Διπλάσιο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα εμφανίζει ο προϋπολογισμός το πρώτο τετράμηνο του έτους, αλλά κανείς στο οικονομικό επιτελείο δεν χαίρεται. Η αιτία είναι απλή. Το πρωτογενές πλεόνασμα των 2,164 δισ. ευρώ (από 1,046 δισ. ευρώ πέρυσι και έναντι στόχου για έλλειμμα 287 εκατ. ευρώ) το οποίο αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία στο τέλος Απριλίου οφείλεται στο γεγονός ότι το υπουργείο Οικονομικών δεν πληρώνει τίποτε περισσότερο από τα απολύτως απαραίτητα.

Μισθοί, συντάξεις και υποχρεώσεις στους δανειστές πληρώνονται –μέχρι σήμερα στην ώρα τους –αλλά από τις αρχές του έτους το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, δεν έχει καταβάλλει περισσότερα από 2 δισ. ευρώ προγραμματισμένων δαπανών.

Παράλληλα, από τον Απρίλιο παρατηρείται και μπλόκο στις επιστροφές φόρου, οι οποίες το προηγούμενο τρίμηνο είχαν εξαιρεθεί από το πρόγραμμα συρρίκνωσης των εξόδων του Δημοσίου. Οι επιστροφές φόρου τον περασμένο μήνα ήταν κατά περίπου 20% ή 35 εκατ. ευρώ χαμηλότερες σε σχέση με τον στόχο, συμβάλλοντας και αυτές στην ταμειακή διαχείριση των ανελαστικών δαπανών.

«Οι χαμηλότερες δαπάνες οφείλονται κυρίως στην αναδιάρθρωση του ταμειακού προγραμματισμού με βάση τις επικρατούσες ταμειακές συνθήκες» αναγνωρίζει στην ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών, εκτιμώντας ότι «μετά την ομαλοποίηση των ταμειακών συνθηκών οι δαπάνες θα επανέλθουν στα επίπεδα των στόχων του προϋπολογισμού».

Το καλό νέο από τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού τον Απρίλιο είναι ότι τα έσοδα, με ισχυρή στήριξη τόσο από τις εισπράξεις των 100 δόσεων για ληξιπρόθεσμα φορολογικά χρέη όσο και από τα 550 εκατ. ευρώ τα οποία απέδωσε στο Δημόσιο το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αλλά και τις εισροές κοινοτικών πόρων για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, υπερέβησαν τους στόχους. Στον κρατικό προϋπολογισμό τα καθαρά έσοδα τετραμήνου είναι 372 εκατ. ευρώ περισσότερα σε σχέση με τις εκτιμήσεις.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως παραμένουν οι δαπάνες. Τα 2 δισ. ευρώ των απλήρωτων δαπανών, μπορεί να δίνουν ανάσα δημόσια για να βγει και ο Μάιος, αφήνουν όμως έντονο αποτύπωμα στην πραγματική οικονομία, η οποία βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπη με την ύφεση.