Τα πάθη και τα παιχνίδια του έρωτα συνδυάζει στις «Ιδιοτροπίες της Μαριάννας» («Les Caprices de Marianne», 1833) ο γάλλος ρομαντικός ποιητής και συγγραφέας Αλφρέ ντε Μισέ (Alfred de Musset, 1810-1857). Ο ίδιος άλλωστε χαρακτήρισε το έργο του κωμωδία, αν και στην ουσία πρόκειται για ένα δράμα –με εκατέρωθεν αρετές.

Ο Μισέ, ο οποίος ξεχώρισε νωρίς με το πνεύμα και τις γνώσεις του, σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του για να στραφεί στη λογοτεχνία, οπότε και άρχισε να συναναστρέφεται ποιητές. Τα πρώτα ποιήματα δεν άργησαν να δημοσιευθούν. Ωστόσο, η τάση του προς το αλκοόλ και τον έκλυτο βίο (τον καθόρισε η σχέση του με τη Γεωργία Σάνδη) υπερίσχυσαν του ταλέντου του: πέθανε μόλις 46 χρόνων. Από τα έργα του ξεχώρισαν, εκτός από τις «Ιδιοτροπίες…», τα «Λορεντζάτσιο», «Δεν παίζουμε με τον έρωτα».

Με την ευαίσθητη και λυρική του γραφή εξήρε τον έρωτα, την αγνότητα, τα συναισθήματα, εκφράζοντας με συγκίνηση και λεπτό χιούμορ τις ερωτικές αναταράξεις μιας νεότητας που πάλλεται και ασφυκτιά. Παράλληλα σκιαγράφησε το τοπίο μιας εποχής, πραγματικά ηττημένης. Είναι η περίοδος που ακολούθησε την έκπτωση της Γαλλικής Επανάστασης, την ήττα του λαϊκιστή Ναπολέοντα και τα δεινά σε όλη την Ευρώπη.

Η ΗΡΩΙΔΑ. Στις «Ιδιοτροπίες…» εύκολα κανείς εντοπίζει τα αντισυμαβτικά έως και τολμηρά χαρακτηριστικά ενός έργου που εποχικά ανήκει στον ρομαντισμό. Ισως γι’ αυτό ο κλασικός Μισέ είναι τελικά σύγχρονος. Απόδειξη, η νεαρή Μαριάννα, κεντρικό πρόσωπο στην παράσταση: αθώα, συντηρητική και συγχρόνως ελεύθερη, προκλητική, άρα αντιφατική, η νεαρή ηρωίδα μετατρέπεται σε μοιραίο πρόσωπο. Παντρεμένη με έναν μεγαλύτερο άνδρα, εναντιώνεται με σθένος στον έρωτα ενός νεαρού, όπως αυτός εκφράζεται μέσα από έναν μεσάζοντα, στου οποίου τελικά τη γοητεία υποκύπτει, χωρίς ανταπόκριση.

Ως προς το ίδιο το έργο, αξίζει να σημειωθεί ότι στον καιρό του παρέμεινε άπαιχτο επί μακρόν, ενώ ζητήθηκε από τον συγγραφέα να αυτολογοκρίνει τον τολμηρό ερωτισμό που το διέκρινε. Να όμως που οι «Ιδιοτροπίες…» στάθηκαν η έμπνευση για μια από τις καθοριστικές ταινίες όλων των εποχών: τον «Κανόνα του Παιχνιδιού» (1939) του Ζαν Ρενουάρ (Jean Renoir).

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος μοιάζει να επέλεξε το έργο μέσα από το δίπολο που τον χαρακτηρίζει στη συνολική σκηνοθετική του δουλειά: την αθωότητα με την οποία αντιμετωπίζει το θέατρο για παιδιά και την αυστηρή διεισδυτική ματιά με την οποία σκηνοθετεί το ρεπερτόριο των ενηλίκων.

Αν και η παράστασή του δεν εμπεριέχει στίγμα τόπου και χρόνου είναι σαφές ότι ανήκει σε μια εποχή που εξακολουθεί να αιωρείται από πάνω μας. Βασικό στοιχείο η γλώσσα, στην ποιητική μετάφραση της Ξένιας Καλογεροπούλου, που δρα υποστηρικτικά στα λόγια των ηρώων –αρωγός οι ατάκες στα γαλλικά και φυσικά οι μουσικές από το πιάνο. Ετσι ο σκηνοθέτης αντέταξε τη λεπτότητα με τις βίαιες ακρότητες (στο έργο διαπράττεται δολοφονία), τα τρυφερά συναισθήματα του έρωτα με της ζήλειας τα πάθη, τις ιδιοτροπίες που από καλοκάγαθες γίνονται σκοτεινές.

Ο Μοσχόπουλος με τη σκηνοθεσία του τόνισε την ενδιαφέρουσα ειρωνεία του έργου, άφησε πίσω τη σοβαροφάνεια ενώ δεν τσιγκουνεύτηκε το (πικρό) χιούμορ. Σε αυτό το τελευταίο συνέβαλαν καθοριστικά με την ερμηνεία τους ο διαρκώς εξελισσόμενος Γιώργος Παπαγεωργίου (Οκτάβιος) και ο Τίμπια του Παντελή Βασιλόπουλου. Απολαυστική η Ξένια Καλογεροπούλου, ουσιαστική η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου. Πιο σκληρή από τη Μαριάννα, η Ηλιάνα Μαυρομάτη.