Συνοψίζοντας την κύρια ιδέα που εξέπεμπε η Μάνια –αν αυτό το εγχείρημα είναι δυνατόν και αν μας επιτρέπεται να συνοψίζουμε μια προσωπικότητα –θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αυτή ήταν η χαρά της συζήτησης. Τη χαρά αυτή την μοιραζόταν με όλους, γνωστούς και λιγότερο γνωστούς, με τους περαστικούς όσο και με τους παλιούς γνώριμους.
Οσοι έκαναν τον κόπο να παρατηρήσουν πιο προσεκτικά αυτή την πηγαία χαρά, έβλεπαν πως επρόκειτο για μια ολοκληρωμένη τέχνη, με μεγάλο βάθος, που στόχευε στην ικανοποίηση του συνομιλητή, ανιχνεύοντας τις προτιμήσεις του· που διέθετε ένα μεγάλο αριθμό θεμάτων εγχώριου, ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ενδιαφέροντος· και που, τέλος, είχε ως προνομιακό πεδίο τη λογοτεχνία, η οποία για τη γενιά της Μάνιας τουλάχιστον, ήταν το θέμα που ύφαινε τον έντιμο άνθρωπο, επιτρέποντάς του να επικοινωνεί ανεξαρτήτως εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής.
Ολα αυτά τα στοιχεία παραπέμπουν σε έναν παλαιότερο πολιτισμό που σήμερα μοιάζει ξεθωριασμένος, καθώς η χαρά της συζήτησης και η απόλαυση που απέρρεε από αυτήν έχει αντικατασταθεί από την ανάγκη της πειθούς και της κατίσχυσης μεταξύ άλλων συνομιλητών μέσω δομημένων επιχειρημάτων. Και όταν ακόμα η συζήτηση δεν προσπαθεί να πείσει, κινείται μέσα στο ανούσιο και στο εφήμερο των ειδήσεων ή των πληροφοριών, μέσα στη νευρικότητα της επικαιρότητας ή της μόδας.
Η Μάνια ανήκε, όπως και άλλοι και άλλες της γενιάς της, σε αυτόν τον παλαιότερο πολιτισμό, που καταγόταν από την Ευρώπη του 17ου αιώνα.
Θα θέλαμε εδώ να τον παρακολουθήσουμε μέσα από την προσωπική της ιστορία, όχι μόνο για να αποδώσουμε μια τιμή, αλλά και για να αναλογιστούμε τι οφείλουμε σήμερα σε αυτούς τους ανθρώπους –σήμερα που, όπως και να το δούμε, αισθανόμαστε μια στέρηση βεβαιοτήτων.
Η Μάνια δεν προερχόταν από τον μεγάλο πλούτο ή τις μεγάλες περιουσίες που γνώρισε το νεοελληνικό κράτος. Η παιδεία της όμως, ίσως εξαιτίας της διάχυσης των συμπεριφορών από τις ανώτερες τάξεις προς τις κατώτερες, ήταν εξομοιωμένη με την παιδεία των ανώτερων τάξεων και πιο συγκεκριμένα με την παιδεία που προοριζόταν για τις δεσποινίδες και τις κυρίες αυτών των τάξεων. Με δυο λόγια: οι μορφωμένες κυρίες των ανώτερων τάξεων της εποχής της χαρακτηρίζονταν από τη γλωσσομάθειά τους και, κυρίως, από τις γενικές γνώσεις τους που, αντιθέτως προς τη σχολική παιδεία της εποχής, ήταν απαλλαγμένες από τον σχολαστικισμό, το μεγάλο χαρακτηριστικό της ελληνικής εκπαίδευσης. Οι γνώσεις που ήταν απαραίτητες για την παιδεία τους ήταν περισσότερο εκείνες που τους επέτρεπαν να παρακολουθούν τις εξελίξεις στον κόσμο και να μπορούν να συζητούν γι’ αυτές, παρά οι γνώσεις που θα επέτρεπαν την ένταξή τους στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αυτή την αποστασιοποίησή τους από την επίσημη σχολική, σχολαστική μάλιστα παιδεία, θα τη διακρίνουμε και στις γλωσσικές επιλογές τους, που δεν ήταν ποτέ η καθαρεύουσα αλλά η δημοτική γλώσσα, χωρίς βέβαια υπερβολές, αφού μας είναι αδιανόητο να φανταστούμε τη Μάνια Καραϊτίδη, την Πηνελόπη Δέλτα ή τη Μαρή Ασπιώτη να μιλούν ή να γράφουν τη μαλλιαρή δημοτική. Η συνεκτική ουσία της γλωσσικής παιδείας τους ήταν η αγάπη της ανάγνωσης, που βασιζόταν κυρίως στους ξένους κλασικούς, των οποίων τα έργα υποβοηθούσαν και την προσωπική τους τελειοποίηση στις ξένες γλώσσες. Η ελληνική λογοτεχνία, αλλά και η κλασική φιλολογία φαίνεται πως είχαν δευτερεύουσα θέση στη μόρφωσή τους, και πάντως ακολουθούσε την προηγούμενη ανάγνωση των ξένων κλασικών, και ιδίως του ξένου μυθιστορήματος. Δεν τις φανταζόμαστε καθόλου να μπορούν να απαγγέλλουν αποσπάσματα από τον Λουκιανό, αλλά η εξοικείωσή τους με τις πιο λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις του Στεντάλ ή του Μοπασάν θα ξάφνιαζε ακόμα και τον ειδικό, όπως θα ξάφνιαζε και η καθαρότητα της απαγγελίας τους, ποιημάτων της γαλλικής ή, βέβαια, της αγγλικής ποίησης. Ανάλογες νομίζω ήταν και οι γνώσεις τους της Ιστορίας.
INFO
Pour Mania
Για τη Μάνια
Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015, Σελ. 72
Τιμή: 9 ευρώ