Στέκει στην καρδιά της Πλατείας Μοναστηρακίου, γνωστό κι άγνωστο συνάμα. Διότι μπορεί πολλοί να γνωρίζουν το τζαμί Τζισδαράκη όχι απλώς ως τοπόσημο, αλλά και ως το αρτιότερο ίσως μουσουλμανικό τέμενος που σώζεται σήμερα στην Αθήνα. Πόσοι όμως γνωρίζουν την «κατάρα» που κουβαλά λόγω του κονιάματος που ντύνει τις εξωτερικές του επιφάνειες; «Το λευκό κονίαμα που καλύπτει τις εξωτερικές επιφάνειές του προέρχεται από πεντελικό μάρμαρο. Για να το εξασφαλίσει ο τοπικός βοεβόδας Μουσταφά Αγά Τζισδαράκης, αποφάσισε να ρίξει έναν κίονα από το Ολυμπιείο χωρίς άδεια του σουλτάνου, ο οποίος είχε την ευθύνη για τα μνημεία και τις αρχαιότητες. Οι Αθηναίοι όμως πίστευαν ότι αν πέσει ένας κίονας είναι κακός οιωνός. Κι όταν κατά σύμπτωση φυσικά χτύπησε λίγο αργότερα την πόλη λοιμός, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο, ο οποίος τον ανακάλεσε κι εν συνεχεία τον αποκεφάλισε» μας εξηγεί ο δρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας Σταύρος Αρβανιτόπουλος, που ασχολείται μεταξύ άλλων με την ιστορία και την αρχιτεκτονική στην πόλη των Αθηνών κατά τον 19ο και το α’ ήμισυ του 20ού αιώνα.

Κι αυτή είναι μία μόνο από τις δεκάδες ιστορίες της οθωμανικής κυριαρχίας στην πόλη των Αθηνών, η οποία διήρκεσε 372 χρόνια (1456-1687, 1688-1822, 1827-1833). Ορισμένες από αυτές άφησαν το στίγμα τους στην αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης. Πρόκειται για μια περίοδο παραγνωρισμένη, τα ίχνη της οποίας εξακολουθούν να βρίσκονται ανάμεσα στα ιδιαιτέρως προβεβλημένα μνημεία της αρχαιότητας ή τα σπουδαία, αν και επίσης άγνωστα, βυζαντινά. Και στην οποία θα ρίξει φως μέσω της διάλεξης που θα δώσει τη Δευτέρα με θέμα «Η αρχιτεκτονική κληρονομιά της Τουρκοκρατίας στην Αθήνα», στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργανώνει ο Σύνδεσμος Υποτρόφων του Ιδρύματος Ωνάση.

Ανάμεσα στις περίπου 40 στάσεις που θα προτείνει ο Σταύρος Αρβανιτόπουλος είναι σε ό,τι έχει απομείνει από τον μεντρεσέ, το ιεροδιδασκαλείο του 1721 –όπως μαρτυρά η επιγραφή στην είσοδό του –απέναντι από τον Πύργο των Ανέμων στη Ρωμαϊκή Αγορά. «Σήμερα σώζεται ένα κελί μόνο, από εκείνα όπου έμεναν οι οικότροφοι. Το υπόλοιπο οι Αθηναίοι το γκρέμισαν στις αρχές του 20ού αιώνα διότι ήταν φορτωμένο με αρνητικές μνήμες. Κι αυτό διότι στα χρόνια του Οθωνα λειτούργησε ως φυλακή και στον πλάτανο που υπήρχε στο κέντρο της αυλής –ο οποίος θεωρούνταν ότι είχε φυτευθεί από τον Μπιπίση, τον ληστή που είχε απαγάγει τη Δούκισσα της Πλακεντίας –απαγχονίζονταν οι κατάδικοι» εξηγεί.

Κι αν μια μικρή μόνο γεύση από την οθωμανική Αθήνα και τις αθέατες πτυχές της μοιάζει τόσο γοητευτική, ποια ήταν η εικόνα της πόλης κατά τους τέσσερις αυτούς αιώνες;

«Τα στοιχεία που διαθέτουμε για την πρώτη Τουρκοκρατία είναι ιδιαιτέρως περιορισμένα. Τα όρια της πόλεως δεν ήταν βεβαίως σταθερά, ούτε απολύτως γνωστά σήμερα. Ολόκληρη η πόλη στα βόρεια της Ακροπόλεως είναι μοιρασμένη σε οκτώ «πλατώματα», όπου αναπτύσσονται οι οικίες, οι ναοί και οι μονές ορθοδόξων και Λατίνων, τα τεμένη, τα καταστήματα, το παζάρι, προσιτά μέσω μικρών, ελισσόμενων δρόμων. Διοικητικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο συνιστά η περιοχή της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και της Ρωμαϊκής Αγοράς.

Το ποσοστό των σωζόμενων κτισμάτων είναι εξαιρετικά μικρό, καθώς έχει χαθεί το σύνολο σχεδόν των οικιών, των εργαστηρίων και των καταστημάτων, αλλά και ένα πολύ μεγάλο μέρος των ναών, καθώς και ολόκληρο το τείχος του Χασεκή. Κι ολόκληρη η επιφάνεια της Ακροπόλεως είναι κατειλημμένη από κατοικίες Οθωμανών.

ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟ. Αγνοώντας τους σχεδόν τέσσερις αυτούς αιώνες, αδυνατούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο έφτασαν ώς εμάς τα μνημεία της αρχαιότητας, τις συνθήκες που διαμόρφωσαν όλο το σημερινό ιστορικό κέντρο της πόλεως, τη νοοτροπία που διαμορφώθηκε από την αναγκαστική συνύπαρξη τόσο ανόμοιων πληθυσμών με θετικές και αρνητικές συνέπειες έως σήμερα, πολυάριθμα τοπωνύμια των Αθηνών και της Αττικής, τις από κάθε άποψη εντυπωσιακές μεταπτώσεις από την ειρήνη και την ευημερία στην εξαθλίωση, στην εγκατάλειψη και ερήμωση της πόλεως, στην επάνοδο και στην επανεκκίνηση, στις νέες, αλλεπάλληλες καταστροφές, στην αναβίωση μέσα από τα ερείπια. Ολοι γνωρίζουν τη Δεξαμενή στο Κολωνάκι, ενδεχομένως και ότι πρόκειται για κατασκευή του Αδριανού κατά τον 2ο αι. μ.Χ. Πολλοί έχουν δει στο βάθος της αίθουσας πολλαπλών χρήσεων του σταθμού του μετρό στο Σύνταγμα την απεικόνιση μιας πύλης με μαρμάρινη επιγραφή στο ανώφλι. Ορισμένοι έχουν προσέξει ένα μαρμάρινο μέλος με λατινική επιγραφή σε μια άκρη του Εθνικού Κήπου. Αν αγνοούμε την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τότε αγνοούμε και ότι όταν ο Χασεκής κατασκεύασε το τείχος της πόλεως, χρησιμοποίησε και πλείστα όσα μέλη αρχαίων κτιρίων που κατεδάφισε∙ μεταξύ αυτών και το ενεπίγραφο επιστύλιο της δεξαμενής του Αδριάνειου Υδραγωγείου ως υπέρθυρο της πύλης της Μπουμπουνίστρας, η οποία ανοιγόταν στη θέση του σημερινού σταθμού του μετρό. Μετά την κατεδάφιση του τείχους (1834) το λαλούν μέλος των 18 αιώνων διασώθηκε από την εκποίηση των υλικών του τείχους, για να καταλήξει στον τότε Βασιλικό Κήπο, όπου βρίσκεται σήμερα» καταλήγει ο Σταύρος Αρβανιτόπουλος.