Φοβόμασταν. Οτι οι εκλογές στην Ολλανδία θα ήταν η επόμενη λαϊκιστική επίδειξη δύναμης, μετά το δημοψήφισμα για το Brexit και τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Οτι η ολλανδική κοινωνία θα ήταν η πρώτη από τις ευρωπαϊκές που θα υπέκυπτε στο κάλεσμα των σειρήνων του λαϊκισμού το 2017, με τους Γάλλους να μην απέχουν. Τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς.

Ο ακροδεξιός Βίλντερς με το ζόρι βελτίωσε την εκλογική επίδοση του 2012 και δεν έφθασε καν το ποσοστό του 2010. Η πραγματική ιστορία της ολλανδικής πολιτικής, παρατηρεί στη «New York Times» ο αρθρογράφος Κας Μούντε, ολλανδός πολιτικός επιστήμονας, είναι ο άνευ προηγουμένου κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος. Μαζί, τα κόμματα του Ρούτε και του Βίλντερς συγκεντρώνουν μόνο 33% των εδρών, με άλλα 11 πολιτικά κόμματα να συμμετέχουν στο Κοινοβούλιο. Αυτή η πολυδιάσπαση της ολλανδικής πολιτικής καθιστά όλο και πιο δύσκολη τη διακυβέρνηση της χώρας. Το 1986 τα τρία μεγαλύτερα κόμματα είχαν κερδίσει το 85% των ψήφων. Τώρα, μόλις το 45%.

Λόγω του απόλυτα αντιπροσωπευτικού εκλογικού συστήματος, η Ολλανδία αποτελεί ακραία περίπτωση. Ομως οι ίδιες τάσεις εμφανίζονται σε όλη τη Δυτική Ευρώπη: τα κύρια κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα συρρικνώνονται, τα μικρότερα κόμματα ενισχύονται και η νόρμα πλέον, γίνεται η διακυβέρνηση με ασταθείς συμμαχίες. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για όλα αυτά: από την εκκοσμίκευση στην αποβιομηχανοποίηση και στην εμφάνιση νέων πολιτικών θεμάτων, όπως το περιβάλλον ή η μετανάστευση.

Τις επιπτώσεις, σημειώνει ο Μούντε, τις παρατηρούμε σε όλη την Ευρώπη. Χρειάστηκαν 541 ημέρες για να σχηματιστεί κυβέρνηση στο Βέλγιο, μετά τις εκλογές του 2010. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Ισπανία υποχρεώθηκαν πρόσφατα να πραγματοποιήσουν επαναληπτικές εκλογές καθώς δεν έγινε εφικτός ο σχηματισμός κυβέρνησης. Στην Ολλανδία δεν θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί κυβερνητική συμφωνία, όμως θα περιέχει τέσσερα με έξι κόμματα, που καλύπτουν σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα. Ουσιαστικά, εκείνο που θα ενώνει την κυβέρνηση θα είναι η αντίθεση των συμμετεχόντων στον Χερτ Βίλντερς.

Αυτό βέβαια, θα αποτελέσει επιχείρημα για τον ακροδεξιό ηγέτη, που λέει διαρκώς πως όλα τα πολιτικά κόμματα της χώρας του είναι ίδια μεταξύ τους. Το να είναι επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, απέναντι σε έναν εσωτερικά διασπασμένο, αδύναμο «αντι-Βίλντερς» συνασπισμό, είναι το δεύτερο πιο επιθυμητό αποτέλεσμα για εκείνον.

Ο μοναδικός τρόπος για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος θα ήταν να μπορέσουν τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού να ενωθούν πίσω από ένα θετικό πρόγραμμα, που θα δικαιολογεί τη συνεργασία τους και την απόφαση να εξαιρέσουν τον Βίλντερς. Σε θέματα αρχής, όλα αυτά τα κόμματα συμφωνούν με την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την πολυπολιτισμικότητα. Πιστεύουν επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να αλλάξει και όχι να διαλυθεί.

Η εξαιρετικά διχαστική προεκλογική εκστρατεία, στην οποία όλα τα κόμματα αυτοπροσδιορίσθηκαν σε σχέση με τον Βίλντερς, το μόνο που κατάφερε ήταν να διευρύνει το χάσμα μεταξύ των μελλοντικών κυβερνητικών εταίρων. Οι Χριστιανοδημοκράτες κινήθηκαν προς τα δεξιά, υιοθετώντας εκδοχές των απόψεων Βίλντερς, όπως τον ευρωσκεπτικισμό και την καλυμένη ισλαμοφοβία. Το ίδιο έκανε και το κόμμα του πρωθυπουργού Ρούτε. Στο μεταξύ, το κόμμα της Πράσινης Αριστεράς και το φιλευρωπαϊκό D66 έχουν πάρει θέση ως ξεκάθαρη εναλλακτική απέναντι στον Βίλντερς, υψώνοντας την πιο ισχυρή άμυνα για τις αξίες του κοσμοπολιτισμού.

Αλλα μεγάλα κόμματα στην Ευρώπη θα πρέπει να παρακολουθήσουν στενά και να πάρουν ένα μάθημα από την Ολλανδία, υποστηρίζει ο Μούντε. Η αντιμετώπιση των δεξιών λαϊκιστών με τους δικούς τους όρους μπορεί να προσφέρει μόνο μια άμεση εκλογική νίκη. Ομως τελικά, η κυβέρνηση που θα προκύψει από αυτή την σύγκρουση θα αρχίσει το έργο της με την ενότητα και τη σταθερότητά της να έχουν υπονομευθεί εξαρχής. Ενα καλύτερο σχέδιο για τα κεντρώα, αριστερά και άλλα μεγάλα κόμματα θα είναι να προωθήσουν ένα θετικό πολιτικό όραμα και να μην επιτρέψουν στα θέματα της Ακροδεξιάς να κυριαρχήσουν στην εθνική ατζέντα και τη συζήτηση.