Είχα τη μεγάλη τύχη να ζήσω από πολύ κοντά όλη σχεδόν τη διαδικασία της σύλληψης και δημιουργίας αυτού του έργου το οποίο ο Σταύρος Ξαρχάκος ονομάζει όπερα δωματίου. Είναι γνωστό και παραδεκτό από όλους μας ότι ο συνθέτης κατέχει τη μοναδική δεινότητα της εύστοχης μουσικής προσέγγισης κι απόδοσης του λόγου μ’ έναν τρόπο που ταυτίζει τα δύο τόσο, που μοιάζουν να γεννήθηκαν μαζί. Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί ξέρει πάρα πολύ καλά να αναγιγνώσκει το εκάστοτε κείμενο που έχει μπροστά του, να το αναλύει, να το αποκωδικοποιεί και να το αναδημιουργεί ως όλον μ’ έναν τρόπο απαράμιλλα ουσιαστικό και εμβριθή. Το ποιητικό αυτό διαμάντι του Ρίτσου τού παρείχε ακόμα μια μεγαλύτερη ελευθερία – και συνάμα δυσκολία – να ξεδιπλώσει με μια πηγαία και τολμηρή έμπνευση αλλά την ίδια στιγμή και με σοφή οικονομία και ισορροπία όλη την παλέτα των μουσικών του καταβολών και επιρροών. Οπερατικά στοιχεία, άριες, recitativi, «κρυφά» και φανερά καθοδηγητικά μοτίβα (leitmotiv), χαρακτηριστικά ostinati, ιμπρεσιονιστικά στοιχεία, atonal εξπρεσιονιστικά στοιχεία, μελωδικά – ρυθμικά μοτίβα και πυρήνες, εμβόλιμες μουσικές αναφορές και παραπομπές , σύνθετοι ρυθμοί, μελωδίες μεγάλου λυρισμού και σιωπές εναλλάσσονται κατά τον τρόπο που εναλλάσσονται στη «Σονάτα» του Ρίτσου τα σύμβολα, τα νοήματα, οι διαθέσεις, οι εικόνες, τα ρεαλιστικά και σουρεαλιστικά στοιχεία, οι συναισθηματικές καταστάσεις, οι νύξεις και οι βεβαιότητες, οι άλλες λέξεις πίσω από τις λέξεις και οι συγκινήσεις του. Αυτός ο «άλλος» Ρίτσος οδήγησε τον συνθέτη να φανερώσει κι έναν άλλο Ξαρχάκο – ως μια προέκταση θα ‘λεγα του συνθέτη των μεγάλων τραγουδιών – που ο συνταξιδιώτης μου επί σκηνής Γιάννης Παλαμίδας αποδίδει μοναδικά. Οπως ο ποιητής λογοδοτεί – κατά Πρεβελάκη – με το ποίημα αυτό στην ποίηση, έτσι κι ο Ξαρχάκος λογοδοτεί στη μουσική μ’ ένα έργο υψηλής αισθητικής και μουσικής αξίας. Θα αρκεστώ μόνο ως κατακλείδα να καταθέσω το πλέον ουσιαστικό για μένα:  τη βαθιά συγκίνηση και μέθεξη που νιώθω αποδίδοντας στο πιάνο το έργο αυτό των δύο μεγάλων δημιουργών. Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα, ως μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη.