Εκείνη την εποχή οι κοινότητες της Πόλης (Ελληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι κ.ά.) έκαναν πολύ σπάνια μεικτούς γάμους. Σήμερα είναι συνηθισμένο, αλλά τότε αποκλειόταν. Και έτσι ο παππούς μου που είχε πολύ καλή μόρφωση, είχε τελειώσει το Ροβέρτειο (το αμερικανικό, τότε, Ρόμπερτ Κόλετζ, σήμερα Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου), πήρε γυναίκα του την ελληνίδα ανιψιά της μαγείρισσας, ο πατέρας του τον αποκλήρωσε και βρέθηκε να ζει σε ένα διαμέρισμα των δύο δωματίων. Επιπλέον, από αντίδραση, δεν ξαναμίλησε αρμένικα. Ξαναμίλησε αρμένικα μόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, για να επικοινωνήσει με την αδελφή του. Αυτό τον έσωσε κιόλας γιατί γλίτωσε τις διώξεις. Το 1913 πήγε στην Ανδρο και επέστρεψε στην Πόλη το 1917».
H γλώσσα
Η αδελφή του παππού τού είπε «όσα σου ανήκουν θα τα πάρεις». Και έτσι μπόρεσε να ζήσει την οικογένειά του. Ολα τα παιδιά του παππού πήγαν σε ελληνικά σχολεία. Ο πατέρας του Πέτρου Μάρκαρη πήγε στην Ελληνογαλλική Σχολή και τα αδέλφια του στο Ζωγράφειο και στο Ζάππειο. «Εγώ δεν μιλάω αρμένικα» λέει ο συγγραφέας. «Ούτε τα αδέλφια του πατέρα μου μιλούσαν. Ο πατέρας μου έμαθε αναγκαστικά. Οταν τελείωσε το σχολείο βρήκε δουλειά στο λογιστήριο των αδελφών Γκεσαριάν, αντιπροσώπων της His Master’s Voice. Οταν ο συνταξιούχος ιδρυτής της εταιρείας, Μιχράν Γκεσαριάν, ήρθε να δει τον καινούργιο υπάλληλο και κατάλαβε ότι είναι Αρμένης που δεν μιλάει αρμένικα, του έδωσε διορία έξι μήνες να τα μάθει για να μην τον απολύσει. Σε έξι μήνες ήρθε να τον ξαναδεί. Ο πατέρας μου κουτσομιλούσε αρμένικα και ο Μιχράν του είπε μπράβο και ότι αν ποτέ ήθελε να κάνει δική του δουλειά, θα τον βοηθούσε. Και πράγματι τον βοήθησε. Αλλά όταν διάβαζε αρμένικη εφημερίδα, εμείς που δεν ξέραμε τίποτα, του λέγαμε “μπαμπά, ανάποδα την κρατάς”. Και εκείνος δεν ήταν και πολύ βέβαιος ότι την κρατούσε σωστά!».
Σε λίγες ημέρες, συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την έναρξη των σφαγών των Αρμενίων, που ο Πάπας και το Ευρωκοινοβούλιο πριν από λίγες ημέρες αναγνώρισαν με τη σειρά τους ως γενοκτονία. Ο Πέτρος Μάρκαρης λέει σχετικά: «Είχαν προηγηθεί και άλλες σφαγές, λ.χ. στα Αδανα. Η μεγάλη σφαγή που άρχισε στις 24 Απριλίου, κράτησε μήνες. Συμμετείχαν και οι Κούρδοι σε αυτές και σήμερα δεν το κρύβουν. Οι Τούρκοι τους έλεγαν για να τους δελεάσουν «αυτά είναι δικά σας». Τα θύματα υπολογίζονται κάπου ανάμεσα σε 1,1 και 1,5 εκατ. Γύρω από τις σφαγές αυτές υπήρχε μια μεγάλη σιωπή. Ούτε στις αρμένικες οικογένειες μιλούσαν γι’ αυτό. Υπήρχε ομερτά. Τάφος. Δεν είχαμε μάθει τι συνέβη στις νοτιοανατολικές επαρχίες, όπως δεν είχαμε μάθει ούτε για τις σφαγές στον Πόντο. Ο πρώτος που έσπασε αυτή τη σιωπή ήταν ο Χρανκ Τιμ, ο ιδρυτής της εφημερίδας «Αγκός». Και το πλήρωσε με τη ζωή του. «Είμαι τούρκος πολίτης αλλά πρέπει να αναγνωρίσετε τις πράξεις σας για να μπορέσω να υπάρξω» έλεγε».
Γιατί όμως έγιναν όλα αυτά; «Εκείνη την εποχή, όπου υπήρχε υποψία ότι οι μειονότητες ήθελαν δικό τους κράτος, απάντηση ήταν η σφαγή. Αλλά γενικότερα το έθνος-κράτος δεν κατάλαβε ότι οι μειονότητες ήταν στην πραγματικότητα τεράστιος πλούτος. Και είδαμε πολύ κυνηγητό. Το 1915 ήταν οι Αρμένιοι και περίπου την ίδια περίοδο οι Ελληνες του Πόντου. Το 1942-43 ήταν ο φόρος περιουσίας σε όλες τις μειονότητες. Το 1955 ήταν οι Ρωμιοί της Πόλης. Τα χτυπήματα απανωτά. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για προσπάθεια εκτουρκισμού του κεφαλαίου. Να περάσει το κεφάλαιο από τις μειονότητες στους Τούρκους. Απέτυχαν όμως γιατί το δίκτυο ήταν μειονοτικό. Και παρά τα πλήγματα, οι μειονότητες ξανασηκώνονταν. Ετσι εξηγείται που κάθε 20-30 χρόνια υπήρχε μία καταστροφή. Τώρα, βέβαια, η ελληνική μειονότητα στην Πόλη αριθμεί λιγότερα από 2.000 μέλη. Και οι Εβραίοι είναι λίγοι. Οι Αρμένιοι είναι ακόμα 50.000-60.000 και βγάζουν την τρίγλωσση εφημερίδα «Αγκός»».
Τέλειωσε το αύριο
Ο Πέτρος Μάρκαρης λέει ότι κατά τη διάρκεια των διώξεων η θέση των Αρμενίων ήταν η χειρότερη. «Και οι Ρωμιοί και οι Εβραίοι είχαν ένα κράτος πίσω τους στο οποίο, στην ανάγκη, μπορούσαν να στραφούν. Οι Αρμένιοι δεν είχαν τίποτα. Τώρα πια, βέβαια, υπάρχει και χώρα, η Αρμενία, στην τέως Σοβιετική Ενωση, η οποία είναι μεν πολύ ωραία αλλά είναι πάμφτωχη. Τι να πάνε να κάνουν; Πηγαίνουν επίσκεψη στο Ερεβάν, αλλά η ζωή τους είναι στην Πόλη. Το χειρότερο στην περίπτωση των Αρμενίων είναι η τρομερή διάρκεια των διώξεων. Η συνεχής ζωή σε ανασφάλεια. Η ζωή τους είναι ένα διαρκές σήμερα. Στις 24 Απριλίου τελείωσε το αύριο. Οπως γίνεται τώρα στη Συρία όπου οι Αρμένιοι, ενώ μέχρι χθες δεν αντιμετώπισαν ποτέ διώξεις, σήμερα δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Είναι λαός πολύ ικανός και εργατικός. Πέραν του εμπορίου πιάνει και το χέρι τους, διακρίνονται ιδιαίτερα στο κόσμημα. Δεν υπάρχει πάντως αρμένικη οικογένεια χωρίς ένα μεγάλο τραύμα. Για να επιβιώσουν απέκτησαν άλλη νοοτροπία, έγιναν κλειστοί, κλειστοφοβικοί, περιχαρακώθηκαν. Οποιος δεν αντέχει, φεύγει».
Ο Πέτρος Μάρκαρης μόλις κυκλοφόρησε μία συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Τριημερία». Τα περισσότερα έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στα «ΝΕΑ», στη σειρά Ελληνικά Εγκλήματα των Εκδόσεων Καστανιώτη και αλλού, παρότι υπάρχουν και καινούργια όπως το «Poems and Crimes», που διαδραματίζεται στο ομώνυμο καφέ των Εκδόσεων Γαβριηλίδη ανάμεσα Αιόλου και Αθηνάς, στον εκδοτικό του οίκο δηλαδή. Τον τίτλο της συλλογής δίνει ένα διήγημα (από τα Ελληνικά Εγκλήματα 1) που αναφέρεται στο τριήμερο των Σεπτεμβριανών του 1955, ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό του συγγραφέα, όπως ο ίδιος λέει. Ενώ πολλά από τα διηγήματα δεν είναι αστυνομικά.
«Οταν γράφω διηγήματα δεν μου είναι απαραίτητο να είναι αστυνομικά. Κάποια στη συλλογή είναι και σατιρικά ως προς την ίδια μου την τέχνη, ως προς τη ματαιοδοξία των συγγραφέων, το σινεμά. Διαδραματίζονται σε Αθήνα, Πόλη, Γερμανία. Και πάντα ξεκινώ από υπαρκτά πρόσωπα» λέει.
Τα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη, το ξέρουμε, είχαν μεγάλη διάδοση στη Γερμανία και στην Ιταλία. Τα τελευταία χρόνια, ιδίως με την «Τριλογία της κρίσεως», ο Μάρκαρης τυγχάνει σπουδαίας υποδοχής στις ισπανόφωνες χώρες όπως και στη Γαλλία.
«Θα περάσετε πάνω από το πτώμα μου»
Ο Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χάλκη. Οι γονείς του κατέφυγαν εκεί μέχρι να συνέλθουν από τον φόρο περιουσίας. Από εκεί έζησαν τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1955 και έφυγαν το 1956, όταν επιτέλους ο πατέρας του άντεχε να νοικιάσει διαμέρισμα στην Πόλη –πρώτα στο Πέραν και μετά στα Ταταύλα.
«Τα Πριγκιπόννησα πήραν αυτό το όνομα ως τόπος εξορίας επί Βυζαντίου –εκεί εξόριζαν τους πρίγκιπες» εξηγεί. «Η Πρώτη είχε πολλούς Αρμεναίους και η Αντιγόνη Ρωμιούς. Ηταν μειονοτικά νησιά. Η Χάλκη, που είχε πολλούς Εβραίους, και η Πρίγκιπος ήταν μεικτά νησιά. Μεγάλωσα με Εβραιόπουλα το καλοκαίρι και Τουρκόπουλα τον χειμώνα. Δίπλα μας στη Χάλκη ήταν το σπίτι ενός τούρκου ναύαρχου. Την πρώτη ημέρα των Σεπτεμβριανών πήγε στον τοπικό διοικητή της Αστυνομίας και του είπε πως αν κατέβει έστω και ένας στο νησί από αυτούς που έρχονται να τα σπάσουν θα βρεθεί με μετάθεση στα βάθη της Ανατολίας. Κι έτσι σωθήκαμε. Το ίδιο έγινε και στην Πρίγκιπο: ο εκεί αστυνομικός διοικητής πήγε στην αποβάθρα και είπε στους ταραχοποιούς που ήταν έτοιμοι να κατέβουν: «Οπως βλέπετε, έχω ένα εξάσφαιρο. Για να κατεβείτε θα περάσετε πάνω από το πτώμα μου. Αλλά θα έχω σκοτώσει έξι από εσάς». Αυτοί έφυγαν λοιπόν και τα δύο νησιά δεν πειράχτηκαν. Την άλλη μέρα πήγα στην Πόλη και κατάλαβα τι έγινε».
Πέτρος Μάρκαρης
Τριημερία και άλλα διηγήματα
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2015, σελ. 248
Τιμή: 13,85 ευρώ