Ο φλαμανδός καλλιτέχνης που έγινε διάσημος στην Ελλάδα μέσα σε μια νύχτα από ένα στιγμιότυπο της 24ωρης παράστασης «Ορος Ολυμπος» και αναδείχθηκε σe καλλιτεχνικό διευθυντή (Ή επιμελητή, όπως επέμενε ο ίδιος να αυτοπροσδιορίζεται) με τη συντομότερη θητεία στο Ελληνικό Φεστιβάλ μιλά για πρώτη φορά για όσα τον πλήγωσαν και τον εξόργισαν στα «Πρόσωπα»

Κατάφερε να μετατρέψει τον Δαβίδ σε Γολιάθ. Να συγκεντρώσει πάνω στο έργο του περισσότερα φλας απ’ όσα ο Μιχαήλ Αγγελος, ο Ντονατέλο και ο Τσελίνι μαζί. Τυλίχτηκε με μονωτική ταινία και σύρθηκε σαν σκουλήκι στην κεντρικότερη πλατεία της Φλωρεντίας. Και υποστηρίζει ότι αν ο χρόνος γυρνούσε πίσω, θα ερχόταν και πάλι στην Ελλάδα να αναλάβει τα ηνία του Φεστιβάλ Αθηνών.

Τον συναντήσαμε στη Φλωρεντία. Εκεί όπου περισσότερα από 70 έργα του –ανάμεσά τους και τρία καινούργια –«κατέλαβαν» τη διασημότερη πλατεία της πόλης των Μεδίκων, την Πιάτσα ντέλα Σινιορία. Βρήκαν τη θέση τους στο Παλάτσο Βέκιο –μουσείο και έδρα του δημάρχου –και στο Φόρτε ντι Μπελβεντέρε, το μεγαλύτερο οχυρό της Φλωρεντίας με την εκπληκτική θέα προς το κέντρο της πόλης. Εκεί όπου ο δήμαρχος της πόλης τον υποδέχθηκε με τη φρουρά και την μπάντα. Τον αποκάλεσε «αναγεννησιακό καλλιτέχνη». Και του πρόσφερε το κλειδί της πόλης (για την ακρίβεια, μια αρμαθιά με τέσσερα κλειδιά) καθώς γίνεται ο πρώτος εν ζωή δημιουργός που εκθέτει σε τόσο μεγάλη έκταση μέσα στην πρωτεύουσα της Τοσκάνης (σε επιμέλεια των Τζοάνα ντε Βος και Μελάνια Ρόσι υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Σέρτζιο Ριζαλίτι), ενώ η έκθεσή του υπό τον τίτλο «Spiritual guards» («Πνευματικοί φύλακες») διαφημίζεται παντού: από το πάρκινγκ του αεροδρομίου έως το κέντρο της πόλης.

Μετά την πρώτη χειραψία και το απαραίτητο «hello lady» –σήμα κατατεθέν των ιδιόρρυθμων αγγλικών του –διαπιστώνει ότι έχει να κάνει με Ελληνίδα, αλλά δεν φαίνεται να ενοχλείται. Πολύ περισσότερο, δε, όταν με ανακούφιση μάλλον ακούει τις ερωτήσεις να εστιάζουν γύρω από την έκθεσή του.

Σας προκάλεσε δέος το γεγονός ότι το έργο σας «Ο άνθρωπος που µετρά τα σύννεφα» τοποθετήθηκε ανάµεσα στην «Ιουδήθ» του Ντονατέλο και τον «Δαβίδ» του Μιχαήλ Αγγέλου;

Οχι με την έννοια του φόβου, αλλά αυτός είναι ο λόγος που σύρθηκα σαν σκουλήκι επί τέσσερις μέρες στην Πιάτσα ντέλα Σινιορία (σ.σ. πρόκειται για την περφόρμανς που αποτελεί το πλέον πρόσφατο έργο του, ένα βίντεο όπου ντυμένος με κοστούμι σέρνεται στο πλακόστρωτο της πλατείας, μπροστά από τα γλυπτά των μεγάλων της Αναγέννησης) συγκρινόμενος με τους καλλιτέχνες των οποίων υπάρχουν έργα γύρω της.

Γιατί διαλέξατε τη συγκεκριμένη θέση για το έργο σας;

Η πόλη μού το ζήτησε. Εκεί είχε τοποθετηθεί πριν από δυο χρόνια ένα έργο του Τζεφ Κουνς.

Πιστεύετε ότι έχετε κάτι κοινό µε τον Ντονατέλο και τον Μιχαήλ Αγγελο;

Οπως μου λένε εδώ, πιστεύουν ότι είμαι ένας σύγχρονος αναγεννησιακός καλλιτέχνης επειδή είμαι συγγραφέας, γλύπτης, κάνω ταινίες, εγκαταστάσεις, περφόρμανς, σκηνοθετώ. Για τον λόγο αυτόν με κάλεσαν άλλωστε. Το δικό μου γλυπτό ωστόσο είναι πολύ μικρότερης κλίμακας, διότι όπως σας έχω ξαναπεί δίπλα σε αυτούς τους καλλιτέχνες αισθάνομαι σαν νάνος ανάμεσα σε γίγαντες. Δεν μπορώ να τους συναγωνιστώ.

Εχει αλλάξει ο ρόλος του καλλιτέχνη από την Αναγέννηση ώς σήµερα;

Δεν νομίζω ότι έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Εχουμε τα ίδια προβλήματα. Πολλά προβλήματα. Οταν ο Μιχαήλ Αγγελος ζωγράφιζε την Καπέλα Σιξτίνα ήθελαν να τον σκοτώσουν, τον είχαν εγκαταλείψει. Ηταν κι αυτός συχνά persona non grata. Οταν κάνεις επιλογές ως καλλιτέχνης συναντάς αντίσταση. Οσο πιο ξεκάθαρος είναι ένας καλλιτέχνης τόσο περισσότερο αντιδρά ο κόσμος.

Persona non grata

Η «μαγική» φράση έχει ειπωθεί: persona non grata. Η φράση που χρησιμοποίησαν οι έλληνες καλλιτέχνες για το πρόσωπό του και η οποία φαίνεται πως τον έχει πειράξει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Είναι άλλωστε κι εκείνη που επιτρέπει πλέον στην κουβέντα να στραφεί προς το Φεστιβάλ.

Μόλις όμως ακούγεται η λέξη «Ελλάδα», το διπλανό παράθυρο –ένα παλιό δίφυλλο με ξύλινα χωρίσματα –τινάζεται από τον αέρα λες και έχει συμβεί έκρηξη. Μετά την πρώτη έκπληξη γελάει και συμφωνεί ότι το συμβάν έκρυβε έναν συμβολισμό. «Bρήκα ενδιαφέρoυσα την καλλιτεχνική επιμέλεια του Φεστιβάλ ως εγχείρημα κι ήμουν ανοικτός να δουλέψω με τους καλλιτέχνες της χώρας. Είναι όμως πλέον παρελθόν. Είμαι τόσο απασχολημένος με τη συγκεκριμένη έκθεση, παρουσιάζω το «Ορος Ολυμπος» στη Βιέννη και την Ιερουσαλήμ, ετοιμάζω την έκθεσή μου στην Αγία Πετρούπολη. Είμαι συγκεντρωμένος σε άλλα πράγματα. Κι από τη στιγμή που αποφασίζω να κάνω κάτι, δίνομαι σε αυτό 1.000%».

Οσο κι αν οι ερωτήσεις είναι επίμονες για το αν αισθάνεται απογοητευμένος ή πληγωμένος, κρίνοντας από την επιστολή που έστειλε προς τους έλληνες καλλιτέχνες, αλλά και τις αιχμηρές αναρτήσεις του στο facebook όπου έκανε λόγο για «εθνικιστικό αντανακλαστικό μιας κυρίαρχης ομάδας μέτριων και οργισμένων ελλήνων καλλιτεχνών που απορρίπτουν νέα οράματα και προσεγγίσεις από το εξωτερικό», ο Γιαν Φαμπρ φαίνεται να μη θέλει να δώσει συνέχεια κι απαντά: «Απολαμβάνω τη ζωή μου στη Φλωρεντία και την έκθεσή μου. Το παρελθόν πέρασε. Ας ευχηθούμε κάθε τύχη στο Φεστιβάλ».

Η αντιφατική του στάση –από τη μια μεριά αφήνει μόνος του περιθώρια για συζήτηση επαναφέροντας την επίμαχη φράση persona non grata κι από την άλλη αρνείται να απαντήσει –γεννά το εύλογο ερώτημα για ποιον λόγο επέλεξε να καλέσει και τρεις ελληνίδες δημοσιογράφους, ανάμεσα σε βρετανούς, γάλλους, γερμανούς και μεξικανούς εκπροσώπους του Τύπου, αν δεν σκόπευε να μιλήσει –και μάλιστα σε μια περίοδο που θα περίμενε κάποιος να έχει αρνητική στάση απέναντι σε οτιδήποτε ελληνικό. «Δεν σας κάλεσα εγώ. Το γραφείο μου σας κάλεσε. Ομως θα πρέπει να ξέρετε ότι μετά την παραίτησή μου ήρθε να διδάξει στην ομάδα μου για δυο μέρες ο Πίτερ Μπρουκ, κάτι που είχε να το κάνει εδώ και 40 χρόνια, κι ανάμεσα στα άτομα που επέλεξα να παρακολουθήσουν το σεμινάριο ήταν η ελληνίδα σκηνοθέτρια Νατάσσα Τριανταφύλλη. Δεν συνηθίζουμε, ξέρετε, στη χώρα μου να χαρακτηρίζουμε κάποιον ανεπιθύμητο πρόσωπο. Δεν υπάρχει αυτή η έννοια».

Το «καρφί» persona non grata επέστρεψε. Θέλει μήπως να στείλει ένα μήνυμα στην Ελλάδα; Στέλνει μόνο ένα φιλί και προτρέπει να γυρίσουμε σελίδα.

Αν ο χρόνος γύριζε πίσω, θα έκανε την ίδια επιλογή; «Βεβαίως διότι είμαι καλλιτέχνης και επιμελητής. Κι ως καλλιτέχνη και επιμελητή πρέπει να μου δοθεί απόλυτη ελευθερία, είναι θεμελιώδης αρχή. Ετσι όπως διαμορφώθηκε η κατάσταση, δεν είχα ελευθερία. Αν δείτε προσεκτικά το σκεπτικό μου, υποστήριζα πολύ τους έλληνες καλλιτέχνες. Αλλά κάποιοι ήταν λιγάκι ηλίθιοι και τυφλοί» συνεχίζει και κάνει λόγο για την προσπάθειά του να διατεθούν τα απούλητα εισιτήρια της παράστασης «Ορος Ολυμπος» στη Θεσσαλονίκη το περασμένο φθινόπωρο σε καλλιτέχνες και φοιτητές. «Δεν το επέτρεψε η διοίκηση του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Προέρχεστε από μια περίπλοκη χώρα. Αγωνιζόμουν για τους νέους καλλιτέχνες αλλά οι Ελληνες τους απέκλειαν».

Είχε άραγε προβλέψει αυτή την πολυπλοκότητα στον τρόπο σκέψης των Ελλήνων όταν δέχθηκε την πρόταση του υπουργού Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά, που του μετέφερε ο σκηνοθέτης Θόδωρος Τερζόπουλος στην Αμβέρσα; «Και τι νομίζετε; Οτι είμαι πολιτικός; Δεν είναι η δουλειά μου. Οι πολιτικοί στη χώρα σας ας τα κάνουν αυτά. Εγώ είμαι καλλιτέχνης και πρέπει να κάνω επιλογές» καταλήγει πριν αποχαιρετιστούμε και μας μιλήσει για τη νέα παράσταση που ετοιμάζει, το «Belgium rules» (σε ελεύθερη απόδοση «Το Βέλγιο είναι φοβερό») που θα κάνει πρεμιέρα το επόμενο καλοκαίρι κι αφορά την πολυπολιτισμική κοινότητα της χώρας του.

Εξω από το κεντρικό κτίριο του οχυρού τα μπρούντζινα έργα του αστράφτουν κάτω από τον ήλιο, που διακόπτεται κατά διαστήματα από μικρές μπόρες. Πρωταγωνιστής σχεδόν πάντα ο ίδιος. Αλλού τυλιγμένος με το παλτό του να προσπαθεί να ανάψει τσιγάρο κι όταν πλησιάζουμε ο αναπτήρας να βγάζει φλόγα. Αλλού με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, στο χέρι ένα βιβλίο με τον τίτλο «Είμαι ένα λάθος» και το γέλιο του να σκορπίζεται στον αέρα. Αλλού βυθισμένος με τα ρούχα σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό. Διάσπαρτες διαμελισμένες πανοπλίες σε ένα ιδιότυπο πεδίο μάχης. Και στις γωνίες οι αγαπημένοι του σκαραβαίοι, στην πλάτη των οποίων έχουν φυτρώσει κλαράκια, ως «Πνευματικοί φύλακες» που συμβολίζουν τη μετάβαση από τη γήινη στη μεταθανάτια διάσταση.

Παίρνουμε τον δρόμο προς το κέντρο της πόλης. Στο Παλάτσο Βέκιο το ολοκαίνουργιο σπαθί του κι η τεράστια υδρόγειός του, διαμέτρου 2,5 μ., από κελύφη σκαραβαίων δεσπόζουν ανάμεσα στα ακόμη πέντε έργα του που φιλοξενούνται στις αίθουσες κι ήταν αρκετά για να ξεσηκώσουν τους φιλόζωους εναντίον του, που φοβούνταν ότι σκοτώνει τα ζωύφια για χάρη της τέχνης, ενώ εκείνος τα προμηθεύεται από το Πανεπιστήμιο του Βελγίου όπου χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς σκοπούς.

Τελευταία ματιά στην πλατεία. «Ο άνθρωπος που μετρά τα σύννεφα», μικρός και με τα χέρια ψηλά, μοιάζει να προσπαθεί να αναμετρηθεί με το γιγαντόσωμο αριστούργημα του Μιχαήλ Αγγέλου και κατά κάποιον τρόπο αντιστρέφει τους ρόλους. Γίνεται ο ίδιος μικροκαμωμένος Δαβίδ και αφήνει τον ρόλο του επιβλητικού Γολιάθ στο διάσημο γλυπτό – σύμβολο της πόλης. Μόνο που σε αυτή τη μάχη είναι απίθανο να νικήσει τον αντίπαλό του. Λίγα μέτρα πιο πέρα, η υπερμεγέθης χελώνα με αναβάτη τον ίδιο τον Γιαν Φαμπρ σχεδόν δεν φαίνεται από τους συγκεντρωμένους τουρίστες που τη φωτογραφίζουν. Κι εκείνος από την πλάτη της μοιάζει έτοιμος να φωνάξει ό,τι και όταν παρέλαβε τα κλειδιά της πόλης: «Viva l’ arte!».

info

H έκθεση του Γιαν Φαμπρ «Πνευματικοί φύλακες» στο Παλάτσο Βέκιο, στην Πιάτσα ντέλα Σινιορία και στο Φόρτε ντι Μπελβεντέρε, ώς τις 2 Οκτωβρίου