Ουδείς όμως ήταν σε θέση να απαντήσει πόσο περισσότερο μπορεί να γίνει γνωστό διεθνώς ένα ζήτημα για την υποστήριξη του οποίου έχουν συσταθεί ήδη 17 επιτροπές από την Αυστραλία έως τον Καναδά, έχουν πάρει θέση δημοσίως προσωπικότητες από τον χώρο του θεάματος που επηρεάζουν την κοινή γνώμη –ανάμεσά τους οι Τζορτζ Κλούνι, Στίβεν Φράι, Λίαμ Νίσον, Τομ Χανκς, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Τζούντι Ντεντς και Ιαν ΜακΚέλεν –και για το οποίο έχει εκδώσει ψηφίσματα ο ΟΗΕ και η UNESCO έχει αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή. Ούτε να εξηγήσει πώς αυτή η διεθνοποίηση μπορεί να επηρεάσει τους δικαστές υπέρ του ελληνικού αιτήματος.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΛΑΜΟΥΝΤΙΝ. Για ποιο λόγο, εξάλλου, ο κίνδυνος να χάσει τη δικαστική διαμάχη η Ελλάδα αντιμετωπίζεται χωρίς δέος πλέον, ενώ πριν από λίγους μήνες ήταν ουσιαστικά η αιτία την οποία επικαλούνταν το ΥΠΠΟ αλλάζοντας τακτική σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση και αφήνοντας στα αζήτητα την 141 σελίδων ακριβοπληρωμένη, όπως λέγεται, αναφορά του δικηγορικού γραφείου με το οποίο συνεργάζεται και η Αμάλ Αλαμουντίν – Κλούνι μέσω της οποίας προτεινόταν η προσφυγή της Ελλάδας στη Δικαιοσύνη; Η δημιουργική ασάφεια φαίνεται πως είναι το κλειδί για αυτή τη μεταστροφή, αν κρίνει κάποιος με βάση την απάντηση του έλληνα υπουργού: «Καθώς δεν υπάρχουν σαφείς κανόνες που αφορούν το θέμα της επιστροφής θησαυρών που αφαιρέθηκαν από διάφορες χώρες, δεν υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη νομική βάση», αν και παραδέχθηκε –σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα –τον κίνδυνο τα δικαστήρια να εκδώσουν αρνητική ετυμηγορία, γεγονός που θα καταστρέψει τις πιθανότητες επιστροφής των αρχαίων έργων τέχνης στην Αθήνα και τη συνένωσή τους με το εξαιρετικό μνημείο που κάποτε κοσμούσαν.