«Κάποτε παίζαμε πέντε ταινίες την ημέρα. Ξεκινούσαμε από τις πέντε το απόγευμα και πήγαινε μέχρι τα μεσάνυχτα». Ο Γιώργος Στεργιάκης μου μιλάει για τα πρώτα χρόνια του Ταινιοράματος, όταν αυτό διεξαγόταν στο θρυλικό Αλφαβίλ στη Μαυρομιχάλη. Για πολλούς από εμάς, εκεί χτίστηκε η κινηματογραφική μας παιδεία. Και η αίθουσα έμοιαζε με πραγματικό ναό του σινεμά: με το που έμπαινες ένιωθες μέλος μιας ιδιαίτερης κοινότητας, μιας ομάδας με κοινές ανησυχίες, κοινές αγάπες. Μόνο εκεί μπορούσαμε να δούμε τις ταινίες που θέλαμε, καθώς σε όλες τις άλλες αίθουσες πρωταγωνιστούσαν διαρκώς τα ίδια και τα ίδια, οι δε νέες κυκλοφορίες δεν μας αφορούσαν και πολύ. Ηταν σαν να πίνεις την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Υστερα από τρεις – τέσσερις βραδιές εκεί ήξερες τις φάτσες που θα συναντούσες. Και εκεί ανακαλύψαμε τον Φασμπίντερ, τον Παζολίνι, τον Βισκόντι, τον Κουροσάβα –αλλά και τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Αυτοί –μεταξύ πολλών άλλων –είναι και οι πρωταγωνιστές της φετινής διοργάνωσης που περιλαμβάνει 168 ταινίες με τρεις προβολές καθημερινά.

Η συντριπτική πλειονότητα των προβολών γίνεται από φιλμ. Από παλιές κινηματογραφικές κόπιες δηλαδή, που μετρούν ενίοτε και πολλά χρόνια στην πλάτη τους. Και φυσικά, μονάχα οι τουρίστες του σινεμά έχουν πρόβλημα με αυτό. Εκείνοι δηλαδή που δηλώνουν κινηματογραφόφιλοι και προτιμούν να παρακολουθήσουν ένα αριστούργημα «κατεβασμένο» σε «torrent» στο σπίτι τους παρά στη μεγάλη οθόνη –τους ενοχλούν, βλέπετε, οι γραμμές και τα κοψίματα, μερικές φορές και το πολυτονικό σύστημα των υποτίτλων. Είμαστε όμως κι εμείς που «ρομαντζάρουμε» με όλο αυτό. Σκεφτόμαστε ταυτόχρονα από πόσες αίθουσες θα πρέπει να έχει περάσει ετούτη η κόπια που «τυπώθηκε» το έτος κυκλοφορίας της ταινίας. Πώς να αντιδρούσε, άραγε, το κοινό της εποχής; Ποιες σκηνές τους ενοχλούσαν; Τι είδους κλίμα επικρατούσε στην προβολή; Για κάποιους από εμάς, αυτό το καθαρά φαντασιακό κομμάτι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αγάπη μας για το σινεμά.

«Ολες οι κόπιες έχουν ελεγχθεί και είναι σε καλή κατάσταση» με ενημερώνει ο Γιώργος Στεργιάκης και καταλαβαίνω αμέσως τι εννοεί: οι ταινίες παίζονται παρά τα σημάδια φθοράς τους, που δεν φτάνουν στο σημείο της υπερβολής. Ας σκεφτούν οι σινεφίλ πότε είδαν τελευταία φορά σε κινηματογραφική οθόνη το «Χοιροστάσιο» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, τον «Μάκβεθ» του Ουέλς, την «Αγωνία του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι» του Βιμ Βέντερς, τη «Νύχτα των σαλτιμπάγκων» του Μπέργκμαν, την «Τελετή» του Ναγκίσα Οσιμα, την υπέροχη «Ιστορία έρωτα και αναρχίας» της Λίνα Βερτμίλερ, το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Δέντρο με τα τσόκαρα» του Ερμάνο Ολμι και τη θρυλική «Πισίνα» με Ρόμι Σνάιντερ και Αλέν Ντελόν. Ολες τους ταινίες που άφησαν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, ανεξίτηλα χνάρια στη μικρή (μόλις εκατό ετών) ιστορία της έβδομης τέχνης.

Αλήθεια σας λέω, κοιτάζω το πρόγραμμα των προβολών (που περιλαμβάνει, όμως, μέχρι και το «Nymphomaniac» του Φον Τρίερ) και στενοχωριέμαι που θα χάσω αρκετές απ’ αυτές λόγω του Φεστιβάλ των Καννών.

INFO

Αστυ, Κοραή 4, έως τις 8 Ιουλίου. Ημερήσιο εισιτήριο: 7 ευρώ (μειωμένο 6), ενώ θα διατεθεί περιορισμένος αριθμός καρτών διαρκείας για ολόκληρο το αφιέρωμα έναντι 45 ευρώ. Το πρόγραμμα στο http://issuu.com/myfilmgr/docs/program