Αν κάτι έχει σταθεροποιηθεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αυτό είναι η κακή μας φήμη. Οχι ακριβώς μια ευρωπαϊκή χώρα, αλλά μάλλον ο αυθάδης ξάδερφος της Ευρωπαϊκής Ενωσης που όλο μπλέκει σε μπελάδες και όλο κάποιος τρέχει ξωπίσω του για να τον βοηθήσει (φυσικά με το αζημίωτο), η Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, διαθέτει μονάχα ένα σημαντικό προϊόν προς εξαγωγή: τον κινηματογράφο της. Με την κρίση ως δεδομένο, το ελληνικό σινεμά βρήκε μέσω της αναγνώρισής του στο εξωτερικό μια διέξοδο προς θέματα δύσκολα από άφοβους σκηνοθέτες, έτοιμους να επενδύσουν χρόνο και ταλέντο (πολλές φορές και χρήμα –δικό τους χρήμα) σε ιδέες και θέματα που παλαιότερα συναντούσαν την αδιαφορία των παραγωγών.

Ετσι, ο Πάνος Χ. Κούτρας βλέπει την «Xenia» του να προβάλλεται πανευρωπαϊκά και ο Γιάννης Οικονομίδης (που έκανε πρώτος το μεγάλο άνοιγμα με την προβολή της «Ψυχής στο στόμα» στις Κάννες το 2005) το «Μικρό ψάρι», μια συμπαραγωγή Γερμανίας, Κύπρου και Ελλάδας, να διαγωνίζεται στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Στο ίδιο Φεστιβάλ, η ταινία του Αθανάσιου Καρανικόλα «Στο σπίτι» συγκίνησε δίχως να καταφύγει σε φτηνές παραχωρήσεις (βοήθησε και η υπέροχη Μαρία Καλλιμάνη), ενώ το 2015 μοιάζει να είναι και πάλι η χρονιά μας: η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη κέρδισε στην αρχή της εβδομάδας το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου το περασμένο Σαββατοκύριακο και ο Γιώργος Λάνθιμος κατέκτησε για τα καλά τη θέση του στο διεθνές φιλμικό στερέωμα μετά το σουξέ του «Αστακού».

Οι δύο τελευταίοι σκηνοθέτες δεν εμφανίζονται τυχαία στην ίδια πρόταση καθώς έχουν ήδη συνεργαστεί πολλές φορές (ο Λάνθιμος εμφανίζεται στο «Attenberg» της Τσαγγάρη, η οποία και ήταν συμπαραγωγός σε τρεις μέχρι τώρα ταινίες του) ενώ έναν μόλις χρόνο μετά το βραβείο του Λάνθιμου στις Κάννες για τον «Κυνόδοντα» το 2009 η Τσαγγάρη έσκιζε στο Φεστιβάλ Βενετίας με το «Attenberg» που βραβεύτηκε για την ερμηνεία της Αριάν Λαμπέντ από έναν περιχαρή Κουέντιν Ταραντίνο (πρόεδρος, τότε, της κριτικής επιτροπής). Αυτές οι δύο βραβεύσεις ήταν αρκετές για να αρχίσουν μια συζήτηση στον διεθνή Τύπο, με επίκεντρο το νέο ελληνικό κινηματογραφικό κίνημα. Το οποίο και ονομάστηκε «Greek Weird Wave» από την «Γκάρντιαν». Επ’ αυτού ο Γιώργος Λάνθιμος, ο σκηνοθέτης ο οποίος λίγο – πολύ «χρεώνεται» αυτό το νέο ρεύμα, μου είπε παλιότερα το εξής, δίχως να έχει και πολύ άδικο: «Το ελληνικό σινεμά είναι όπως όλα τα εθνικά νομίζω, απλώς τώρα υπάρχει αυτή η τάση του να μας ανακαλύψουν. Και σίγουρα τούς αρέσει ο συσχετισμός της οικονομικής κρίσης.Μόνο που η κατάσταση στο ελληνικό σινεμά ήταν πάντα έτσι, και κάποιες ελληνικές ταινίες είχαν ήδη ξεκινήσει να βγαίνουν προς τα έξω τα τελευταία χρόνια. Απλώς είναι βολικό το πακετάρισμα τώρα με την οικονομική μας κατάσταση».

ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ. Πέρα από την εθνικότητα βέβαια, οι ταινίες μοιράζονται κάποιες συμβάσεις: έχουν γυριστεί μετά πόνου. Οι κρατικές παροχές άλλωστε είναι ανύπαρκτες και συνήθως μιλάμε είτε για εντελώς ανεξάρτητες παραγωγές (με κάποια ψίχουλα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου να καλύπτουν τα όποια κενά) είτε για συμπαραγωγές με εταιρείες του εξωτερικού, σαν τη γερμανική Match Factory. Με άλλα λόγια, επειδή δεν υπήρχε σύστημα για να δουλέψει, οι σκηνοθέτες έδρασαν αυτοβούλως και τα αποτελέσματα το αποδεικνύουν. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως μόνο αυτοί οι σκηνοθέτες αξίζουν μια διεθνή αναγνώριση, γιατί μπορώ άνετα να φέρω στον νου μου πέντε – έξι ονόματα σπουδαίων ελλήνων σκηνοθετών που δεν έτυχε να παίξουν ιδιαίτερα με τα μέτρα των διεθνών φεστιβάλ και οι αμιγώς ελληνικές ταινίες τους άφησαν σήμερα ένα βαθύ αποτύπωμα στον ελληνικό κινηματογράφο που δεν πρόκειται να ξεχαστεί (ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε τους Νίκο Γραμματικό, Γιώργο Γεωργόπουλο).

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Ας πούμε τώρα πως τα ζητήματα της οικογένειας, όπως αυτά θίγονται στις ταινίες «Κυνόδοντας», «Αλπεις», «Attenberg» και «Miss Violence», άπτονται της ελληνικής πραγματικότητας καθώς ο θεσμός της εδώ παραμένει σε πρώτο –κοινωνικό –πλάνο. Αν όμως προβάλω τον «Κυνόδοντα» σε έναν θεατή της Απω Ανατολής και τον ρωτήσω τι εθνικότητας είναι η ταινία που παρακολουθεί θα μπορέσει να μου δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση; Ομοίως, αν του δείξω τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου ή τον «Μπαλαμό» του Σταύρου Τορνέ θα τον δυσκολέψω ή θα τον διευκολύνω; Δεν λέω πως κάθε ήρωας ελληνικής ταινίας οφείλει να φοράει τσαρούχια. Αλλά υπάρχουν και σκηνοθέτες που δεν κινήθηκαν βάσει μιας διεθνούς (φεστιβαλικής) προοπτικής, με ταινίες που δεν φοβούνται να πουν δυο λόγια παραπάνω, που δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε καν την «επιτυχία» ή την «αποτυχία» τους.

Το ερώτημα που προκύπτει, σαφές: απευθύνονται στους έλληνες θεατές οι ταινίες αυτού του νέου κύματος; Η απάντηση φαντάζομαι θα δοθεί στις αίθουσες αυτούς τους μήνες. Και βάζοντας στην άκρη τις διεθνείς διακρίσεις και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο των βραβευμένων κινηματογραφιστών, ξέρεις πολύ καλά πως μια εθνική κινηματογραφία πλησιάζει το τέλος της ακμής της όταν χάνει την πολυμορφία της.