Η αριθμητική (του ελληνικού θεάτρου) είναι αμείλικτη: πόσες φορές τον μήνα βλέπει παραστάσεις ένας θεατρόφιλος; Τέσσερις, πέντε, έξι το πολύ. Που σημαίνει ότι στο εξάμηνο της θεατρικής σεζόν θα δει περίπου 30 παραστάσεις. Εξού και οι επιτυχίες της σεζόν δεν ξεπερνούν αυτόν τον αριθμό.

Τι μας λέει λοιπόν η αριθμητική; Οτι για να έχεις κοινό στις 1.400 παραστάσεις που μετριούνται ετησίως στα χρόνια της κρίσης θα πρέπει να μπορέσεις να μπεις στο Τοπ 30 των θεατρόφιλων. Αναλογία σχεδόν 1:46!

Κάπως έτσι το θέατρο εν Ελλάδι, πέρα από την αποεπαγγελματοποίηση που προμηνύει η όλο και πιο πενιχρή αποζημίωση των συντελεστών του στα χρόνια της κρίσης –κινδυνεύει να περάσει στη συλλογική συνείδηση και όχι μόνο στη συνείδηση των ίδιων –τείνει να γίνει «το ακριβό χόμπι των φτωχών», όπως το θέτει γλαφυρά ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός. Ο οποίος βάζει στη συζήτηση ακόμη μία παράμετρο που μας κάνει να διαφέρουμε από την υπόλοιπη Ευρώπη: «Στη Λαμία, στο Καρπενήσι, στην περιφέρεια το θέατρο σχεδόν δεν υπάρχει και αυτό είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Διότι έξω έχουμε λιγότερες πρεμιέρες / παραστάσεις αλλά παντού. Ακόμη και σε μικρότερες πόλεις».

Το θέμα είναι οικονομικό. Οχι μόνο ως προς τη δραματική πτώση της τιμής των εισιτηρίων, σιωπηρά και μέσω προσφορών, φθάνοντας «επισήμως» τα 10-15 ευρώ από τα 20-25 που ήταν κάποτε. Αλλά και σε επίπεδο «εισφορών» προς το ελληνικό κράτος και το ΙΚΑ που εκτιμώνται στο 60% των όποιων εισπράξεων (είτε επί του πλήρους εισιτηρίου είτε επί του εκπτωτικού), χώρια το 55% της –υποχρεωτικής –προκαταβολής του 55% του φόρου για την επόμενη χρονιά.

ΧΟΜΠΙΣΤΕΣ. Ακόμη και σε αυτό το οικονομικό ταμπλό η αναλογία εισπράξεων και μισθών για τους ηθοποιούς όχι απλώς δεν έχει σταθεροποιηθεί αλλά τείνει σε μηδενικές βάσεις, ένθεν κακείθεν. Εντείνοντας τον κίνδυνο της αποεπαγγελματοποίησης του θεάτρου, στο οποίο πλέον φθάνει κάποιος να «παίζει για τη φανέλα», όπως το θέτει ο ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας (παίζονται τώρα οι πολύ καλές «Μικρές ιστορίες φόνων» του στο Vault) Παναγιώτης Μπρατάκος. Δημιουργώντας, δυστυχώς, την αίσθηση ενός τσούρμου από χομπίστες.

Αλλοι φθάνουν να παίζουν σε δύο και σε τρεις παραστάσεις παράλληλα για να καταφέρουν να βγάλουν τα ελάχιστα για τα προς το ζην, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν κατορθώνουν τελικά –σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση του κοινωνιολόγου και υπεύθυνου επικοινωνίας του ιστορικού Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν Αρη Ασπρούλη –ούτε εκείνοι να βρουν το κοινό τους ούτε το κοινό τους να τους βρει. Αλλοι στρέφονται σε άλλα επαγγέλματα αφού στις περισσότερες περιπτώσεις δεν εξασφαλίζουν από μικρές κυρίως σκηνές ούτε την ασφάλισή τους ή παίζουν μόνο γι’ αυτήν. Τον Παναγιώτη Μπρατάκο, π.χ., τον έσωσε η φιλολογία καθώς διδάσκει σε φροντιστήριο πανεπιστημιακού επιπέδου, διότι ακόμη και το ποσοστό 10% επί των εισπράξεων για τα θεατρικά του έργα δεν σώζει. Αλλοι φθάνουν να γίνουν χειριστές μπουλντόζας καθώς ακόμη και το γκαρσόνι, πατροπαράδοτο παραεπάγγελμα των ηθοποιών, δεν βγάζει πλέον εύκολα ψωμί.

Αυτή η αποεπαγγελματοποίηση που οδηγεί και στην απομάγευση του ελληνικού θεάτρου, πιστεύει ο Αρης Ασπρούλης, σημαίνει ότι είναι η ώρα που πρέπει να υπάρξει κρατική παρέμβαση, με επιχορηγήσεις διαφανείς (και ως προς τα κριτήρια, με βάση την παραγωγή και την αξιοποίηση). Ακόμη κι αν βρισκόμαστε στα χρόνια που το κρατικό ταμείον είναι κάτι πέραν από μείον. Ακόμη κι αν αυτό ανοίγει μια –μάλλον δυσάρεστη –συζήτηση με αντιρρήσεις περί κρατισμού διά των επιχορηγήσεων (με τον φαβοριτισμό και την αδιαφάνεια που υπηρέτησαν τόσα χρόνια). «Προτιμώ μια συζήτηση περί πατερναλισμού», υποστηρίζει ο ίδιος, «από την ολιγαρχία λίγων θεάτρων και τη στροφή στον θεμελιωμένο στη συνείδηση όλων ερασιτεχνισμό».

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΕΙΛΑΚΗΣ

«Μόνος δεν επιβιώνεις»

Το θέατρο έχει κατεβεί στο επίπεδο της οικιακής οικονομίας για τους ηθοποιούς που συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί να επιβιώσει πλέον καθένας μόνος του, όπως προσθέτει ο Αιμίλιος Χειλάκης που μαζί με τη σύζυγό του Αθηνά Μαξίμου μέσα στην κρίση έφτιαξαν τη δική τους εταιρεία παραγωγής για να τα βγάζουν πέρα. Εταιρεία που μοιράζεται το όνειρο του θεάτρου μαζί με άλλους 10-12 ηθοποιούς.