Χαμόγελα έφερε στις αγορές και ιδιαίτερα στην Ευρώπη η υπόσχεση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ ότι η αλλαγή της νομισματικής της πολιτικής με πιο υψηλά επιτόκια θα γίνει σταδιακά και όχι απότομα, αλλά και το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ολλανδία.

Στη Γηραιά Ηπειρο οι μεγάλοι χρηματιστηριακοί δείκτες σκαρφάλωσαν σε επίπεδα-ρεκόρ. Στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου ο δείκτης FTSE έκλεισε σε νέα ιστορικά επίπεδα καταρρίπτοντας κάθε ρεκόρ, καθώς έφτασε τις 7.415,95 μονάδες έπειτα από άνοδο 0,64%.

Ο δείκτης ΑΕΧ στο Αμστερνταμ έκλεισε σε υψηλά δεκαετίας με άνοδο 0,56%, ενώ οι δείκτες CAC και DAX στο Παρίσι και στη Φρανκφούρτη αντίστοιχα έκλεισαν κοντά σε υψηλά δύο ετών. Ο CAC έκλεισε με άνοδο 0,5% και ο DAX με κέρδη 0,6%. Το Χρηματιστήριο Αθηνών που έχει ουσιαστικά αποσυνδεθεί από τις διεθνείς εξελίξεις λόγω των εσωτερικών προβλημάτων της οικονομίας έκλεισε με κέρδη 0,50% στις 636,13 μονάδες. Στο χθεσινό άνοιγμα των αγορών τα κέρδη ήταν μεγαλύτερα, αλλά στη συνέχεια περιορίστηκαν λόγω των διακυμάνσεων που καταγράφηκαν στη Γουόλ Στριτ.

Το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ολλανδία σε συνδυασμό με την απόφαση της Fed οδήγησε επίσης το ευρώ στην υψηλότερη ημερήσια άνοδο των τελευταίων εννέα μηνών έναντι του αμερικανικού νομίσματος, αφού η ισοτιμία ξεπέρασε τα 1,07 δολάρια. Η υποχώρηση του δολαρίου αποδίδεται στο σήμα που έδωσε η Fed ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα είναι σταδιακές, σε μια χρονική περίοδο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξακολουθεί να τηρεί πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική.

Βασικός παράγοντας ανησυχίας των αγορών στην Ευρώπη φέτος είναι οι πολιτικές εξελίξεις και κυρίως ο κίνδυνος ενίσχυσης του λαϊκισμού. Τώρα φαίνεται ότι το πρώτο «εμπόδιο», αυτό της Ολλανδίας, ξεπεράστηκε και το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στη μεγάλη εκλογική αναμέτρηση για την προεδρία στη Γαλλία τον επόμενο μήνα. Τα γραφεία στοιχημάτων εκτιμούν πλέον ότι οι πιθανότητες νίκης της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία έχουν μειωθεί μετά την ήττα του Χερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.

Στα θετικά σημάδια από την Ευρώπη έρχονται να προστεθούν οι προσδοκίες για υψηλότερη ανάπτυξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και εκεί τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που τελικά θα εφαρμοστούν δεν έχουν ξεκαθαρίσει πλήρως.