Οταν το πρωτοείδα τούτο το παλιό αστικό σπίτι, πριν από 30 χρόνια, ήταν μια αυλή των θαυμάτων που ζούσαν στα δωμάτιά του οκτώ οικογένειες. Το δικό μου εργαστήριο τότε ήταν λίγα μέτρα πιο κάτω, Φλαμαρίων και Ακάμαντος, κι έτσι έμαθα ότι πωλείται. Το αγόρασα σε πολύ χαμηλή τιμή διότι η γειτονιά του Θησείου ήταν ξεχασμένη, σχεδόν δεν την ήξεραν όσοι έμεναν πάνω από την Πλατεία Συντάγματος.

Ανεβαίνω κάθε πρωί στο ατελιέ μου λες και πηγαίνω στο γραφείο μου, διότι η ζωγραφική δεν είναι για μένα διασκέδαση. Παλεύω για να βγει η ιδέα. Υποφέρω. Από την άλλη μεριά όμως δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, διότι το μοναδικό πράγμα που μπορώ να κάνω στη ζωή μου είναι να ζωγραφίζω. Γι’ αυτό και δεν φεύγω εύκολα από δω. Τριγυρνάω, ακούω μουσική –από Beatles μέχρι όπερα -, διαβάζω, ασχολούμαι με τον υπολογιστή. Και όταν επιστρέφω από τις διακοπές είναι ο πρώτος χώρος στον οποίο μπαίνω. Δεν τον αγαπώ, αλλά όταν βρίσκομαι μακριά του αισθάνομαι σαν το ψάρι έξω από το νερό.

Πριν ξεκινήσω να ζωγραφίζω το έργο το έχω ήδη τελειωμένο στο μυαλό μου και μπορεί να βασίζεται σε μια ιδέα που έχω χρόνια. Οταν όμως το ολοκληρώνω, κάποιες φορές διαπιστώνω ότι δεν ήταν αρκετή η αρχική ιδέα και κάτι πρέπει να συμπληρώσω για να «ζωντανέψει», διότι στα έργα μου συνήθως υπάρχει ο διάλογος δύο διαφορετικών στοιχείων που είτε παλεύουν μεταξύ τους είτε βρίσκονται σε αρμονία, χωρίς να ξεχνώ ποτέ τη γεωμετρία.

Λειτουργώ όπως ο ποιητής, που χρησιμοποιεί λέξεις καθημερινές, αλλά ο τρόπος που τις βάζει στη σειρά είναι εκείνος που δημιουργεί το ύφος του. Ετσι κι εγώ αναπαριστώ καθημερινά αντικείμενα για να συνθέσω το δικό μου παραμύθι, που δεν έχει ανάγκη θεωρητικής υποστήριξης και επεξηγήσεων. Δεν μου αρέσουν τα μυστήρια. Τα βαρέθηκα.

Δουλεύω μόνο πρωινές ώρες, διότι έχω συνηθίσει τον φυσικό φωτισμό. Με τον τεχνητό φωτισμό δεν τα κατάφερα ποτέ. Ωστόσο, ούτε το βράδυ κάθομαι. Σχεδιάζω, καθαρίζω, κάνω δουλειές που δεν έχουν σχέση με το χρώμα, ειδικά τώρα που δεν έχω βοηθό. Παλιότερα είχα πάντα έναν άνθρωπο που με βοηθούσε να τελαρώσω τους καμβάδες, πήγαινε για τα χρώματα, μου γέμιζε τα φόντα. Και επειδή υπήρχε αυτός ο άλλος άνθρωπος, ήμουν κι εγώ υποχρεωμένος να δουλεύω κάθε μέρα, διότι κατά βάθος είμαι ένας τεμπέλης που αναγκάζεται να δουλεύει.

Δεν έχω σκίσει έργα μου όλα αυτά τα χρόνια, παρά μονάχα δυο-τρία που έβλεπα ότι δεν πάνε πουθενά. Καλό έργο για μένα είναι αυτό που ευχαριστεί τον καλλιτέχνη περισσότερο από όλα τα άλλα, κι αυτό το έχω νιώσει λίγες φορές. Είναι ελάχιστα τα έργα που έχουν βγει καλύτερα απ’ ό,τι τα περίμενα.

Αν έρθει κάποιος στο εργαστήριό μου, θα αντιληφθεί αμέσως ότι είμαι άνθρωπος της τάξης, γεγονός που ξεκινά από την παιδεία μου ως χαράκτη, όπου πρέπει να έχεις προετοιμάσει τα πάντα στην εντέλεια πριν ξεκινήσεις τη δουλειά. Παρ’ όλ’ αυτά, στην αποθήκη μου θα βρείτε από τανάλιες και κατσαβίδια μέχρι χρώματα και πινέλα, αλλά και τα εργαλεία κηπουρικής για τις γλάστρες μου μαζί με έναν κυκεώνα ασήμαντων πραγμάτων που δεν πετάω επειδή πιστεύω ότι κάποια στιγμή μπορεί να χρειαστούν. Εχει πολλή μοναξιά η ζωγραφική, αλλά δεν σε εγκαταλείπει ποτέ. Αν ήμουν υπάλληλος θα ξεχνούσα τη δουλειά φεύγοντας από το γραφείο, ενώ τώρα αν βρίσκομαι κάπου αλλού και μου έρθει μια ιδέα, δεν έχω το άλλοθι ότι το γραφείο είναι κλειστό. Ανοίγω την πόρτα κι αρχίζω να τη δοκιμάζω.

Εδώ είναι ο χώρος όπου ολοκληρώθηκα ως καλλιτέχνης και το θεωρώ το ατελιέ της ζωής μου επειδή είναι απόλυτα δικό μου, ενώ τα προηγούμενα, μόλις τα έφτιαχνα, οι ιδιοκτήτες τα ζητούσαν για ιδιόχρηση. Δεν φοβάμαι μήπως βαρεθώ τον χώρο. Ούτε την Ακρόπολη που δεσπόζει έξω από το παράθυρο φοβάμαι. Δεν με καταπιέζει διότι μπορεί να είναι ωραία ζωγραφικά, να είναι ξελογιάστρα, αλλά την αντιμετωπίζω ως τοπόσημο. Εκείνο που φοβάμαι είναι μήπως μια μέρα δεν έχω τι να πω.