Πριν από αρκετά χρόνια σ’ ένα διεθνές συνέδριο, όπου μετείχα με θέμα το αρχαίο θέατρο, ένας υπερφίαλος, αν θυμάμαι καλά, γερμανός προφεσόρος χωρίς να προκληθεί άρχισε να καταφέρεται εναντίον των ελλήνων επιστημόνων πως τάχα διεκδικούν και επαίρονται για τους αρχαίους Ελληνες ενώ, έλεγε, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι κτήμα της ανθρωπότητας. Μόλις τελείωσε σκουπίζοντας τους αφρούς του, ζήτησα και έλαβα τον λόγο και μέσα σε γενική εναντίον του ιλαρότητα ισχυρίστηκα πως ναι, διεκδικούμε την αρχαία, ιδίως την τραγική και αριστοφανική κληρονομιά, με ένα και μόνο ατράνταχτο επιχείρημα: 2.500 χρόνια κάνουμε ακριβώς τα ίδια λάθη, έχουμε ακριβώς τα ίδια ελαττώματα, υποπίπτουμε στις ίδιες αμαρτίες ακριβώς όπως οι τραγικοί ήρωες και οι κωμικοί πολίτες και πολιτικοί των αρχαίων ελλήνων ποιητών.

Αν μάλιστα ο συνάδελφος καθηγητής ισχυριστεί πως το ίδιο συμβαίνει με τους συμπατριώτες του, πράγμα με το οποίο θα συμφωνήσω, θα του επισημάνω πως πρόκειται περί πολιτιστικής μιμήσεως, αφού ο δικός μας λαός προηγείται περίπου 1.500 χρόνια! Και βέβαια δεν είναι μόνο οι αρχαίοι συγγραφείς που αποτυπώνουν στα έργα τους –δραματικά, κωμικά, φάρσες και σάτιρες –τα ελαττώματα του λαού μας αλλά και οι νεότεροι συγγραφείς μας από την κρητική περίοδο του θεάτρου, την επτανησιακή έως τις μέρες μας.

Οπως ο μέγας Σαίξπηρ δογμάτισε, το θέατρο είναι ο καθρέφτης όπου η κοινωνία βλέπει το πρόσωπό της. Και το ελληνικό θέατρο, διαχρονικά, επιβεβαιώνει συνεχώς το σαιξπηρικό δόγμα. Οταν κάποιοι εθνοκάπηλοι ηλίθιοι αμφισβητούν πως ο λαός μας κάνει, όπως κάθε λαός εξάλλου, το ένα λάθος πάνω στο άλλο, δεν έχουμε παρά να θυμίσουμε τη συμβουλή τού επίσης μεγάλου Γκόγκολ που έλεγε στον πρόλογο του «Επιθεωρητή»: «Αν δεν σου αρέσει το μούτρο που βλέπεις στον καθρέφτη, μη σπας τον καθρέφτη. Βάλ’ τα με το μούτρο σου!».

Σκοπός του θεάτρου είναι να δούμε τα μούτρα μας, να τα σιχαθούμε, να ντραπούμε και να τα αλλάξουμε. Η Ιστορία δυστυχώς διδάσκει πως ο άνθρωπος δεν διδάσκεται και δεν αλλάζει χούι.

Ας κάνουμε λοιπόν μια εκδρομή στο νέο ελληνικό θέατρο εκκινώντας από την ανακήρυξη της Ελλάδας ως ελεύθερου κράτους. Δεν εκκινώ από την Κρήτη και τα Επτάνησα μήπως κάποιοι επιπόλαιοι ισχυριστούν πως η δραματουργία τους οφείλει, ως είναι ακριβές, τα θέματά της, άρα και τους αρνητικούς χαρακτήρες της, στα δυτικά, κυρίως ιταλικά, κοινωνικά πρότυπα.

Ας αναζητήσουμε λοιπόν αυθεντικούς ιθαγενείς έλληνες τροφοδότες της νεοελληνικής κωμωδίας, και ας αρκεστούμε σήμερα στα κοινωνικά ελαττώματα που καθρεπτίζονται στον καθρέφτη του ελληνικού θεάτρου.

Και μόνο οι τίτλοι των πρώτων νεοελληνικών κωμωδιών γύρω στα 1830, των έργων του Βυζάντιου και του Χουρμούζη θα αρκούσαν: «Βαβυλωνία», «Σινάνης», «Τυχοδιώκτης», «Χαρτοπαίκτης», «Δημόσιος Υπάλληλος» κ.τ.λ.

Και μη προς έκπληξιν που αναφέρω τον «Δημόσιο Υπάλληλο» ως κοινωνικό χαρακτήρα. Ο Χουρμούζης περιγράφει με έντονα σατιρικά γνωρίσματα ένα κοινωνικό υβρίδιο, υπερφίαλο, τυραννικό, άπληστο, τρωκτικό σε μια κρατική οντότητα όπου ο υπάλληλος προϋπάρχει του κράτους!!

Στα πρώτα θεατρικά έργα πολιτικής και κοινωνικής κριτικής θα συναντήσει κανείς προικοθήρες, δωροδοκούμενους υπαλλήλους, αστοιχείωτους αστυνόμους, κλέφτες του δημοσίου χρήματος, χαρτοκλέφτες διπλωμάτες, κλεπταποδόχους ιερωμένους, εργολάβους με υπερτιμημένους προϋπολογισμούς, απατεώνες του «στρίβειν διά του αρραβώνος» κ.λπ.

Ολα τα τρωκτικά που ξεμπροστιάζει ο Γκόγκολ στον «Επιθεωρητή» σε μια αργυρώνητη υπαλληλία, στην Ελλάδα θριαμβεύουν πριν καν δημιουργηθεί κρατικό σύστημα. Η δεύτερη γενιά κωμωδιογράφων γύρω στα 1840-1860 διευρύνει το φάσμα της κοινωνικής παθογένειας.

Ο Ραγκαβής, ο Αγγελος Βλάχος, ο Σοφοκλής Καρύδης προσθέτουν στην τοιχογραφία τον επαρχιώτη ματσωμένο που εξαγοράζει φτωχές κοπελίτσες, τον πολιτικάντη που υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια, τον μικροαπατεώνα που ζει με δανεικά και αγύριστα, τον ένστολο θυρωρό της ξένης πρεσβείας που παίζει τον πολύφερνο γαμπρό, τον υποψήφιο βουλευτή που απαιτεί έναντι προσεχώς εκδουλεύσεων κότες και αρνιά στην αυλή του, τον παραχαράκτη, τον μεσάζοντα, τον προξενητή ανόμων συνευρέσεων και τον πλαστογράφο, τον αρχαιοκάπηλο κ.τ.λ. Δεν είναι τυχαίο ότι το ελληνικό θεατρικό «τερατάκι», η επιθεώρηση, κατόρθωσε να αλλάξει τελείως την ευρωπαϊκή της ταυτότητα, τη μουσικοχορευτική πανδαισία σε ένα καθαρό πολιτικό σατιρικό ιδίωμα μοναδικό σχεδόν παγκοσμίως.

Η επιθεώρηση σατίρισε και συχνά, όταν το επέτρεπαν οι λογοκρισίες, ονομαστί το πολιτικό σύστημα και τους φορείς του. Παράλληλα το άλλο θεατρικό μας «τερατάκι», το κωμειδύλλιο, σατίρισε τους νεόπλουτους, τους σνομπ, τους ψευτοσπουδαίους που μαϊμούδιζαν τα ευρωπαϊκά ήθη, τους πολιτικούς μεσάζοντες, τους χρεοκόπους, τους εκβιαστές καταστάσεων, συνειδήσεων, κυβερνήσεων. Τώρα στο γέρμα του αιώνα, μετά τον εξευτελισμό του πολέμου 1897 και πριν από το Γουδή, όπου όπως έγραφε ο Παλαμάς στη «Φλογέρα του Βασιλιά» «σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα» (και να ‘ταν η τελευταία φορά!!). Ο Ξενόπουλος, ο Μελάς, ο Παντελής Χορν πλουτίζουν την πινακοθήκη των απατεώνων με τους φανφαρόνους της γλωσσικής ηλιθιότητας, με τα λαμόγια της πολιτικής ίντριγκας και της διαπλοκής, με τους μικροαπατεώνες των νόθων ηθών και τους αργυρώνητους κοινοτικούς άρχοντες.

Ο Καγιάς, ο Λιδωρίκης, ο Κουνελάκης και σε λίγο χρόνο μετά ο Ψαθάς, ο Ρούσσος, οι Σακελλάριος – Γιαννακόπουλος, οι Τσιφόρος – Βασιλειάδης, ο Γιαννουκάκης, οι Γιαλαμάς – Πρετεντέρης, όλοι αυτοί που εφηύραν το άλλο «τερατάκι», τη φαρσοκωμωδία, χαρτογράφησαν τους εργολάβους που γέμισαν την Ελλάδα με τούβλα, τους μεσάζοντες, τους μαυραγορίτες, τους ψεύτες της πολιτικής τράπουλας, τους κλέφτες επιχειρηματίες, τους δωσίλογους πολιτικούς, τους καταδότες της Κατοχής, τους συνεργάτες της χούντας πριν από τη χούντα, τους ηθικολόγους μικροαστούς, τους νταβατζήδες και τους καλπονοθευτές.

Ακολούθησε η γενναία γενιά που επωάστηκε κάτω από τα φτερά του Καμπανέλλη, μια σπουδαία συγγραφική ομάδα που μίλησε με τόλμη, αποκαλυπτικά και με το νυστέρι βαθιά στα κοινωνικά καρκινώματα για κλέφτες, ψεύτες, απατεώνες, προδότες, επίορκους, ψευδοπροφήτες, χαρισματικούς πολιτικούς απατεώνες, λαμόγια, λουμπίνες, πράκτορες ξένων συμφερόντων, προδότες ιδεωδών, βασανιστές, κλεπταποδόχους, προσκυνημένους, ξενομανείς και εθνοκάπηλους, λαοπλάνους και μισέλληνες.

Από τον Φιάκα στον Φον Δημητράκη και στον Φαταούλα και στο Στραβόξυλο.

ΥΓ: Στην περασμένη επιφυλλίδα ο δαίμων του τυπογραφείου έγραψε ενδελέχεια αντί εντελέχεια, τον αριστοτελικό όρο που σημαίνει τη νομοτέλεια μέσα στο τέλος υπάρχει η αρχή.