«Οι πραγματικές υπηρέτριες δεν μιλάνε έτσι» του είπαν. «Κι εσείς πού το ξέρετε;» τους απάντησε.
Bασισμένος σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στη Γαλλία τη δεκαετία του ’30, ο Ζαν Ζενέ (Jean Genet, 1910-1986) έγραψε τις «Δούλες» το 1948 –πρεμιέρα στο Παρίσι, σε σκηνοθεσία Λουί Ζουβέ. Η Λέα και η Κριστίν Παπέν, αδελφές και υπηρέτριες σε σπίτι στο Λε Μαν, σκότωσαν τα αφεντικά τους και το μόνο που ζήτησαν από το δικαστήριο ήταν να μείνουν ενωμένες ώς το τέλος.
Στον Ζενέ, η Κλερ και η Σολάνζ, οι αδελφές Λεμερσιέ, σχεδιάζουν να σκοτώσουν την Κυρία, αφού πρώτα έχουν προσπαθήσει να απαλλαγούν από τον Κύριο με ψεύτικες καταγγελίες. Καθώς όμως δεν τα καταφέρνουν, αποφασίζουν να ξαναπαίξουν το παιχνίδι τους και αυτή τη φορά να το φθάσουν ώς το τέλος. Μια που η Κυρία δεν θα πιει το τίλιο με το δηλητήριο που της έχουν ετοιμάσει, οι δυο τους, αλλάζοντας ρόλους, θα υποδυθούν την Κυρία και τη δούλα: η μία θα το πιει και η άλλη θα αναλάβει την ευθύνη. Δικαιωμένες μόνο στα δικά τους μάτια, αφού δεν μπορούν να σκοτώσουν την αληθινή Κυρία θα σκοτώσουν την εικόνα της.
ΧΑΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Εραστής του απαγορευμένου, προκλητικός και αντισυμβατικός ακόμη και όταν έγινε αποδεκτός από την πνευματική ελίτ της εποχής του, ο Ζενέ στα θεατρικά και στα μυθιστορήματά του έγραψε για τους περιθωριακούς αυτού του κόσμου. Με αφετηρία τον εαυτό του (νόθος γιος μιας πόρνης που μεγάλωσε με θετούς γονείς προτού γίνει τρόφιμος αναμορφωτηρίων και φυλακών και ομοφυλόφιλος) θέλησε να δικαιώσει τους χαμένους της ζωής.
«Η Κυρία είναι καλή. Η Κυρία είναι γλυκιά. Η Κυρία είναι όμορφη…».
Στη Μικρή Σκηνή Κατίνα Παξινού, του Rex, ο βρετανός ηθοποιός και σκηνοθέτης Μπρους Μάγερς (ανήκει στην ομάδα του Πίτερ Μπρουκ) ανέβασε τις «Δούλες», υπακούοντας στα βασικά χαρακτηριστικά του θεατρικού κώδικα του Ζενέ.
Τελετουργικό, ιεροτελεστία, θεατρικότητα, μίμηση, υπερβολή, παραμύθι, αλληγορία. Καμία περιγραφή καθημερινότητας. Ενα ατελείωτο παιχνίδι ρόλων εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας.
Ο Μάγερς πρόσθεσε το δικής του έμπνευσης έθιμο της πυροβασίας από τα Αναστενάρια, με το οποίο άνοιξε την παράσταση. Στοιχείο περιττό και αδικαιολόγητο, μοιάζει και ο ίδιος να το ξέχασε στη συνέχεια. Ατυχής η επιλογή του σκηνικού με τα τεράστια μπρούντζινα τάματα, τα λουλούδια (που θα μπορούσαν να είναι περισσότερα) και τις φωτογραφίες «αγίων». Απαραίτητα, το διπλό κρεβάτι, η τουαλέτα – έπιπλο της Κυρίας και όλος ο εξοπλισμός της. Φορέματα και κοσμήματα αντιπαρατίθενται στη λιτότητα των μαύρων (με μοναστικές παραπομπές) φορεμάτων των υπηρετριών. Η είσοδος της Κυρίας, με τον περίτεχνο κότσο παπικής σημειολογίας, ολοκληρώνει το δίπολο.
Με τη ρέουσα μετάφραση του Ελύτη ανά χείρας, ο Μάγερς εμπιστεύθηκε τις ηθοποιούς του και πολύ καλά έκανε. Γι’ αυτό και οι «Δούλες» τούς ανήκουν.
Η Λένα Παπαληγούρα, στην καλύτερη ίσως ερμηνεία της, επιβεβαιώνει τον καλό χειρισμό των εκφραστικών της μέσων. Παίζει με το μυαλό της.
Η Μαρία Κίτσου, στον ρόλο της Κλερ, αφήνεται στις συναισθηματικές της εξαρτήσεις. Παίζει με την ψυχή της.
Λιγότερο ενταγμένη στο πνεύμα της παράστασης, η Σολάνζ της Ραφίκα Σαουίς παραμένει λιτή, αλλά δικαιώνεται στη σκηνή της «δολοφονίας» τής αδελφής της, λίγο πριν από το τέλος.
Αμεση παραπομπή στο πνεύμα και την αισθητική του Ζενέ από την ενδυματολόγο Ντένη Βαχλιώτη.
INFO: Μετάφραση:Οδυσσέας Ελύτης Σκηνοθεσία:Μπρους Μάγερς Σκηνικά: Αση Δημητρολοπούλου Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη Φωτισμοί: Εβίνα Βασιλακοπούλου Μουσική: Coti K. Κίνηση – χορογραφία: Φοίβος Παπαδόπουλος Παίζουν: Μαρία Κίτσου, Λένα Παπαληγούρα, Ραφίκα Σαουίς Εθνικό Θέατρο Μικρό Rex – Σκηνή Κατίνα Παξινού. Σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ