Ο Αντον Κόρμπιν είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση καλλιτέχνη: γεννήθηκε στην Ολλανδία, είναι παγκοσμίως γνωστός ως ένας σημαντικός φωτογράφος πορτρέτων που έχει συνεργαστεί με ζωγράφους, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σεναριογράφους και μουσικούς εδώ και 40 χρόνια, είναι ο μόνιμος stage designer των Depeche Mode από το 1993 και έχει σκηνοθετήσει πάνω από 75 video clips (των Depeche Mode, Nirvana, U2, Johnny Cash, Nick Cave, Metallica, Coldplay). Ο «Αμερικάνος» ήταν η δεύτερη ταινία του. Είχε προηγηθεί το υπέροχο «Control», με τον Σαμ Ρίλεϊ στον ρόλο του τραγουδιστή των Joy Division, Iαν Κέρτις. Ο «Αμερικάνος» είναι μια από τις πιο παρεξηγημένες ταινίες του 21ου αιώνα. Η εταιρεία παραγωγής της δεν ήξερε τι να κάνει μ’ αυτήν και την προώθησε ως «αστυνομικό θρίλερ με τον Τζορτζ Κλούνι». Ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα αργόσυρτο μοιρολόι για το πρότυπο ενός κινηματογραφικού ήρωα από τα παλιά, που δεν «φτούρησε» μέχρι και τη δεκαετία του ’90, δεν «περνούσε» πια, δεν έπειθε. Και έτσι, σιωπηλά, όπως του αρμόζει, αυτοεξορίστηκε σ’ έναν τόπο δίχως αγάπη. Οι ήρωες ξαφνικά έπαψαν να τσαλακώνονται, να κάνουν λάθη, να κλαίνε. Επαψαν να έχουν ταυτότητα: οι ίδιες πόζες, οι ίδιες «χορογραφίες», τα ίδια χουφτώματα, τα ίδια δήθεν αυτοειρωνικά καλαμπούρια. Αλλιώς κρατούσε το τσιγάρο ο Στιβ Κόχραν, αλλιώς ο Μπαρτ Λάνκαστερ, αλλιώς ο Τζακ Νίκολσον. Τώρα, και με το τσιγάρο εξαφανισμένο από τις οθόνες χάριν πολιτικής ορθότητας, σημασία δεν έχει πια η ματιά του ήρωα πάνω στην πλοκή –δηλαδή στη ζωή την ίδια. Καμία απολύτως.

Ο Αμερικάνος μιλά γι’ αυτή τη φθίνουσα λάμψη λοιπόν, που συνήθιζε να πυροδοτεί τις προβολές μας πάνω στην πραγματικότητα, κάτω από την οποία κρυβόταν όλη αυτή η μοναξιά που το ευρωπαϊκό σινεμά είδε και ανέλκυσε. Ο Στιβ Κόχραν στην «Κραυγή» του Αντονιόνι. Ο Μπαρτ Λάνκαστερ στον «Γατόπαρδο» του Βισκόντι. Ο Νίκολσον στο «Επάγγελμα Ρεπόρτερ», ξανά του Αντονιόνι. Και ο Κλούνι στον «Αμερικάνο», που στο βλέμμα του «δουλεύει» κάθε δευτερόλεπτο μιας πικρής ζωής. Γιατί, ο Αμερικάνος, πρώτα απ’ όλα, δεν μιλάει πολύ. Μέσα του ξετυλίγεται το βαρύ του ημερολόγιο, σελίδα σελίδα. Σε μια άλλη ταινία, από αυτές τις «ηρωικές» που επικρατούν τελευταία, ένα flashback θα είχε κριθεί απαραίτητο. Οχι εδώ.

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΟΥ ΕΝΣΤΙΚΤΟΥ. Ο Αμερικάνος επίσης δεν χαμογελά ποτέ. Δεν είναι από αυτούς που τη βρίσκουν με τη δουλειά τους, παρ’ όλο που στο σινεμά αφθονούν οι χαμογελαστοί μισθωμένοι φονιάδες. Τα βλέφαρά του πάντοτε βαριά από το βάρος αυτών που οικειοθελώς στερήθηκε. Κλεισμένος στον εαυτό του, όπου και είναι ασφαλής. Ή θα μπορούσε να είναι, αν δεν ήταν Αμερικάνος, αλλά Σαμουράι (είναι το ίδιο σιωπηλός με τον Ντελόν στο αριστούργημα του Μελβίλ). Με μόνο κώδικα, το ένστικτό του, το οποίο και προσπαθεί να ξεγελάσει. Με τον ίδιο τρόπο που «οι Αμερικάνοι προσπαθούν να ξεγελάσουν την Ιστορία», όπως λέει και ο ιερέας του μικρού χωριού όπου βρίσκεται αναμένοντας την επόμενη του αποστολή, ένα ακόμα συμβόλαιο θανάτου.

Δυστυχώς, ατύχησε, όπως ατύχησε και ο Αλέν Ντελόν. Ο έρωτας βλέπετε, έκανε την εμφάνισή του, μαζί με ό,τι άλλο τον ακολουθεί. Η μοναξιά που τον περικυκλώνει παραπέμπει τόσο στον Μελβίλ όσο και στον Αντονιόνι. Τουτέστιν εντελώς ευρωπαϊκή. Στην τηλεόραση ενός μπαρ στέκεται να χαζέψει ένα γουέστερν, στο καφενείο ενός ιταλικού χωριού. Η οθόνη προβάλλει το «Κάποτε στη Δύση». «Sergio Leone, italiano», του ψιθυρίζει δηκτικά ο μαγαζάτορας. Κι από την Αγρια Δύση ακόμη, εξόριστος ο Αμερικάνος. Και φυσικά, σε ιστορίες σαν κι αυτή, παραμονεύει μονάχα η τραγωδία, που εδώ καταγράφεται συγκλονιστικά σε μια στιγμή λίγο πριν από το φινάλε: εκεί που ο Αμερικάνος χτυπά το τιμόνι, εκεί που ο Ηρωας, με το βλέμμα του πλέον να αντανακλάται στο δικό μας αντιλαμβάνεται το Τέλος που έρχεται μόλις μια στιγμή πριν από τη λύτρωση. Αυτό που ο ιερέας της ταινίας αντιλαμβάνεται, και περιγράφει, ως «Κόλαση»: «A world without love», ένας τόπος δίχως αγάπη. Εκεί δεν ζουν οι ήρωες μας;