Τι παράξενο αλήθεια: να χρειάζεται πάντα να δούμε μια παλιά φωτογραφία για να αισθανθούμε πως οι άνθρωποι που απεικονίζονται σε αυτήν υπήρξαν πραγματικά και δεν ήταν κάτι τελείως θεωρητικό! Και αν η σημερινή φωτογραφία που σχολιάζει τόσο ευαίσθητα ο συγγραφέας Αποστόλης Αρτινός και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Αγαπητή Linda» με μόνη επώνυμη τη Ροζαλίνδη αποπνέει το αξεθύμαστο άρωμα μιας αλλοτινής μελαγχολίας, τι αίσθήματα αλήθεια θα προκαλεί μετά απο ’90 χρόνια η αναίδεια πολλών σημερινών φωτογραφιών;

Τι ‘ναι αυτό άραγε που μας συγκινεί σε μια παλιά φωτογραφία; Η καθήλωση μιας στιγμής που λησμονήθηκε μέσα στο χρόνο. Μια στιγμή που την επικαιροποιεί διαρκώς η φωτογραφία, την κάνει παρούσα, ενεργή στη συγκίνησή μας. Είναι τέτοια η αμεσότητά της που γίνεται η ίδια η φωτογραφία, το αντικείμενο της φωτογραφίας, αυτό το πραγματικό του συμβάντος που απεικονίζεται. Και η πραγματικότητα της λήψης του να είναι αυτό το επί τούτου ώστε αυτή να υπάρξει και να αποτυπωθεί πάνω στο φωτογραφικό χαρτί. Αυτή μάλιστα ήταν και η πρακτική των παλαιών φωτογραφιών. Οι άνθρωποι έβαζαν τα καλά τους και φωτογραφίζονταν σ’ ένα προκαθορισμένο, από μέρες, ραντεβού. Εκείνη την ώρα αφιερώνονταν στη μοναδική στιγμή της φωτογράφησής τους. Μια επιτηδευμένη στιγμή προορισμένη στην αθανασία.

Και πάλι, τι βλέπουμε σε μια φωτογραφία; Πολλά και τίποτε! Ο καθένας εντοπίζει το σημείο της δικής του συγκίνησης και εκτοπίζεται στη συχνότητά της. Χάνεται στο φάσμα αυτού του σημαίνοντος που σημαίνει πολλά και τίποτε πάλι. Αυτή η μοναδική α-διαφάνεια των εικόνων.

Η φωτογραφία που βλέπουμε είναι του 1929. Μια φωτογραφία αποφοιτησάντων κοριτσιών απ’ το Αρσάκειο της Κέρκυρας. Στην πρώτη γραμμή και στο κέντρο, καθιστός, ο διευθυντής του σχολείου, πλαισιωμένος από δύο μελαγχολικούς δασκάλους. Στις πίσω σειρές τα κορίτσια, κρατώντας την αναπνοή τους. Κι όλων τα βλέμματα να δείχνουν σαν να είναι αλλού, σ’ αυτό το αλλού της φωτογραφίας, ωσεί παρόντες, είδωλα όλοι του εαυτού τους.

Η επιμελής τους εμφάνιση είναι στην πραγματικότητα μια επιμέλεια της εικόνας τους. Φροντίζω την εικόνα που αφήνω πίσω μου. Δίνω έτσι στον εαυτό μου αυτό που πάντα ήταν στο βλέμμα του άλλου: μία εν-τύπωση θανάτου. Από εδώ και η ακίνητη στιγμή της φωτογραφίας, η εξαίρεσή της απ’ τη γραμμικότητα του χρόνου. Είναι μια στιγμή που επανέρχεται, που επιστρέφει, ξανά και ξανά, μη συναντώντας έτσι ποτέ τον προορισμό της, που ‘ναι η λήθη της μέσα στο χρόνο. Η εικόνα που επιστρέφει είναι και η εικόνα που μνημειοποιείται, έστω και σ’ αυτό το μοναδικό και φευγαλέο της κοίταγμα. Γιατί η εικόνα χαράσσεται, είναι μια βαθιά εγγραφή, μια δυνατή τελικότητα.

Σε αντίθεση με το βλέμμα του φωτογράφου, που ‘ναι ένα βλέμμα πάντα εν εγρηγόρσει, το βλέμμα του θεατή μπορεί και να ‘ναι το βλέμμα της αμεριμνησίας, και της αυθαιρεσίας ακόμη. Επικάθεται όπου βρει, ακόμη και σε σημεία περιφερειακά της εικόνας αλλά πάντα σε σημεία μιας συγκίνησης προσωπικής. Ενα βλέμμα λοιπόν που δεν δίνει εξετάσεις σε κανέναν. Ετσι και για μένα το σημείο της δικής μου συγκίνησης στην παραπάνω φωτογραφία δεν είναι τα πρόσωπα που εικονίζονται αλλά το υφασμάτινο φόντο τους, τα ετερόκλητα κομμάτια του και η πρόχειρη στήριξή του. Είναι ένα μοτίβο που μου θυμίζει μια κουβέρτα που έστρωνε στο κρεβάτι της η γιαγιά μου. Αυτή η λεπταισθησία της μνήμης και το απρόσμενο των διεμφανίσεών της. Οταν ανασύρει πράγματα που θεωρούμε λησμονημένα, σχεδόν απ’ το πουθενά, από μια καταγωγική περιοχή που απλώς υπάρχει. Σκέφτομαι που όταν όλοι θα αποχωρήσουν απ’ αυτό το κάδρο κι αυτή η κουβέρτα της γιαγιάς θα μείνει μόνη στον ελαφρύ κυματισμό της. Μία φθηνή φαντασμαγορία. Σαν να ήταν όλο το σκηνικό της φωτογράφησης μια αντεστραμμένη σκηνή θεάτρου. Μια κουίντα που δεν κρύβει την μόλις αποκαλυπτόμενη δράση αλλά το αφανέρωτο των μοναδικών μας καθηλώσεων.

Στη δεύτερη σειρά της φωτογραφίας, και τρίτη από δεξιά, η Ροζαλίνδη. Στέκει με το κεφάλι της λίγο στραμμένο και μες στην ομοιότητα της ηλικίας της. Της ηλικίας μιας πειθαρχημένης ζωής, ακίνητης μες στους στροβιλισμούς της. Τα άσπρα γιακαδάκια των κοριτσιών κάνουν το κεφάλι τους να ξεκόβει απ’ το υπόλοιπο σώμα, κι εμείς να μην ακούμε όμως τους ιλίγγους του και την τρικυμία της καρδιάς τους. Οχι σ’ αυτή τη στάση ζωής. Οι έρωτες ρίχνουν στα πρόσωπά τους μια σκιά, αυτό το μαυρόασπρο του θανάτου, το εκκρεμές των εφηβικών τους συναισθημάτων και πάλι τίποτε να μην μαρτυρά εδώ αυτή τη φλόγωση.

Στην παραπάνω φωτογραφία όλοι οι εικονιζόμενοι είναι πλέον νεκροί. Ή μάλλον, όπως θα διόρθωνε ο Barthes: θα πεθάνουν. Ο θάνατός τους γίνεται ακόμη ένα πεδίο συγκίνησης. Αλλά το υποκείμενο της φωτογραφίας απαθανατίζεται, αναλαμβάνει την αντικείμενη φύση του. Γίνεται το υποκείμενο ενός φάσματος που αληθεύει στη φα(ντα)σματική του διάσταση. Εκεί όπου διαρκεί και μνημονεύεται. Στο φως, όπως θα ‘λεγε ο Agamben, μιας έσχατης μέρας, που καθιστά εφικτό το ήδη ανέφικτο.

Ο,τι απομένει απ’ αυτή τη φωτογραφία είναι η μυρωδιά απ’ τις γλάστρες της μπροστινής σειράς ή του πεύκου (άλλο ένα μνημονικό μου παράδοξο). Κάτω απ’ την σκιά του και οι στροβιλισμοί των φιλενάδων. Και οι αθώες εξομολογήσεις τους. Και τίποτε. Οι μνήμες μόνο αυτών των μυρωδιών. Η γύρη του πεύκου καθώς εισχωρούσε.