Ο Καραγκιόζης είναι ένας ασιάτης γηγενής. Οι βαθιές του ρίζες είναι στις Ινδίες και στην Κίνα, ύστερα υιοθετήθηκε στην Περσία και μέσω των τούρκων δερβίσηδων μεγάλωσε μέσα στους τεκέδες ως τελετουργός των μυστικών τους τελετών. Εως που έφτασε ξέμπαρκος στο Ανάπλι ήταν παιχνίδι ή ιερός θεσμός των διανοουμένων Περσίας και Τουρκίας. Οι Τούρκοι είχαν λαϊκή φιγούρα αντιπροσωπευτική του ήθους και του ύφους τους: τον Νασρεντίν Χότζα. Ενα σπινθηροβόλο πνεύμα, πανέξυπνο, εφευρετικό με πλούσια λαϊκή φαντασία, χυμούς και ειρωνεία. Ο ξεπεσμένος τούρκικος Καραγκιόζης που ξεβράστηκε γύρω στα 1825 στο Ναύπλιο έψαχνε να βρει «σπίτι» να μείνει. Βγαίνοντας η Ελλάδα από την τουρκική δεσποτεία βρήκε πολλά δεκανίκια. Βρήκε νόμους, θεσμούς, κοινωνικές δομές και καλλιτεχνικά καλούπια από την κοντινή Ιταλία, τη Γαλλία και τα λοιπά Βαλκάνια.

Στις πρώτες χρονιές της απελευθέρωσης το Ναύπλιο, πρώτη πρωτεύουσα του κράτους, ψηλάφιζε τις πρώτες καλλιτεχνικές φόρμες βλέποντας όπερα και ιταλικές λαϊκές κωμωδίες επηρεασμένες από το θέατρο του δρόμου, ξεπεσμένο περιοδικό θέαμα της Κομέντια ντελ Αρτε.

Οταν ο Δημήτριος Βυζάντιος θέλησε να μνημειώσει την «ελληνική» (Θεέ μου, πόσο ελληνική;) Ναυμαχία του Ναυαρίνου έγραψε μια χυμώδη κωμωδία με μαύρο, κατά τη γνώμη μου, ιδεολογικό στόχο. Εβαλε σε μια λαϊκή λοκάντα να γιορτάζουν αλλά και να καβγαδίζουν για τη νίκη Ελληνες που μιλούσαν διαφορετικές ντοπιολαλιές (κρητικά, αρβανίτικα, μικρασιατικά, μωραΐτικα, ρουμελιώτικα, επτανησιακά και αρχαΐζον κοραϊκό ιδίωμα).

Η πρόθεσή του ήταν να απαξιώσει τη βαθιά αρχαιόθεν ελληνική γλωσσική ποικιλία (δωρική, αιολική, ιωνική, αρκαδική, αττική κ.τ.λ.) και να υποβάλει την ανάγκη μιας κοινής που δεν ήταν άλλη από την τεχνητή καθαρεύουσα. Θεωρώντας τις ντοπιολαλιές κάτι σαν το σύνδρομο της Βαβέλ (Βαβυλωνία) με την εισαγωγή της καθαρεύουσας εγκαινίαζε την πλέον δολοφονική εκπαιδευτική ιδεολογία. Ο κόσμος όμως μιλούσε τη γλώσσα της ιθαγενούς του τοπικής καταγωγής. Ο Ραγκαβής στο σατιρικό του μονόπρακτο «Διός επίσκεψις» βάζει τον Δία να έρχεται στην Αττική περίπου το 1830 και να μην μπορεί να εντοπίσει την Αθήνα. Βρίσκει έναν ξωμάχο με το γαϊδούρι του και τον ρωτά κι εκείνος του ονοματίζει βουνά, πεδιάδες, παραλίες με αρβανίτικα ονόματα (Σπάτα, Μενίδι, Λιόπεσι κ.τ.λ.)!

Μέσα σ’ αυτό το ιδιωματικό γλωσσικά περιβάλλον ο ξέμπαρκος τούρκικος Καραγκιόζης παίρνει ελληνική ιθαγένεια με ιταλικό διαβατήριο. Διότι η Βαβυλωνία δανειζόταν γλωσσικούς ιδιωματικούς τύπους από την Κομέντια ντελ Αρτε. Εκεί άλλοι τύποι μιλούσαν ναπολιτάνικα, άλλοι μιλανέζικα, άλλοι βενετσιάνικα, άλλοι μπολονέζικα.

Ετσι ο Καραγκιόζης μίλησε ελληνικά και γύρω του η χάρτινη σκιώδης παρέα του καθαρεύουσα (ο Χατζηαβάτης), ρουμελιώτικα (ο Μπαρμπαγιώργος), μάγκικα (Σταύρακας), ζακυνθινά (ο Σιορ Διονύσιος), εβραϊκά (ο Χαχαμίκος), αρβανίτικα (Δερβέναγας), πολίτικα (η Βεζυροπούλα), φραγκολεβαντίνικα ο Πασάς και σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρόσθετες φιγούρες μιλούσαν κρητικά και ποντιακά.

Αυτά ως προς το γλωσσικό θέμα. Διότι πρέπει να ομολογηθεί ο ελληνικός Καραγκιόζης μιλάει ντοπιολαλιές (πράγμα που δεν συνέβαινε στον τούρκικο) δανειζόμενος από την επίδραση που είχε στο ελληνικό θέατρο το ιταλικό λαϊκό θέατρο. Τυπική εικόνα της όλης πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, θεσμικής και γενικά λογοτεχνικής και εικαστικής μεταπρατικής δόμησης της νεοελληνικής κοινωνίας.

Αλλού όμως σήμερα, μέρες που είναι, θέλω να εστιάσω τον φακό μου. Στις ιδέες, στις πράξεις, στο ήθος και στις αξίες του Ελληνα Καραγκιόζη. Διότι, δυστυχώς, στην κοινή συνείδηση βαυκαλιζόμαστε να πιστεύουμε πως αυτός ο τύπος μας εκπροσωπεί, εκφράζει εν γένει το νεοελληνικό ήθος και την πρακτική ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Κι αν είναι αυτό αλήθεια, αν δηλαδή ο Καραγκιόζης εκφράζει τον νεοέλληνα άνθρωπο αυθεντικά, μήπως κάτι πρέπει να μας προβληματίσει, μήπως κάτι πρέπει να μας ανησυχήσει;

Εν πρώτοις Καραγκιόζης χωρίς Σαράι δεν υπάρχει, δεν έχει πεδίο δράσεως. Το Σαράι είναι απέναντι από την καλύβα και η σχέση τους είναι οργανική και αλληλένδετη. Υπάρχει το ένα για το άλλο και αντίστροφα.

Τι επιδιώκει κάθε φορά ο Καραγκιόζης; Να απομυζήσει κέρδη, ωφέλειες, θέσεις από το Αφεντικό. Τι ζητάει το Σαράι από τον Καραγκιόζη; Υπηρεσίες! Ο Καραγκιόζης είναι άεργος, τεμπέλης, ψευταράκος, κλεφταράκος, δόλιος, δουλικός. Πολυτεχνίτης αν χρειαστεί αλλά χωρίς να γνωρίζει τέχνη, απλώς τη μετέρχεται εξαπατώντας τους αφελείς και ερημοσπίτης διότι η οικογένειά του μιμείται τη συμπεριφορά του και αναπαράγει τα τεχνάσματα επιβίωσης. Μετέρχεται τα επαγγέλματα του φούρναρη, του κουρέα, του γραμματικού, του γαμπρού και της νύφης (!), του διπλωμάτη, του αγωνιστή, του αστροναύτη, του αεροπόρου και του βουλευτή, του υπουργού, του στρατηγού, του πρεσβευτή, του χρηματιστή, του αργυραμοιβού, της μαμμής, του γιατρού, του δικηγόρου, του αστυνόμου, του δασκάλου, του φορτηγατζή, του ταξιτζή, του λωποδύτη, του αγιογδύτη, του παπά χωρίς να έχει ιδέα ούτε ειδικές ούτε γενικές γνώσεις επαγγελματικές και δεοντολογικές ασκώντας ένα επάγγελμα από το οποίο το μόνο που επιδιώκει είναι ένα πιάτο φαΐ. Συνήθως αποκαλύπτεται και τρώει τις σφαλιάρες της χρονιάς του, τις οποίες μάλιστα και ανταποδίδει ανελέητα. Οταν, καλή ώρα, υποδύεται τον βουλευτή μιμείται τα πολιτικά ήθη: ρητορεύει εξαπολύοντας πομφόλυγες, υπόσχεται τα πάντα, παραποιεί νόμους, λεηλατεί το δημόσιο χρήμα, διορίζει άσχετους σε σημαίνουσες θέσεις και συνάπτει επωφελείς γάμους με ματσωμένες βεζυροπούλες.

Το ψέμα είναι το μόνο και επιδέξιο μέσο με το οποίο κοροϊδεύει τους πάντες, τόσο ώστε συχνά φτάνει να το πιστεύει και ο ίδιος για αλήθεια! Ζει συνεχώς κλέβοντας, μεταμορφώνεται προβαίνοντας συχνά σε αντιποίηση Αρχής, δεν διστάζει να καθορίζει τις τιμές της αγοράς ως ψευτοαγορανόμος και όχι σπάνια ως δικαστής πολλά χρόνια πιο πεπειραμένος από τον λαϊκό δικαστή Αζντάκ του Μπρεχτ που υπάρχει στον «Κύκλο με την κιμωλία», που πριν δικάσει απλώνει χέρι στους διαδίκους και λέει «φως» ονομάζοντας έτσι τη δωροδοκία.

Χρόνια πολλά διασκεδάζουμε με τα τερτίπια του Καραγκιόζη και ενθουσιαζόμαστε που κατορθώνει να ζει με το ψέμα, την κλεψιά, τη λαμογιά, την κωλοτούμπα, τη σφαλιάρα, τα όνειρά του που γεμίζουν με καρβέλια.

Αγράμματος, αθεόφοβος, αγύρτης, αργυρώνητος, παπατζής, αμετανόητος, είναι μια περσόνα που μας μοιάζει.

Δεν γνωρίζω αν υπάρχει στην ιστορία του έργο όπου να λειτουργεί ως ψηφοφόρος. Αλλά μπορώ να τον φανταστώ. Μπορείς να τον συναντήσεις επ’ αμοιβή βέβαια, να κρατά πανό όλων των κομμάτων εναλλάξ. Μπορείς να τον φανταστείς να μοιράζει ψηφοδέλτια σταυρωμένα επ’ αμοιβή φυσικά, να πλασάρει σε αγράμματες γριούλες και γέροντες σταυρωμένα ψηφοδέλτια του υποψηφίου που τον πληρώνει.

Αλλά μπορώ να τον φανταστώ να τσεπώνει πενηντάρια από πολλούς υποψηφίους αντίθετων συνδυασμών που υπόσχεται να τους ψηφίσει.

Είναι αυτός ο Καραγκιόζης που ψηφίζει σήμερα το Α κόμμα και την επομένη των εκλογών πιάνει ουρά στα γραφεία του νικητή και διεκδικεί μια θέση, όπου δεν θα δουλεύει, δεν θα πατάει, θα εισπράττει τον λουφέ και θα ξεπουλάει κρατικό υλικό στον παλιατζή που δεν είναι άλλος από το Κολλητήρι.