Η ποίηση της Κικής Δημουλά έχει μεταφραστεί σε όλες τις μεγάλες γλώσσες. Εχει μεταφραστεί και στα σουηδικά, σημάδι ίσως μιας ενδεχόμενης υποψηφιότητας για το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο στον κόσμο. Είχε μεταφραστεί και παλαιότερα στη γλώσσα αυτή, η φετινή όμως ανθολόγηση του δεύτερου μισού του έργου της από τους Ρέα Αν – Μάργκαρετ Μέλμπεργκ και Γιαν Χένρικ Σβαν, που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι υπό τον τίτλο «Στην ξενιτιά του σώματος», έγινε δεκτή πολύ επαινετικά από την πλειοψηφία της σουηδικής κριτικής.

Σε πολλά άρθρα, λόγω της επιτυχημένης καθώς φαίνεται μετάφρασης, μιλούσαν για μεστή και καθαρή γλώσσα ενώ συνέκριναν –αυτό, μάλιστα, συστηματικά –την ελληνίδα ποιήτρια με την πολωνέζα νομπελίστρια Βισλάβα Σιμπόρσκα (Νομπέλ Λογοτεχνίας 1996), κυρίως λόγω ενός χαμηλού τόνου στη φωνή και μιας θεματικής που καταπιάνεται μάλλον με καθημερινά πράγματα παρά με τα λεγόμενα «μεγάλα», όπως η Ιστορία.

Τον Αύγουστο, μάλιστα, η Κική Δημουλά ανακηρύχθηκε «ποιήτρια του μήνα» από το σουηδικό κρατικό ραδιόφωνο, κάτι που πρακτικά σήμαινε ότι επί μία εβδομάδα η γνωστή στη Σουηδία ηθοποιός Στίνα Εκμπλαντ διάβαζε ένα ποίημά της την ημέρα από την εκπομπή «Καθημερινή ποίηση», που έχει ημερήσιο ακροατήριο 100.000 ανθρώπων.

Στο μεταξύ, την εβδομάδα που μας έρχεται κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τον Ικαρο η 18η ποιητική συλλογή της 85χρονης ποιήτριας, που κινείται στην ίδια πάντα γραμμή, διαθέτοντας ζηλευτή ευστοχία και καθαρότητα. Με την αφορμή αυτή δέχθηκε ευγενώς να απαντήσει στις ερωτήσεις του «Βιβλιοδρομίου»:

Ας αρχίσουμε από τον τίτλο: «Ανω τελεία». Για ποιον λόγο τον επιλέξατε;

Δεν τον επέλεξα, μου επεβλήθη. Ισως τον ενθάρρυνε ότι στο ποίημα με τίτλο «Το Πολυτονικό» επαινώ τη σημασία των τόνων και της στίξης. Αν τώρα με ρωτήσετε γιατί άνω τελεία και όχι τελεία θα πω ότι την απέφυγα γιατί θα ήταν σαν να κατέθετα μια ληξιαρχική πράξη. Μελόδραμα δηλαδή. Το πιθανότερο όμως είναι ότι με μαγνήτιζε η λέξη: Ανω. Με τραβούσε κατά πάνω σαν για να με απομακρύνει από το αρπακτικό: Κάτω.

Στο ποίημα «Στο τρένο» μιλάτε με τρυφερότητα για καταργημένους σταθμούς και για «ασεβή ταχύτητα» με την οποία διασχίζονται οι εκτάσεις. Ταυτόχρονα δηλώνετε ότι επιστρέφετε, χωρίς να λέτε καθαρά πού. Εχει άραγε την επιλογή ο σύγχρονος άνθρωπος να μην επιβιβασθεί στο τρένο μεγάλης ταχύτητας; Και πού πάει, επιτέλους, αυτό το τρένο;

Εχει σημασία από πού έρχεται και πού πάει αυτό το τρένο. Πρόθεσή μου πάντως ήταν να τονίσω ότι το παρελθόν ταξιδεύει συνεχώς, με το μέσον της κατάργησής του και με μόνους τολμηρούς επιβάτες το παρόν και το μέλλον.

Απομονώνω φράσεις και λέξεις σας: «νόσος της θλίψης», «μελαγχολία», «κλαμένοι καιροί». Ταυτόχρονα λέτε ότι γαντζωνόμαστε από φόβο επάνω στη ζωή. Είναι ο φόβος του θανάτου πιο δυνατός από κάθε θλίψη; Και μήπως όμως δεν είναι πιο δυνατός από κάθε χαρά; Οπότε είναι αυτή η εξήγηση της θυσίας;

Κατά τη γνώμη μου ή μάλλον κατά τη δική μου φοβιτσιάρα ψυχολογία, ο κύριος υπεύθυνος για κάθε θλίψη αλλά και για την αναίτια –συχνότατα –μελαγχολία είναι ο έμφυτος φόβος του θανάτου. Είναι δε τόσο επιθετικός, ώστε να υποπτεύομαι ότι η δημιουργία και η δημιουργικότητα έχουν ως κίνητρό τους την αποφυγή ή την απομάκρυνση του θανάτου. Θα προσθέσω ότι τουλάχιστον εγώ δεν γνώρισα καμιά μεγάλη χαρά που να μην τρέμει ευθύς εξαρχής τον θάνατό της. Υποπτεύομαι μάλιστα ότι τα ίδια τα ωραία και τόσο ενθουσιώδη αισθήματα γνωρίζουν το όριο της ζωής τους, ίσως και γι’ αυτό είναι τόσο σπασμωδικά και ασταθή. Και αν αυτό ισχύει, τότε είναι μεγάλη γενναιότητα από μέρους τους ότι δέχονται να γεννηθούν και πρόθυμα θυσιάζονται προκειμένου να σκληραγωγηθεί ο χαϊδεμένος ψυχισμός μας.

Λέτε κάπου: «Πάλι μνήμη, πάλι λήθη. Διαρκώς τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιώ». Και στο πολύ ωραίο ποίημά σας «Το γνήσιο», για τις ανεπούλωτες πληγές, λέτε «επιφανειακά ξεχνάς». Υπάρχει τρόπος να νικηθεί η τραυματική μνήμη;

Νομίζω ότι μόνον ένας τρόπος και άκρως εξευτελιστικός υπάρχει. Η άνοια. Αλλά και πού ξέρω αν η άνοια δεν είναι απλώς μια μυστικοπαθής μνήμη κι ότι στη μόνη που εμπιστεύεται τη φύλαξη των βιωμάτων της δεν είναι η λήθη;

Στην επιστήμη της Ιστορίας τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύς λόγος για τη μνήμη. Συχνά, δηλαδή, περισσότερο από το τι έγινε μας ενδιαφέρει το τι θυμόμαστε ότι έγινε. Κατασκευάζουμε τραύματα και εμείς οι ίδιοι;

Θυμάμαι σημαίνει ως επί το πλείστον αναγκάζω κάτι που δεν συμβαίνει πια να παραστήσει ότι συμβαίνει, με τη συμπαράσταση βέβαια της νοσταλγίας που είναι η πλέον επώδυνη απόλαυση. Αλλά τη θέλουμε. Είναι η πρώτη ύλη για να δημιουργούμε άθελά μας νέα τραύματα, σαν από αυτά να αντλεί ο βασανισμός μας αντισώματα προστατευτικά της αντοχής του.

Μιλάτε υπονομευτικά για την πείρα, δηλώνοντας ότι δεν πρέπει κανείς να την εμπιστεύεται, αλλά και για την παντογνωσία που πάντα θα εξευτελίζεται από το Αγνωστο και θα πρέπει να «σκίζει τη φήμη της». Ποια είναι η θέση που έχει για σας στη ζωή η γνώση, αλλά και η νεανική ορμή;

Προσπαθώ να είμαι ο ειρηνοποιός στον ασίγαστο πόλεμο μεταξύ γνώσης και νεανικής ορμής. Δεν τα καταφέρνω όμως. Και με βρίσκω πάντα στο στρατόπεδο της νεανικής ορμής, ως εθελόντρια ανακούφισης των τραυμάτων της.

Την όμορφη πλευρά της ζωής την περιγράφετε με δύο λέξεις: όνειρα και έρωτας (με αυτή τη σειρά). Εννοείτε ίσως ότι και ο έρωτας είναι υποκατηγορία του ονείρου; Και η μόνη άρα πραγματικότητα είναι αυτή που δεν ζούμε;

Οχι ακριβώς έτσι. Μάλλον το όνειρο είναι υποκατηγορία του έρωτα. Και ναι, η μόνη μαγευτική, γενναιόδωρη, ποθητή πραγματικότητα είναι αυτή που δεν ζούμε. Και από τούτη τη δική σας διατύπωση μαντεύω ότι είστε συν τοις άλλοις και ποιητής.

Η Ελλάδα, σταυροδρόμι, όπως λέγεται, Ανατολής και Δύσης, επέλεξε πολιτικά, με ισχυρά λογικά επιχειρήματα, το περίφημο «ανήκομεν εις την Δύσιν». Είναι, πιστεύετε, και η ψυχή της εκεί;

Απλώς υποπτεύομαι ότι πηγαινοέρχεται.

Η σημερινή Ευρώπη τι συναισθήματα σάς προκαλεί; Ασφάλειας, εμπιστοσύνης ή, αντίθετα, ανησυχίας και φόβου;

Απειλής και συγχρόνως ονείρου καθησυχαστικού.

Ενα από τα ζητήματα που κάνουν τα θεμέλιά της να τρίζουν είναι το Προσφυγικό. Πώς επεξεργάζεστε μέσα σας αυτή την πραγματικότητα των γεμάτων με πρόσφυγες καρυδότσουφλων που έζησε πρόσφατα και ζει ακόμη η Ελλάδα στο Αιγαίο;
Είναι τόσο τραγικό το θέμα, που αλίμονο αν το πιάσουν στο στόμα τους τα μεγάλα λόγια και τα αισθήματα συμπόνιας. Δεν έχω την ικανότητα να αιτιολογήσω τέτοιο κατατρεγμό που υπερβαίνει τα ανθρώπινα, όσο κι αν και η Ελλάδα βρέθηκε στο παρελθόν σε παρόμοια οδυνηρή μετακίνηση.

Ξαφνιάστηκαμε την επιλογήτου Μπομπ Ντίλαν

Σε άλλους αιώνες, την πρωτοκαθεδρία του λόγου την είχε η ποίηση – και το θέατρο, βέβαια. Σήμερα φαίνεται να την έχει η πεζογραφία. Πώς το ερμηνεύετε αυτό και πώς αισθάνεστε τη θέση σας στον κόσμο των Γραμμάτων;

Ισως η πεζογραφία δίνει περισσότερο χώρο στη γλώσσα να επεκταθεί απ’ όσο η ποίηση, όπου εκεί η γραφή είναι φυλακισμένη σε κάποιους κανόνες, όσο κι αν έγιναν ελαστικότεροι για χάρη των νέων καιρών, διευκολύνοντας ή παραπλανώντας το αποτέλεσμα. Οσο για μένα – ειλικρινά απαντώ – είμαι τόσο ανασφαλής που δεν οραματίζομαι καμιά «θέση» στα Γράμματα, όσο κι αν την επιθυμώ ως φθαρτός άνθρωπος που είμαι.

Η γενιά του ‘30 που έβγαλε και δύο Νομπέλ έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις στο συλλογικό υποσυνείδητο. Θα βαστήξει, πιστεύετε, η μυθολογία της στον χρόνο;

Δεν ξέρω αν ο χρόνος θα έχει την ανωτερότητα να συντηρεί το δίκαιο γόητρο του Νομπέλ, το οποίον θα έπρεπε να έχει πάρει πρώτος ο ίδιος ο χρόνος για την ασίγαστη δημιουργικότητά του σε θαύματα.

Και μια και ο λόγος στα Νομπέλ: πώς σας φάνηκε η απονομή του φέτος στον Μπομπ Ντίλαν;

Μου προκάλεσε ένα ξάφνιασμα. Αλλά δεν θέλω να το σχολιάσω περισσότερο.

Αισθάνεστε να έχετε αντλήσει από κάποιες ποιητικές πηγές περισσότερο από άλλες; Υπάρχει μια γραμμή ποιητικού ύφους και περιεχομένου του παρελθόντος που πιστεύετε ότι ανιχνεύεται στην ποίησή σας; Ποιους παλαιότερους ποιητές νιώθετε αδελφούς;

Για να έχω το θράσος να αισθανθώ αδελφούς κάποιους ποιητές θα έπρεπε να ξέρω αν και εκείνοι με αναγνωρίζουν ως αδελφή τους. Αλλά έχουν άραγε τόσο στενές συγγένειες οι αξίες; Συμφέρουν την τέχνη οι ομοιότητες; Οσο για τις επιρροές, ναι, υφίστανται αναπόφευκτα, αλλά δρουν και επηρεάζουν όταν νυχτώνουν οι ιδιοσυγκρασίες και αισθάνονται μόνες και αβοήθητες.

Δύο ποιήματα

Το γνήσιο

Το γνήσιο της πληγής / αναγνωρίζεται / από το χρώμα που έχει / της υπογραφής το αίμα.

Αν είναι ρέον άφθονο κόκκινο / έχει καλώς.

Αν όμως είναι στάσιμο ξεθωριασμένο / τότε κάποια παλιά ανάμνηση / πλαστογράφησε πληγή που έχει / πλέον θρέψει.

Το περίεργο είναι πως άμα ζουλήξεις / το θεραπευμένο τραύμα / πονάει τρισχειρότερα απ’ όσο όταν / ήταν ενεργό, ουρλιάζεις, ακούγεσαι / στα πέρατα του χρόνου.

Καθόλου περίεργο. Επιφανειακά ξεχνάς.

Εξακριβωμένα

Οσο μπορείς, Νεότητα, απόφευγε / την πείρα. / Είναι μια γριά ζηλότυπη, ανέραστη. / Μόνον ο χρόνος ο πολύς / τη γλυκοκοιτάζει.

Εκ πείρας σας μιλώ. / Μην την εμπιστεύεστε. / Ειλικρινής δεν είναι. Σας φανερώνει μόνο / όσα έχασε και σας τρομοκρατεί

όμως, τα μεγάλα κέρδη που της έφεραν / τα ηδονικά της λάθη τ’ αποσιωπά. / Επιμελώς στη μνήμη της τα κρύβει / κι αναπολώντας τα ξαναζεί.

Εκ πείρας σας μιλώ. / Τις προσφορές της πείρας μη δεχτείτε. / Δόλιες είναι αποβλέπουν / στην κερδοφόρα ανταλλαγή: / ξερόχορτα σας δίνει και τον / ολάνθιστο αγρό σας αφαιρεί.

Κι όχι μόνο. Μες στην αναμπουμπούλα / που προκαλεί η κλέφτρα πάντα δοσοληψία / η πείρα κάθε τόσο αποσπά / όλο και μια φέτα χορταστική / απ’ την πανσέληνό σας

Στην έκλειψή της ρίχνοντας τα βάρη.

Εκ πείρας σας μιλώ. / Σοφή δεν είναι η πείρα / απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει.

Κική Δημουλά

Ανω τελεία

Εκδ. Ικαρος, 2016, σελ. 48

Τιμή: 10 ευρώ