Η Γιονγκ Χάι είναι, σύμφωνα με τον σύζυγό της, «απολύτως συνηθισμένη, με κάθε τρόπο». Ικανοποιητικά φιλόπονη νοικοκυρά, επαρκώς προσεκτική σύζυγος, όχι ιδιαιτέρως μελαγχολική, ούτε παρασυρμένη από μεγάλα πάθη. Εκείνος είναι ένας κοινός υπάλληλος, όχι υπερβολικά φιλόδοξος, ηπίως δυσαρεστημένος με τη ζωή του, αλλά χωρίς δραματικές υπερβολές. Είναι ωστόσο τα όσα ακολουθούν στη ζωή τους και σ’ εκείνη των οικείων τους που έχουν σημασία εδώ, από τη στιγμή που εξαιτίας ενός ονείρου η Γιονγκ Χάι αποφασίζει να μην ξαναφάει κρέας. Τα αφηγείται το μυθιστόρημα «Η χορτοφάγος» της Νοτιοκορεάτισσας Χαν Κανγκ που την περασμένη Δευτέρα, σε μια τελετή στο Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου στο Λονδίνο, κέρδισε το βραβείο Man Booker International. «Είναι μια αλλόκοτη ιστορία που θα μπορούσε να εκπέσει σε χοντροκομμένο τρόμο, μελόδραμα ή σε υπερβολικά εμφατικές αλληγορίες, αλλά διαθέτει αξιοσημείωτη ευστάθεια, λεπτότητα και έλεγχο» έλεγε ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Μπόιντ Τόνκιν. «Και αυτό επιτυγχάνεται τόσο από τη Χαν Κανγκ όσο και από την εντυπωσιακή μετάφραση της Ντέμπορα Σμιθ».

Ο τελευταίος έπαινος δεν οφειλόταν σε ανέξοδη μεγαλοψυχία. Το βραβείο, από εκεί που στα προηγούμενα έντεκα χρόνια της ζωής του απονεμόταν αποκλειστικά στον συγγραφέα, πλέον προσφέρει τις 50.000 στερλίνες του εξ ημισείας και στον μεταφραστή. «Πιστεύουμε ότι αυτό το παράξενο και ιδιοφυές βιβλίο βρήκε την απολύτως κατάλληλη φωνή στα αγγλικά» έλεγε ο Τόνκιν επιδοκιμάζοντας την 28χρονη Σμιθ που ξεκίνησε να μαθαίνει κορεατικά επτά χρόνια πριν. Το κέρδος της, ωστόσο, δεν ήταν η μόνη αλλαγή στο καταστατικό του βραβείου: από διετές έγινε ετήσιο, ενώ αντί για το σύνολο του έργου ενός συγγραφέα πλέον βραβεύει ένα επιλεγμένο έργο. Παλιότεροι νικητές ήταν ο Ούγγρος Λάζλο Κραζναχορκάι (πέρυσι), ο Φίλιπ Ροθ, η νομπελίστρια Αλις Μανρό, ο Ισμαήλ Κανταρέ. Φέτος, η Χαν Κανγκ είχε να αντιμετωπίσει τον Ορχάν Παμούκ (και το «Κάτι παράξενο στο μυαλό μου –στα ελληνικά από την Ωκεανίδα), τον Κινέζο Γιαν Λιάνκε («The four books»), τον Χοσέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα από την Ανγκόλα («A general theory of oblivion»), τον Αυστριακό Ρόμπερτ Ζεετχάλερ («A whole life») και την ιταλίδα συγγραφέα-φάντασμα Ελενα Φεράντε («The story of the lost child»).

Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ. Τελικά προτιμήθηκε ομόφωνα η ιστορία μιας γυναίκας που παίρνει μια απλή απόφαση, αλλά συγκρούεται με τις άκαμπτες δομές, απαιτήσεις και επιβολές μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Χαν Κανγκ αφηγείται την αναμέτρηση σε τρεις πράξεις, με ένα στυλ άλλοτε λυρικό, άλλοτε, κατά τα λεγόμενα του προέδρου Τόνκιν, σωματικά επώδυνο. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο βιβλίο της «Human Acts» ξεκινά με μια αποτρόπαιη περιγραφή της σφαγής των φοιτητών που το 1980 διαδήλωναν κατά της χούντας στην πόλη Κουαντζού. Η Κανγκ ήταν δώδεκα χρονών όταν έμαθε το γεγονός από μερικές φρικιαστικές φωτογραφίες που τη σημάδεψαν για πάντα. Δεν θα τις ξεχνούσε ακόμα και όταν σπούδαζε κορεατική λογοτεχνία ή έκανε το ντεμπούτο της με μια ποιητική συλλογή το 1993, πριν ακολουθήσουν και κάμποσες με διηγήματα. Πλέον είναι πολύ δημοφιλής στην πατρίδα της, ενώ εσχάτως συζητιέται και στη Βρετανία, παρόλο που η «Χορτοφάγος» γράφτηκε δέκα χρόνια πριν. «Είναι παράξενο να βραβεύεσαι για ένα βιβλίο τόσο παλιό» δήλωνε στη σκηνή του Μουσείου Βικτωρίας και Αλβέρτου. «Θα ήθελα να μοιραστώ τη χαρά με την οικογένεια και τους φίλους μου, αυτή τη στιγμή όμως μάλλον κοιμούνται βαθιά στην Κορέα».