Κι αν συμβεί το αδιανόητο; Κι αν η στροφή της Ευρώπης προς τα δεξιά (αν όχι προς τα ακροδεξιά) επιβεβαιωθεί τον προσεχή Νοέμβριο και στις Ηνωμένες Πολιτείες με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία; Πράγματι, η τελευταία σύνθεση διαφόρων πρόσφατων δημοσκοπήσεων από τον έγκυρο ιστότοπο RealClearPolitics δίνει για πρώτη φορά τον αμερικανό μεγιστάνα νικητή με διαφορά 0,2%. Ο Τραμπ φαίνεται να επωφελείται από τη συσπείρωση των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων γύρω από το πρόσωπό του. Η Χίλαρι Κλίντον, αντίθετα, εξακολουθεί να έχει απέναντί της στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος τον Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος είναι διατεθειμένος να παραμείνει στη μάχη μέχρι το συνέδριο του προσεχούς Ιουλίου.

Σύμφωνα με το ABC News, πάντως, η πρώην υπουργός Εξωτερικών εξακολουθεί να έχει αρκετά πλεονεκτήματα έναντι του αντιπάλου της. Μπορεί να κινητοποιήσει ορισμένες πληθυσμιακές κατηγορίες όπως οι Αφροαμερικανοί, οι ισπανόφωνοι, οι γυναίκες και οι νέοι, που ψηφίζουν μαζικά υπέρ της. Και θεωρείται ικανή να αναλάβει την προεδρία από το 63% των ερωτωμένων (ενώ το 58% θεωρεί ότι ο Τραμπ δεν έχει τη «στόφα» προέδρου).

Σε ένα άρθρο του στη «Washington Post», ο Φίλιπ Μπαμπ ακολουθεί μια άλλη προσέγγιση για να δείξει ότι η διαφορά υπέρ του Τραμπ είναι παραπλανητική. Ας πούμε ότι πεινάτε πολύ και σας προσφέρονται οι εξής επιλογές: 1) Να φάτε κάτι που σιχαίνεστε. 2) Να φάτε κάτι που σιχαίνεστε λιγότερο. 3) Να φάτε κάτι που λέγεται «μενού της ημέρας» αλλά δεν ξέρετε τι είναι. 4) Να μείνετε νηστικός. Οι ψηφοφόροι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έχουν στην πλειοψηφία τους καταλήξει στη δεύτερη επιλογή. Οι ψηφοφόροι του Δημοκρατικού Κόμματος που υποστηρίζουν τον Σάντερς, πάλι, είναι πιο διστακτικοί. Πολλοί απειλούν με την τέταρτη επιλογή –όταν όμως αποσυρθεί ο υποψήφιός τους δεν μπορεί παρά να λογικευτούν. Και τότε η ζυγαριά θα γείρει υπέρ της Κλίντον.

Αυτό δεν θα λύσει όμως ένα πρόβλημα: την αυξανόμενη εξοικείωση των αμερικανών ψηφοφόρων με τις ιδέες ενός ανθρώπου που λέγεται Ντόναλντ Τραμπ. Η υποστήριξη προς τον τελευταίο δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την κατάσταση της οικονομίας, επισημαίνει στη «Washington Post» ο Ρόμπερτ Κέιγκαν, που υπηρέτησε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 1984 έως το 1988 και σήμερα διδάσκει στο Brookings Institution. Αυτό που προσφέρει ο Τραμπ στους οπαδούς του δεν είναι φάρμακα για την οικονομία –οι προτάσεις του αλλάζουν καθημερινά. Είναι μια αύρα ισχύος και αλαζονείας, μια ασέβεια για τη δημοκρατική κουλτούρα που –κατά την άποψή του –έχει οδηγήσει στην παρακμή της Αμερικής. Ο δημόσιος λόγος του στηρίζεται στον φόβο, στην οργή, στο μίσος και στον χλευασμό των «άλλων», είτε πρόκειται για τους Μουσουλμάνους είτε για τους ισπανόφωνους, τις γυναίκες, τους Κινέζους, τους Μεξικανούς, τους Ευρωπαίους, τους Αραβες, τους μετανάστες ή τους πρόσφυγες.

Πολλοί Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί είναι ενθουσιασμένοι επειδή ο Τραμπ ξεσηκώνει τα πλήθη. Υπάρχει όμως ένας σοβαρός κίνδυνος, τον οποίο είχε διακρίνει ο Αλεξάντερ Χάμιλτον παρακολουθώντας από την Αμερική την πορεία της Γαλλικής Επανάστασης: η απελευθέρωση των παθών να οδηγήσει όχι σε μεγαλύτερη δημοκρατία αλλά στη δημιουργία ενός τυράννου. Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί τον περασμένο αιώνα σε διάφορες δημοκρατικές και ημιδημοκρατικές χώρες. Και έχει όνομα: φασισμός.

Φιλοδοξίακαι τύφλωση

Ετσι έρχεται ο φασισμός στην Αμερική, γράφει ο Κέιγκαν. Οχι με στρατιωτικές μπότες και φασιστικούς χαιρετισμούς, αλλά με έναν τηλεοπτικό σταρ, έναν υποκριτή δισεκατομμυριούχο, έναν εγωμανή που εκμεταλλεύεται την ανασφάλεια του εκλογικού σώματος και με ένα ολόκληρο πολιτικό κόμμα που συντάσσεται πίσω του είτε από φιλοδοξία είτε από πολιτική τύφλωση είτε απλώς από φόβο.