Ο σεισμός του 1999 ήταν η αιτία που έφυγα αναγκαστικά από την πιάτσα των ατελιέ στη Μιχαήλ Βόδα, και βρέθηκα εδώ, στην οδό Πειραιώς, στο Μοσχάτο, όπου άλλοτε στεγάζονταν τα γραφεία και οι αποθήκες της επιχείρησης του πατέρα μου (σ.σ.: ψυγεία τροφίμων). Ηταν τόση η στενοχώρια από τις ζημιές του σεισμού που όταν ήρθα εδώ ένιωσα ανακούφιση. Μου φαινόταν σαν να βρισκόμουν στην Εδέμ. Ηταν πρωτόγνωρο το ότι είχα στη διάθεσή μου τόσο μεγάλη επιφάνεια, αν και σήμερα έχω μόνο τον μισό χώρο. Τον θεώρησα υπερβολικό για προσωπική χρήση κι έτσι αποφάσισα να οργανώνω με τη βοήθεια φίλων μεγάλες ομαδικές εκθέσεις. Του έδωσα και όνομα. Τον βάφτισα «Λιθογραφείο οδού Πειραιώς» επειδή ο Νίκος Στεφάνου μού έδωσε την πρέσα που κρατούσε για χρόνια διαλυμένη κάτω από το κρεβάτι του και τη χρησιμοποιούσαν στο ατελιέ της Καλλιθέας με τον Βασίλη Σπεράντζα και τον Αλέκο Φασιανό, πάνω στην οποία μάλιστα υπάρχει η πέτρα μίας από τις πρώτες λιθογραφίες του Αλέκου.

Ο χώρος αυτός αποτελεί για μένα καταφύγιο ζωής. Εδώ μέσα έχω κάνει τα μεγαλύτερα ξενύχτια και τους καλύτερους ύπνους. Είναι ο χώρος που ενεργοποιεί τον μηχανισμό της ανησυχίας μου. Βασικό στοιχείο αποτελεί η βιβλιοθήκη μου, η έντυπη πινακοθήκη μου, που μου δίνει τα εναύσματα, καθώς η πρώτη άυλη σύνθεση ενός έργου γίνεται από το παρελθόν. Είναι όπως η μαγιά την οποία πρέπει να ξαναζυμώσεις. Γι’ αυτό και θεωρώ τη βιβλιοθήκη ως το στρατηγείο και το ζυμωτήριό μου.

Για τον ζωγράφο το εργαστήριο είναι κάτι σαν το ιγκλού του. Αποτελεί την οικοσκευή της τέχνης του. Δεν είναι χώρος με προσδοκίες επιβίωσης και αναψυχής, αλλά κατοικίας και προστασίας. Είναι η ασπίδα του προς τον έξω κόσμο. Αν ετοιμαστεί κάτι καλό, σπανίως, ανοίγει και η πόρτα προς τα έξω. Κι αυτό συμβαίνει όταν ξαναμπαίνω στο εργαστήριο ως θεατής, βλέπω το έργο και πιστεύω ότι θα άξιζε να το δει και κάποιος άλλος. Οταν αισθάνομαι ότι δεν πήγε χαμένος ο χρόνος μου. Ελεγκτής μου είναι και το φως της ημέρας, διότι μου έχει μείνει η συνήθεια από το Παρίσι να δουλεύω με τεχνητό φως.

Οταν ζωγραφίζω δεν περνάει κανείς την πόρτα. Κλείνω τα αφτιά μου. Είναι σαν να περνάω μέσα από έναν καθρέφτη και ζω σε έναν άλλον κόσμο. Βρίσκομαι σε διαρκή εγρήγορση. Την ώρα εκείνη τα μέσα είναι επουσιώδη, γι’ αυτό και δεν δένομαι με τα εργαλεία. Ποτέ δεν αγάπησα για παράδειγμα τα πινέλα μου. Δεν είναι άλλωστε το πινέλο που έβαλε το βλέφαρο στην «Τζοκόντα».

ΑΘΗΝΑ – ΠΑΡΙΣΙ. Με τους χώρους δένομαι κι ας διατηρώ δύο εργαστήρια, ένα στην Αθήνα κι ένα στο Παρίσι. Θα ήθελα πολύ να υπάρχει ένας μαγικός τρόπος, να ανοίγω την πόρτα της αυλής και να βρίσκομαι από το ένα στο άλλο. Οταν αναγκάστηκα να επιστρέψω το εργαστήρι που μόλις είχα οργανώσει στο Παρίσι, έπαθα ένα μικρό έμφραγμα, τόση ήταν η στενοχώρια μου. Τα σπίτια που δεν με μαχαίρωσαν με συγκινούν, διότι οι τοίχοι τους εκπέμπουν πάντα τις σκιές μας. Δεν έχει όλο αυτό να κάνει με τη σημαντικότητα του χώρου, αλλά με ό,τι μένει στο πίσω μέρους του μυαλού μας.

Οταν περνάω φάση καθαριότητας, πετάω, σκίζω έργα. Μένουν όμως πάντα και τα χωλά, τα ανάπηρα παιδάκια μας, εκείνα που στο τέλος μπορεί να αποτελέσουν έδαφος για ένα νέο έργο. Γενικά όμως δεν είμαι άνθρωπος της τάξης, αλλά μέσα στο χάος βρίσκω αυτό που ψάχνω. Δεν είναι εύκολο να αποχωριστείς όλα αυτά που συνθέτουν τη σκόνη της ζωής σου, διότι ένα απόκομμα, ένα βιβλίο, μια φωτογραφία μπορεί να αποτελέσει το φιτίλι για κάτι νέο. Αν περάσει κάποιος μερικές ώρες στο εργαστήριό μου μπορεί να μάθει πολλά πράγματα για μένα. Είναι σαν να με βλέπει με τα ρούχα της δουλειάς χωρίς να έχω καλλωπιστεί, σε μια κατάσταση ελευθερίας. Μπορεί μέσα από ίχνη, που όσο μασκαρεμένα κι αν είναι δεν μπορούν να κρυφτούν, να αντιληφθεί τις προτιμήσεις και τα πρότυπα, τις συμβάσεις και τις αναστολές μου. Στους τοίχους και στο πάτωμα βρίσκεται η συνέχεια του χαρακτήρα μας.