Μόνο αφού έχεις ολοκληρώσει το διάβασμα του μυθιστορήματος «Μελίσσια» του Αλέξη Σταμάτη αισθάνεσαι ότι μπορείς να λύσεις έναν γρίφο που σου προτείνεται από την αρχή: το μυθιστόρημα έχει γραφτεί για να γνωρίσουμε τους ήρωές του ως ανθρώπους με σάρκα και οστά ή έχει γραφτεί κυρίως για να μας εξιστορήσει ο αφηγητής την περιπέτειά του –καλύτερα να γράψουμε τους προβληματισμούς του –όσον αφορά την εξαλλαγή που υφίστανται οι λέξεις (το άπαν σχεδόν της δουλειάς ενός συνειδητού πεζογράφου), ενώ ζητούν να σαρκωθούν μέσα από ανθρώπους και από χρόνους που μεταβάλλονται ραγδαία αλληλοεπηρεαζόμενοι και αλληλοσυγκρουόμενοι;

Δεν εννοούμε προς Θεού ότι θα μπορούσε να έχει γράψει ο Σταμάτης στη θέση του μυθιστορήματος ένα δοκίμιο ή ότι η Αγάπη και ο «μυστηριώδης» βοηθός –που δεν είναι και τόσο μυστηριώδης –έχουν επινοηθεί ώστε μέσα από τη γοητεία των ζωντανών προσώπων να κάνουν πιο πειστική μια καθαρά πνευματική ανησυχία του δημιουργού τους. Σε σχέση με τη «μονιμότητα» που μπορεί να δώσει ο τελευταίος σε κάτι το φευγαλέο, το άπιαστο, το αενάως εξελισσόμενο, όπως είναι τα συναισθήματα και οι σκέψεις.

Σαν ψάρι στο νερό

Ο Σταμάτης κινείται μέσα σε αυτό το αναπόφευκτο σκιόφως όπως το ψάρι μέσα στο νερό. Κατορθώνει με μια ανάλαφρη έκφραση και ένα διανοητικό παιχνίδισμα να ανασύρει ένα βάθος που το πιο λογικό και το πιο πιθανό θα ήταν, αντικρίζοντάς το, να καταποντιστεί μέσα του παρά να προλάβει να το εκφέρει, πόσω μάλλον συναρθρωμένα να το διατυπώσει. Οταν μια πραγματικότητα ανακαλείται μέσα από ό,τι έχει γραφτεί γι’ αυτή –μην ξεχνάμε ότι η βασική ηρωίδα, η Αγάπη, δηλώνεται ως μια γκραν νταμ της ελληνικής λογοτεχνίας -, ενώ η πραγματικότητα που βιώνεται ετούτη εδώ τη στιγμή δεν διαφέρει, ως προς τους χώρους τουλάχιστον, σε σχέση με την ανακαλούμενη, το αποτέλεσμα δεν είναι να μετεωρίζεται κανείς ανάμεσα σε δύο μόνο χρόνους.

Είναι ότι το παρελθόν και το παρόν μεταβάλλονται σε ένα είδος πολυεστιακών γυαλιών που δίνουν στην πραγματικότητα, όσο ξεκάθαρη κι αν υπήρξε ή εξακολουθεί να είναι, μια εξωπραγματική διάσταση. Ετσι ώστε να μπορείς να μεταβάλλεις εσύ ο ίδιος ό,τι έχεις ζήσει, χωρίς να σου χρειάζεται ένας «συνένοχος» που συνδιαλλασσόμενος μαζί σου θα κάνει να αποκτήσει κύρος το αμφισβητούμενο και το αδιευκρίνιστο. Σωστά θα έλεγε κανείς ότι για την Αγάπη, που αναφέρεται με κληρονομημένες περγαμηνές και κριτικές για το έργο της, δεν διευκρινίζεται αν όλα τούτα συνιστούν μια καταξίωση που υπάρχει μέσα στο κεφάλι της ίδιας ή στο κεφάλι των αναγνωστών της ή, τέλος, στο κεφάλι των δικών της ανθρώπων. Ενώ η ίδια, παρά τα σπουδαία που έχει γράψει, θα μπορούσε για κάποιους να θεωρηθεί ακόμη και ψώνιο.

Παρηγοριά στην πλησμονή

Ισως να ήταν ο μόνος τρόπος ώστε να παρηγορηθεί μια πλησμονή που φαίνεται να διακατέχει τον δημιουργό της «Αμερικάνικης φούγκας» και της «Μητέρας στάχτης»: να εκφραστεί με έναν καινούργιο τρόπο ό,τι έχει ήδη ειπωθεί και η γλώσσα να κινείται στα έγκατα με όση ελευθερία διαθέτει όταν περιγράφει το προφανές. Αν η Αγάπη ήταν ένα πρόσωπο επίσημα εγκαταστημένο, όσα σπουδαία λέει αυτομάτως θα διαβάλλονταν, ενώ τώρα που παραμένει μιας αμφισβητήσιμης σημασίας για τον αναγνώστη, ο «βάρβαρος» συχνά τρόπος που εκφράζεται μοιάζει να νομιμοποιεί τις πιο αντιφατικές εκφάνσεις της γλώσσας. Ετσι το μυθιστόρημα μπορεί να καλύπτει ένα φάσμα που το ορίζουν, σε σχέση με την Αγάπη, από τη μια η καρτεσιανή σχεδόν αποστροφή «σκέφτεται ότι βρίσκονται σε μια σκοτεινή γωνιά της γλώσσας, σε ένα κομμάτι δυσδιάκριτο, όπου δεν μπορεί να έχουν και τόση εμπιστοσύνη στα λόγια» κι από την άλλη η επιλογή ενός άνδρα όπως «γαμάω και γαμάω καλά».

Αν σώνει και καλά θα θέλαμε να αναγνωρίσουμε δυο προγόνους στον Αλέξη Σταμάτη, θα αναφέραμε τον Μπέκετ και τον Καραγάτση. Οπως ακριβώς ο δημιουργός του «Τέλους του παιχνιδιού» με τα κουρέλια της γλώσσας φτιάχνει μια συμφωνία έξοχων νοημάτων, το ίδιο και στον Σταμάτη, όταν παύει να ερωτοτροπεί με τον διανοούμενο που σαφέστατα είναι, η λογιοσύνη και η λαϊκότητα δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα και αντί να αλληλοσυκοφαντούνται αλληλοσυμπληρώνονται. Οπως ακριβώς με τον δημιουργό της «Μεγάλης χίμαιρας», όπου η συζήτηση για τη λίμπιντο και η επιστημονική σχεδόν ανάλυση της τεστοστερόνης, αντί να κάνουν για τους ήρωές του τη σεξουαλική συνεύρεση λιγότερο παθιασμένη, μόνο ως ακόλαστη την εννοούν και την απολαμβάνουν, σαν να έχουν πλήρη άγνοια του πυρήνα της που οι ίδιοι ψυχραιμότατα έχουν ήδη αναλύσει.

Το αρχιτεκτόνημα

Μια σκέψη που παράγει πρωτότυπα αισθήματα και εικόνες

Αναμφισβήτητα, για να διαβάσεις τον Αλέξη Σταμάτη και να τον χαρείς, χρειάζεται να διαθέτεις μια λογοτεχνική παιδεία, να αισθάνεσαι μέρος ενός πολιτισμού – ας τον χαρακτηρίσουμε λογοτεχνικό – με ό,τι περιοριστικό ή απλωμένο εννοεί ο όρος αυτός. Δεν εννοούμε ότι αναγκαστικά πρέπει να έχεις διαβάσει προηγούμενα δικά του βιβλία. Οταν όμως μέσα στο μυθιστόρημά του γίνεται μνεία δημιουργών όπως ο Σαίξπηρ, ο Ντοστογέφσκι, ο Τσέχοφ, ο Τόμας Χάρντι, η Τζορτζ Ελιοτ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, ο Ουίλιαμ Φόκνερ, ο Χούλιο Κορτάσαρ, έστω κι αν παρεμβάλλονται μέσα στην αφήγηση με τον τρόπο που ένα ανώνυμο, συμπτωματικό πρόσωπο μπορεί να φωτίσει καταλυτικά την υπόθεση του βιβλίου, επόμενο είναι μια πληρέστερη γνώση των δημιουργών που αναφέραμε και του έργου τους να κάνει πιο προσβάσιμες τις «σκοτεινές» του πλευρές. Ακόμα περισσότερο όταν κάτι που έχουν εκστομίσει οι δημιουργοί αυτοί τρυπώνει μεταμφιεσμένο μέσα στην αφήγηση, με αποτέλεσμα να μεταβάλλει η τελευταία τη μνήμη και το αίσθημα, αποσπασματικά και ανακόλουθα καθώς είναι, σε εκφραστικά εργαλεία μιας ύψιστης διαύγειας. Παρά το χαώδες υλικό που έχει να κουμαντάρει ο Σταμάτης στα «Μελίσσια», η ακριβής γνώση του αρχιτεκτονήματος όπως πρέπει να παραδοθεί τον κάνει να μετέρχεται με επιστημονική ακρίβεια αλλά και ποιητική χάρη τους λαβυρίνθους μιας σκέψης, που αναθεωρούμενη διαρκώς παράγει, αντί για διανοουμενίστικα αντίγραφα, πρωτότυπα αισθήματα και εικόνες.