Η αρχική υπόθεσή του φαίνεται απλή: στις χώρες της Δύσης, όπως η πατρίδα του η Ολλανδία, που από ένα «χαρούμενο κοινωνικό κράτος» έφτασε σήμερα να επαινεί τον ακροδεξιό Χέερτ Βίλντερς για αρετές όπως η ευγένειά του ως συνομιλητή, ο φασισμός δεν πεθαίνει ποτέ. Κοιμάται μόνο, όπως εκείνος ο βάκιλος στην «Πανούκλα» του Αλμπέρ Καμί, καρτερώντας υπομονετικά, κρυμμένος σε έπιπλα και σεντόνια, τις συνθήκες που θα ευνοήσουν την επανεμφάνισή του. Είναι κάτι που και ο Τοκβίλ είχε αντιληφθεί, παρατηρώντας την αμερικανική κοινωνία –σε τόσο μαζικές δημοκρατίες, πίστευε ο γάλλος στοχαστής, ένας τέτοιος ιός είναι σχεδόν έμφυτος. Και είναι κάτι που σύμφωνα με τον Ρομπ Ρίμεν, τον δοκιμιογράφο και πρόεδρο του ολλανδικού φιλοσοφικού ινστιτούτου Nexus, οφείλεται και σε μια μεγάλη αμέλεια: «Ο Σωκράτης έψαχνε να βρει ποιος είναι ο σωστός τρόπος ζωής, ποια είναι η ιδανική κοινωνία» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Εμείς θέλουμε απλώς να είμαστε χαρούμενοι και όταν δεν είμαστε, παίρνουμε ένα χάπι. Τη δημοκρατία και την ελευθερία τις θεωρούμε δεδομένες, ειδικά αν πάει καλά η οικονομία. Ετσι, αγνοούμε εκείνα τα ερωτήματα παντελώς».
Ανθολογεί συνεκτικά
Στο μικρό αλλά περιεκτικό «Η αέναη επιστροφή του φασισμού», το επιχείρημά του εμπλουτίζεται και από αρκετούς ακόμη διανοητές ή συγγραφείς, που ο Ρίμεν ανθολογεί, αν μη τι άλλο, συνθετικά. Τον Νίτσε λ.χ. τον θαυμάζει σαν έναν προφήτη του 20ού αιώνα, «που αντιλήφθηκε ότι μοναδικό ανάχωμα στον μηδενισμό είναι οι οικουμενικές, υπερβατικές πνευματικές αξίες, όχι η αλήθεια του καθενός». Ο Ορτέγκα ι Γκασέτ «εντόπισε πρώτος το παράδοξο να απορρίπτεται η δημοκρατία από τον «μαζάνθρωπο», ο οποίος είναι δικό της δημιούργημα». Ο Μαξ Σέλερ υπέδειξε τα στραβά του εξισωτισμού που βασίζεται στα υλικά αγαθά («και που αν δεν επιτευχθεί, τότε ο «ριγμένος» οργίζεται»), ενώ ο Πολ Βαλερί ανέλυσε την κρίση στο ανθρώπινο πνεύμα, υπογραμμίζοντας ότι από τον πολύ θόρυβο «έχουμε την ανάγκη όλο και λιγότερο εκλεπτυσμένων μέσων για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας για έξαψη». Σύμφωνα, τέλος, με τον Πρίμο Λέβι, ο Χίτλερ εγκωμιάστηκε ώς την καταστροφή του: «Συνέβη», έχει επισημάνει ο Ιταλός, «μπορεί συνεπώς να συμβεί ξανά».
Πώς λοιπόν θα αποτραπεί; Απαιτείται άραγε εκείνος ο τύπος ηγεσίας, που επίσης θα συνθέσει και θα εφαρμόσει τις παραπάνω αρχές; Ευτυχώς όχι: κανείς δεν μπορεί να επιβάλει τίποτα, λέει ο Ρίμεν επικαλούμενος τον Μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, αποκαλυπτικό του φονταμενταλισμού που απαιτείται ώστε να εξαναγκαστεί ο κόσμος να ακολουθήσει οποιονδήποτε του το ζητήσει. Οι ηγέτες και οι ελίτ έχουν μεν ευθύνες, ο λαϊκισμός από κάθε κατεύθυνση είναι επικίνδυνος, η πραγματική μάχη όμως θα δοθεί και αλλού. «Ο Σάμιουελ Χάντιγκτον έκανε λάθος», πιστεύει. «Η σύγκρουση δεν είναι μεταξύ των πολιτισμών, αλλά μεταξύ του πολιτισμού από τη μια και από την άλλη του θρησκευτικού φανατισμού, του φασισμού και της άποψης ότι τα πάντα θα λυθούν από την επιστήμη και την τεχνολογία. Το τελευταίο ειδικά, μας κάνει να ξοδεύουμε εκατομμύρια για να βρούμε τη γέφυρα μεταξύ ανθρώπου και υπολογιστή. Είμαστε τόσο ηλίθιοι, που νομίζουμε ότι τα πάντα είναι data, data, data».
Συμβαίνει από λίγους
Rob Riemen
Η αέναη επιστροφή του φασισμού
Μτφ. Αλεξάνδρα Ζώη / Art and Language
Εκδόσεις Πατάκη 2015, Σελ. 96
Τιμή: 5,70 ευρώ