Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η Αμερική έβραζε: η πρόσφατη ακόμα δολοφονία του προέδρου Κένεντι είχε επιφέρει ένα διαρκές σοκ στην ισχυρότερη οικονομική και στρατιωτική δύναμη του πλανήτη, όπως και η κακή πορεία του Πολέμου στο Βιετνάμ, ο οποίος έβλαψε πολλαπλά τη χώρα: στις συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων εντός και εκτός Ηνωμένων Πολιτειών αυτός ο πόλεμος ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα για την μετάβαση από την Αμερική ως δύναμη ελευθερίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Αμερική ως δύναμη επιβολής με όρους αντίθετους προς τα ίδια της τα ιδανικά και την ώς τότε εικόνα της στον κόσμο. Το φοιτητικό κίνημα καθολικής αμφισβήτησης στη χώραμαζίμε την επερχόμενη σεξουαλική επανάσταση και τη μετατροπή της μουσικής σε κύριο εργαλείο πολιτικής και κοινωνικής έκφρασης άναβαν μια φωτιά που όμοιά της δεν είχε δει έως τότε ο κόσμος. Ακόμα και τον Ψυχρό Πόλεμο πολλοί είχαν αρχίσει να τον βλέπουν με άλλα μάτια: η σοβιετική προπαγάνδα δούλευε πολύ συστηματικά και εξίσου αποτελεσματικά στα γεγονότα μέσα στις ΗΠΑ, ενώ η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία που έπνιξε στο αίμα την Ανοιξη της Πράγας και επαναφώτισε τις πραγματικές ισορροπίες των μεγάλων δυνάμενων και τη σχέση τους με τη δημοκρατία, ήταν ακόμα λίγα χρόνια μακριά.

ΨΗΦΙΖΕ ΜΟΝΟ ΤΟ 10%. Καθώς η Αμερική έβραζε, άρχιζε παράλληλα να βράζει μαζί της και ολόκληρος ο δυτικός κόσμος: οι εξελίξεις στις ΗΠΑ έστρωναν το έδαφος για το πέρασμα της αμφισβήτησης στην Ευρώπη: λίγα χρόνια αργότερα ήρθαν ο Μάης του ’68, οι μεγάλες διαδηλώσεις αφοπλισμού στη Δυτική Γερμανία, η έξαρση της ιδεολογικής αριστερής τρομοκρατίας τόσο εκεί όσο και στην Ιταλία. Σε αυτό το περιβάλλον ήταν που η Αμερική ήρθε το 1965 για πρώτη φορά αντιμέτωπη σε τέτοια κλίμακα και ένταση με το μεγαλύτερο από τα φαντάσματά της: τον ρατσισμό, το έλλειμμα πολιτικών δικαιωμάτων και τη φυλετική βία. Τρεις πορείες στην καρδιά της ισχύος του στον αμερικανικό Νότο, στην Αλαμπάμα, άλλαξαν τα πάντα διά πυρός και σιδήρου.

Οι διαδηλωτές αποφάσισαν να διανύσουν με τα πόδια τα περίπου 50 μίλια αυτοκινητοδρόμου που συνέδεε τη Σέλμα με το Μοντγκόμερι για να διαμαρτυρηθούν για την καταπάτηση των συνταγματικών δικαιωμάτων ψήφου των αφροαμερικανών πολιτών. Ηταν η εποχή που όχι μόνον στο Νότο, αλλά και στο Βορρά, όπως λ.χ. στο Σικάγο, υπήρχαν ακόμα χωριστά σχολεία για τα παιδιά των λευκών. Τα γεγονότα είχαν ξεκινήσει σταδιακά από το 1963 με την αμφισβήτηση των εκλογικών καταλόγων που ουσιαστικά εξαιρούσαν πολλούς αφροαμερικανούς. Το 1964 οι ομάδες διαμαρτυρίας κάλεσαν τον πάστορα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να συνδράμει τον αγώνα τους. Στις αρχές του 1965, ο Κινγκ ήδη είχε τη συμπαράσταση του προέδρου Τζόνσον για τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική αλλαγή: το 1964 ο Τζόνσον είχε ήδη υπογράψει τον νόμο για τα πολιτικά δικαιώματα. Ομως η απόφασή του Κινγκ να πάει στη Σέλμα όπου με νομικά τερτίπια ψήφιζε τελικά μόλις το 10% των αφροαμερικανών εξόργισε τους ρατσιστές ηγέτες της Πολιτείας. Ο κυβερνήτης της Αλαμπάμα Τζόρτζ Γουάλας αψήφησε τους πάντες και αποφάσισε να απαντήσει με τα όπλα. Η πρώτη πορεία της 7ης Μαρτίου 1965, που έφερε τις επόμενες δύο, ονομάστηκε Ματωμένη Κυριακή.

ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΛΙΝΚΟΛΝ.Τα όσα ακολούθησαν, άλλαξαν την πορεία της Ιστορίας. Στη δεύτερη πορεία, ανάμεσα στους ελάχιστους λευκούς δίπλα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ περπάτησε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος. Η στάση του έγραψε ιστορία που παραμένει ακόμα και σήμερα ζωντανή στη μνήμη εκατομμυρίων Αμερικανών και στη συνείδηση του έθνους τους. Ο ίδιος ο Ιάκωβος έλαβε τότε πολλές χιλιάδες επιστολές στην Αρχιεπισκοπή της Νέας Υόρκης. Δεν ήταν όλες για να τον συγχαρούν για το ήθος και την τόλμη του. Αντίθετα, οι περισσότερες προερχόμενες από βαθιά συντηρητικούς Ελληνοαμερικανούς και όχι μόνον ήταν επικριτικές. Και πολλές ήταν ευθέως απειλητικές για τη ζωή του. Στην τρίτη πορεία, στις 12 Μαρτίου, ο Τζόνσον παρέταξε 2.000 στρατιώτες των ΗΠΑ απέναντι σε 1.900 εθνοφύλακες της Αλαμπάμα. Στις 24 Μαρτίου 1965, εν μέσω δολοφονιών μαύρων και λευκών από την Κου Κλουξ Κλαν 25.000 πολίτες περικύκλωναν το καπιτώλιο στο Μοτγκόμερι γκρεμίζοντας το πιο ισχυρό κάστρο του ρατσισμού στις ΗΠΑ, έναν ακριβώς αιώνα μετά τον θάνατο του μεγάλου οραματιστή αμερικανού πρόεδρου Λίνκολν τον Απρίλιο του 1865, όταν έπεφτε νεκρός από σφαίρα δολοφόνου γιατί πάλευε να επιβάλει την ισοπολιτεία στη χώρα.