαμβάνεται ότι ο Τζακ με την πρακτική του εξυπνάδα καταφέρνει να βρει λύση. Ή ακόμη στον «Κοντορεβυθούλη», το οποίο είναι ένα σκληρό παραμύθι, γιατί οι γονείς του τον εγκαταλείπουν και αυτός καταφέρνει να επιστρέψει και με την πρακτικότητά του, αν και ανήλικος, καταφέρνει να βοηθήσει τους γονείς του.

«Διαπραγματεύονται μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο θάνατος, η εγκατάλειψη, η κακοποίηση, η μητροκτονία, η αιμομιξία, που όμως επειδή βρίσκονται μέσα στο χώρο του φανταστικού, είναι ψέματα, και συνεπώς το παιδί μένει ήσυχο. Αν ήταν όμως αλήθεια, τι καλά που θα ήταν… Εκεί, δρα λυτρωτικά» λέει χαρακτηριστικά.

Σε ό,τι αφορά τις αφηγήσεις λαϊκών παραμυθιών σε κοινό, εν μέσω παράστασης, σχολιάζει ότι εκείνη την ώρα ο ακροατής αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ο μόνος που έχει τέτοια συναισθήματα. «Το παραμύθι βοηθά στα διάφορα στάδια ωρίμανσης του ανθρώπου που υπάρχουν εσωτερικές συγκρούσεις, εντάσεις κ.α. Αυτό το παρήγορο το έχουμε ανάγκη περισσότερο, όταν μας πονάει μέσα μας ή δεν το λέμε εύκολα. Οι απαντήσεις που δίνουμε στα στάδια ωρίμανσης δεν είναι ίδιες σε όλη τη διαδρομή της ζωής μας που σημαίνει ότι συνεχίζουμε να διαπραγματευόμαστε και να δουλεύουμε αυτά που μας απασχολούν υπαρξιακά σε όλη μας τη ζωή» υποστηρίζει.

Η αφήγηση εργαλείο μάθησης στο σχολείο;

Σύμφωνα με την κ. Δημητρέση, η αφήγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο στο σχολείο για να επιτευχθεί η μάθηση, κυρίως εκεί που υπάρχουν δυσκολίες ή έλλειψη ενδιαφέροντος. Μάλιστα, ήδη εκπονούνται προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτικών, ώστε να γίνουν φορείς μίας μεθόδου που μπορούν να χρησιμοποιήσουν στην τάξη για να επιτύχουν τη μάθηση.

«Οτιδήποτε ψυχαγωγεί το παιδί και του προκαλεί την περιέργεια, αυτό είναι που θα το οδηγήσει να μάθει. Το παραμύθι το προσφέρει αυτό. Ένας εκπαιδευτικός μπορεί να κερδίσει πολλές ώρες επίπονης δουλειάς για παράδειγμα στην εκμάθηση της γλώσσας. Έχουν γίνει σεμινάρια για τον τρόπο διδασκαλίας της μυθολογίας, η οποία έχει ένα πολύ σφιχτό – λακωνικό κείμενο, που για ένα παιδί δεν έχει ενδιαφέρον. Επίσης, ένας εκπαιδευτικός μπορεί να διαλέξει παραμύθια που να τα συνδέσει με γνωστικά αντικείμενα, όπως π.χ. η γεωγραφία» υποστήριξε.

Μία πολυγλωσσική παράσταση αφήγησης

Ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας αφήγησης (Τρίτη 20 Μαρτίου), η Action Art, διοργανώνει μία πολυγλωσσική παράσταση αφήγησης, συνοδεία μουσικής (ούτι, σάζι, κρουστά) και φωνητικών, στο συνεδριακό Κέντρο της Τράπεζας Πειραιώς, στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της περιοδικής έκθεσης «Θεσσαλονίκης Εμπόριον 1870-1970».

Η παράσταση, με τίτλο «Πολύβουη, πολύχρωμη πόλη γεμάτη παραμύθια», θα είναι εμπνευσμένη από την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη, και για τον λόγο αυτό οι αφηγήσεις των παραμυθιών θα γίνουν στην μητρική γλώσσα των αφηγητών (ελληνικά, σεφαραδίτικα, τουρκικά, αρμένικα, φράγκικα), που άλλωστε ακούγονταν στην πόλη στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Την αφήγηση θα συνοδεύσουν η Έλσα Μουρατίδου και ο Onur Senturk με τραγούδια και μουσική της κάθε γλώσσας.

«Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον αφηγητών για τις πολυγλωσσικές αφηγήσεις, καθώς έχουμε συμμετοχές ακόμη και από την Ιαπωνία. Απευθύνονται σε ενήλικες και υπάρχει μετάφραση, που συνοδεύει την αφήγηση, με τρόπο που να ακούγεται περισσότερο ο ήχος της φυσικής γλώσσας, παρά η ελληνική» εξήγησε η κ.Δημητρέση.