Αλεξάνδρα Κριεζή (1880-1977). Κόρη του Στέφανου Δραγούμη, αδελφή του Ιωνα Δραγούμη, γυναικαδέλφη του Παύλου Μελά, σύζυγος σε δεύτερο γάμο του ναύαρχου Αντωνίου Κριεζή, εγγονού του υδραίου αγωνιστή του ’21. Με τόσο «βεβαρημένο» μεγαλοαστικό μητρώο μάλλον δεν εκπλήσσει ότι συνελήφθη στα Δεκεμβριανά, μαζί με μια κόρη της, από την Πολιτοφυλακή και οι δυο τους κρατήθηκαν όμηροι από τον ΕΛΑΣ για 23 ημέρες. Το χρονικό της ομηρείας τους («Μια μαρτυρία από τον Εμφύλιο», Εστία) περιγράφει την εφιαλτική οδοιπορία τους μαζί με δεκάδες άλλους ομήρους προς τη Θήβα, όπου όμως δεν τελείωσε η οδύσσεια των δύο γυναικών: τις περίμεναν ακόμη χειρότερα στο ταξίδι της επαναφοράς τους στην Αθήνα για μια ανταλλαγή που, μέσα στην αναμπουμπούλα των μαχών, δεν έγινε, ώσπου μάνα και κόρη κατόρθωσαν τελικά να δραπετεύσουν. Είναι το συγκλονιστικότερο ντοκουμέντο που έχω διαβάσει για τα πάθη «της άλλης πλευράς» στον Εμφύλιο. Το πιο τραγικό είναι ίσως ότι η Αλεξάνδρα Κριεζή, ζώντας το δικό της δράμα, ανησυχούσε για τον ηλικιωμένο άνδρα της και την άλλη κόρη της (την πρωταθλήτρια του τένις Φαίνη Ξύδη), χωρίς να ξέρει ότι είχαν στο μεταξύ εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ.

Παρά την αισθητή κοινωνική προκατάληψη, ίσως και έπαρση, της συγγραφέως η αναφορά της έχει εντυπωσιακή διαύγεια, που αναδεικνύει το βαθύ ταξικό ρήγμα και μίσος της εποχής. Η Κριεζή σημειώνει π.χ. ότι «άπειροι μανάβηδες, μπακάληδες, γαλατάδες της Κηφισιάς φορούσαν στολήν και ήσαν ωπλισμένοι», ενώ ακόμη και στην κηδεία του άνδρα της, δύο μήνες αργότερα, ακούει γυναίκες από τα γειτονικά μπαλκόνια να λένε «με ύφος χλευαστικόν» και γελώντας πως θα υπάρχουν τώρα πολλά τέτοια «πάρτι». Πέρα όμως από τις αναίτιες εκτελέσεις δεν μπορεί να μη μας βάλουν σε σκέψεις οι περιγραφές για τη βάρβαρη συμπεριφορά των επικεφαλής Ελασιτών (με μία εξαίρεση) προς τους κρατουμένους. Επειτα από μια τέτοια επίδειξη αγριανθρωπισμού ο ελασίτης φρουρός της Κριεζή τής ψιθυρίζει: «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα μας κυβερνήσουν αύριο».

Απόδραση σ’ ένα εξωτικό ερημονήσι: το κλισέ της μικροαστικής ρομαντικής φαντασίας, το μοτίβο αναρίθμητων ελαφρών και ελαφρολαϊκών ασμάτων παλαιόθεν. Αλλά τα κλισέ εξελίσσονται. Μας το δείχνει ο Δημήτρης Σωτάκης με το όγδοο μυθιστόρημά του, «Ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» (Κέδρος). Η «φλογερή επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου να γίνει αυτό που έχει ονειρευτεί και να ζήσει αυτό που πεθύμησε», σύμφωνα με την εμπνευσμένα λυρική διατύπωση του δελτίου Τύπου, θέλει μια μοντέρνα πινελιά στο ερημονήσι. Ας πούμε –ναι, το μαντέψατε! –ένα σούπερ μάρκετ. Ερήμην πελατείας, εννοείται, αλλά αυτή ακριβώς είναι η νοστιμιά της ιδέας, βγαλμένης κατευθείαν από την αισθητική του φωτομοντάζ και των σύγχρονων σουρεάλ διαφημίσεων.

Φυσικά (αφού μιλάμε για κλισέ), ο ερημίτης θα συναντήσει στο ερημονήσι του και μια ωραία ύπαρξη. Οχι ακριβώς γυναίκα ή έστω γοργόνα αλλά (μιλάμε για εξελιγμένα κλισέ) μια θαλάσσια αρκούδα, είδος ανύπαρκτο βέβαια, αλλά μήπως γνωρίζει εμπόδια η μεταμοντέρνα φαντασία του σύγχρονου ανθρώπου, όταν μάλιστα τυγχάνει λογοτέχνης και επιπλέον ήταν φαν, όπως πρέπει να υποθέσουμε, του Μπομπ του Σφουγγαράκη; Με αυτό το τσαχπίνικο πλάσμα, που έχει και ανθρώπινη λαλιά, ο ήρωας του Σωτάκη θα κάνει σεξ, δυστυχώς δεν μαθαίνουμε πώς. Κατά τα άλλα το μυθιστόρημα συνιστά άθλο. Ο συγγραφέας του κατάφερε να γεμίσει σχεδόν διακόσιες σελίδες περιγράφοντας την κατασκευή του σούπερ μάρκετ και ένα προς ένα τα ιδιότυπα εμπορεύματά του. Α, παραλίγο να το ξεχάσω: διακόσιες σελίδες είναι όλο το μυθιστόρημα…