Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του περασμένου Νοεμβρίου στο Παρίσι, υπήρχαν έντονη οδύνη και φόβος, αλλά και ένα πνεύμα ενότητας και αντίστασης. Αντιθέτως, μετά την επίθεση της 14ης Ιουλίου στη Νίκαια τα κυρίαρχα συναισθήματα μοιάζουν να είναι η ανημποριά και η οργή.

Οι Γάλλοι ανησυχούν και αγωνιούν. Εχουν συνηθίσει να έχουν κάποια επίφαση ασφάλειας στις πόλεις τους. Θέλουν να νιώσουν ξανά ασφαλείς –ό,τι και αν χρειαστεί. Τα συναισθήματα αυτά είναι απόλυτα κατανοητά, δεν συντελούν ωστόσο απαραίτητα σε μια αποτελεσματική λήψη αποφάσεων.

Το πρόβλημα είναι αυτό το «ό,τι και αν χρειαστεί». Αν οι πολίτες νιώθουν πως οι ηγέτες τους είναι ανίκανοι να τους προστατεύσουν, μπορεί να στραφούν σε πιο ριζοσπαστικές εναλλακτικές λύσεις· ήδη λαϊκιστικά ή και απροκάλυπτα ρατσιστικά πολιτικά κόμματα κερδίζουν έδαφος στη Γαλλία και αλλού. Με την παρότρυνση τέτοιων δυνάμεων μπορεί να αποφασίσουν ακόμα και να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους.

Οι Αρχές όμως έχουν ήδη πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουν. Σε τελική ανάλυση, το να προσπαθείς να προστατεύσεις τους πολίτες από τρομοκρατικές επιθέσεις σεβόμενος παράλληλα το κράτος δικαίου είναι κάτι πολύ δύσκολο. Ενα άτομο μπορεί να ριζοσπαστικοποιηθεί γρήγορα, ιδιαίτερα όταν είναι ψυχολογικά διαταραγμένο. Το ερώτημα είναι πώς μπορείς να αποκαταστήσεις αυτή την αίσθηση της ασφάλειας όταν ο κίνδυνος μιας τρομοκρατικής επίθεσης δεν μπορεί να απαλειφθεί εντελώς.

Η απάντηση έγκειται στην κοινωνία των πολιτών. Οι απλοί πολίτες πρέπει να μάθουν να επαγρυπνούν περισσότερο για σημάδια ριζοσπαστικοποίησης και να εκπαιδευτούν καλύτερα όσον αφορά το πώς πρέπει να αντιδρούν. Οι πολίτες πρέπει να ενθαρρυνθούν να καταγγέλλουν την πιθανή ριζοσπαστικοποίηση οικείων τους στις αρμόδιες Αρχές, είτε πρόκειται για επαγγελματίες της ψυχιατρικής είτε για την αστυνομία.

Ο στόχος δεν είναι φυσικά η αναβίωση του μακαρθισμού, αλλά να δημιουργηθούν δίαυλοι μέσω των οποίων άνθρωποι που εντοπίζουν ριζοσπαστικές ή βίαιες τάσεις σε κάποιον που γνωρίζουν θα μπορούν να αναφέρουν τις ανησυχίες τους. Ανάλογες συνεισφορές δεν θα έδιναν απλώς στις δυνάμεις της τάξης μια ευκαιρία να αποτρέψουν μια σοβαρή επίθεση, αλλά θα μπορούσαν επίσης να ενισχύσουν την προθυμία των πολιτών να αφήσουν τις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις και πολιτικές στις Αρχές.

Η Γαλλία δεν βρίσκεται φυσικά στο χείλος μιας βύθισης στο χάος, με αγανακτισμένους πολίτες να επιχειρούν να τα βάλουν με τους τρομοκράτες. Αλλά η επίμονη τρομολαγνεία των λαϊκιστών από κοινού με τις πραγματικά τρομακτικές, τραγικές και εξοργιστικές εμπειρίες υπονομεύουν την κρίση των πολιτών, κάνοντάς τους να πέφτουν στην παγίδα της εμπρηστικής ρητορικής. Και με τις προεδρικές εκλογές την ερχόμενη άνοιξη, πολιτικοί που σκέπτονται μόνο το συμφέρον τους έχουν ισχυρό κίνητρο να χρησιμοποιήσουν τα θύματα των επιθέσεων ως εργαλεία της προεκλογικής στρατηγικής τους.

Δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε αυτό. Αν η Γαλλία υποκύψει τελικά στον φόβο εκλέγοντας μισαλλόδοξους λαϊκιστές, το δοκιμαζόμενο ISIS, που βλέπει τα εδάφη του στη Συρία και το Ιράκ να συρρικνώνονται, θα έχει καταγάγει μια μεγάλη νίκη –μια νίκη που θα μπορούσε να αναστρέψει την τύχη του. Οσο όμως ο «εχθρός» στη Δύση παραμένει ενωμένος και πιστός στις θεμελιώδεις αρχές του, το ISIS δεν μπορεί να νικήσει. Η κατάσταση είναι ήδη αρκετά άσχημη, με τους τρομοκράτες να επιδιώκουν να καταλάβουν τη ζωή μας· το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι να καταλάβουν οι λαϊκιστές την ψυχή μας.

Ο Ντομινίκ Μοϊζί είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών του Παρισιού (Sciences Po), ανώτερος σύμβουλος στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων (IFRI) και επισκέπτης καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου