Βρισκόμαστε στη Νορμανδία το 1870, την περίοδο του Γαλλοπρωσικού Πολέμου. Δέκα πολίτες της πόλης Ρουέν προσπαθούν να φύγουν από τα κατεχόμενα εδάφη με μια άμαξα. Η πορεία θα γίνει σε τρεις αφηγηματικούς χρόνους: κίνηση, αναγκαστική στάση σε ένα πανδοχείο της Τοτ και συνέχεια της διαδρομής (που υπονοείται) ώς τη Διέππη. Το ταξίδι προς το πανδοχείο αλλά κυρίως η παρατεταμένη στάση των δέκα ταξιδιωτών σε αυτό αποτελούν τον ουσιαστικό πυρήνα της αφήγησης, η οποία ανοίγει και κλείνει με τον ίδιο τρόπο: στο εσωτερικό μιας ιππήλατης άμαξας.

Στον ενδιάμεσο χρόνο, ωστόσο, έχουν αλλάξει πάρα πολλά όσον αφορά τη σχέση των επιβατών με την αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της ιστορίας, ενός αξιομνημόνευτου λογοτεχνικού χαρακτήρα, της περίφημης πόρνης που φέρει, όχι τυχαία, το παρατσούκλι «Χοντρομπαλού». […] «Κοντούλα, ολοστρόγγυλη, όλο λίπος, με δάχτυλα παχουλά που κόβονταν στις φάλαγγες κι έμοιαζαν με αρμαθιά μικρά λουκάνικα, με δέρμα γυαλιστερό και τσιτωμένο, λαιμό και στήθια πελώρια που ξεχείλιζαν από το φουστάνι της […]».

Το διήγημα αυτό, το οποίο εκδόθηκε το 1880 σε έναν συνολικό τόμο υπό τον τίτλο «Οι εσπερίδες του Μιντάν» με θέμα τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (ύστερα από μια ιδέα του Εμίλ Ζολά), θα καθιερώσει τον συγγραφέα του Γκι ντε Μοπασάν (1850-1893) ως τον κορυφαίο διηγηματογράφο της εποχής του. Ο Μοπασάν είχε ο ίδιος ζήσει τη φρίκη του ταπεινωτικού για τη Γαλλία πολέμου, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε στο υπουργείο Ναυτιλίας. Ο πολλά υποσχόμενος νέος λογοτέχνης και ευνοούμενος του Φλομπέρ εξελίχθηκε σε έναν εξονυχιστικό παρατηρητή, έναν φυσιοδίφη της ανθρώπινης συμπεριφοράς που στα contes του καταδίκαζε τον σοβινισμό, τον καθωσπρεπισμό και τη δημοσιοϋπαλληλική ποταπότητα που τόσο καλά γνώρισε.

Από την έκδοση της «Χοντρομπαλούς» θα αρχίσουν δέκα χρόνια θριάμβου του Μοπασάν, τα οποία θα διαδεχθεί μια απότομη κατάρρευση λόγω της αφροδίσιας νόσου από την οποία έπασχε. Ο συγγραφέας θα οδηγηθεί σε απόπειρα αυτοκτονίας, στον εγκλεισμό του σε ψυχιατρικό άσυλο και τελικά στον θάνατο σε ηλικία μόλις 43 ετών.

Η «Χοντρομπαλού» αποτελεί το απόγειο της συγγραφικής του δεινότητας. Στο αφήγημα αυτό ο Μοπασάν συναθροίζει ολόκληρο τον μικρόκοσμο της γαλλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα στον μικρό κλειστοφοβικό χώρο μιας άμαξας. Τα ζεύγη των Λουαζό (νεόπλουτου κρασεμπόρου), Καρέ – Λαμαντόν (αξιοσέβαστου βαμβακεμπόρου μετά της νεαράς συζύγου) και του κόμη και της κόμισσας ντε Μπρεβίλ (παλαιά αριστοκρατική οικογένεια) μαζί με δυο μοναχές συνυπάρχουν με δυο αποσυνάγωγους, τον ακραίο φανατικό δημοκράτη Κοριντέ αλλά, κυρίως, με την πλούσια τα ελέη πόρνη Ελισάβετ Ρουσέ, γνωστή και ως Χοντρομπαλού.

Οταν αντιλαμβάνονται με ποια έχουν να κάνουν, η συμπεριφορά των ταξιδιωτών ως προς τη Χοντρομπαλού είναι αρχικά περιφρονητική. «[…] Τους φάνηκε πως έπρεπε να κάνουν μια συμμαχία, αυτές, σαν τίμιες σύζυγοι, απέναντι σε μια πουλημένη χωρίς ίχνος ντροπής [ ..]». Οταν ωστόσο θα πεινάσουν και η Χοντρομπαλού θα τους μοιράσει αφειδώς φαγητό, η συμπεριφορά τους θα μεταστραφεί. Η πόρνη γίνεται «κυρία» αλλά μόνο περιστασιακά. Η αλλαγή θα είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή όταν θα αναγκαστούν να σταματήσουν στο πανδοχείο της πόλης Τοτ, όπου ο Μοπασάν τοποθετεί τους χαρακτήρες σε μια έξοχη διλημματική συνθήκη με ευφυέστατο subtext. Ο πρώσος αξιωματικός που εδρεύει εκεί δεν τους αφήνει να συνεχίσουν το ταξίδι τους εάν δεν περάσει μια ερωτική νύχτα με τη Χοντρομπαλού. Η απαίτηση αυτή θα δημιουργήσει τη σύγκρουση δυο κόσμων: του αστικού ιδιοτελούς καθωσπρεπισμού και του κόσμου της πόρνης, η οποία ως γνήσια πατριώτισσα απεχθάνεται μετά βδελυγμίας οτιδήποτε έχει να κάνει με τους αντιπάλους. Εκείνη, που πηγαίνει με «όλους», αρνείται να πάει με τον εχθρό.

Τελικά, ύστερα από τέσσερις μέρες, οι αστοί, συνεπικουρούμενοι και από τις μοναχές, θα πιέσουν σε τέτοιο βαθμό την «πόρνη που σέβεται» –για να θυμηθούμε και τον Σαρτρ –ώστε εντέλει να επιτευχθεί το ατομικιστικό τους σχέδιο, ο σκοπός, η έξοδος από ξενοδοχείο και η αναχώρηση για τη Διέππη. Η Χοντρομπαλού θα ενδώσει για το «κοινό καλό».

Ο Μοπασάν, κάποιες δεκαετίες πριν από την εφεύρεση του σινεμά, χρησιμοποιεί αφηγηματικές τεχνικές που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως κινηματογραφικές: από το πανοραμίκ των πρώτων σκηνών μέχρι την «κάμερα – στιλό» («κάμερα – πένα») που παρακολουθεί από μικρή απόσταση τις κινήσεις και εκφράσεις των χαρακτήρων στον στενό χώρο της άμαξας. Ο διάσημος σκηνοθέτης Τζον Φορντ είχε πει ότι το περίφημο γουέστερν του «Stagecoach» (1939), με τον Τζον Γουέιν και την Κλερ Τρέβορ, δεν είναι πάρα μια διασκευή της «Χοντρομπαλούς».

Στυλίστας της γραφής, μαέστρος του νατουραλισμού, ο Μοπασάν γράφει σαν να ζωγραφίζει στον αέρα. Πινελιά την πινελιά ξεδιπλώνει την ιστορία που διαρκώς εκτυλίσσεται, μέχρι που κορυφώνεται και παραμένει στη μνήμη μας μαζί με τον απόηχο της «Μασσαλιώτιδας» που τραγουδάει στο τέλος, σχεδόν απειλητικά, ο Κοριντέ. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα διηγήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένα έργο από εκείνα που υπονοεί ο Μαλαρμέ όταν λέει «δεν παραδέχεται άλλη καταφάνεια εκτός από εκείνη του ότι υπάρχει», ένα πραγματικό διαμάντι που λάμπει στην εξαιρετική μετάφραση της Αιμιλίας Τσακνιά. Αξιομνημόνευτο και αξιοδιάβαστο το διεισδυτικότατο επίμετρο της Λίζυς Τσιριμώκου.