Το καμαρίνι της έχει κάτι από σχολικό διάλειμμα και πανηγύρι στα Κρέστενα Ηλείας. Η ίδια πίνει τσάι με μέλι, κάθεται σαν «ιέρεια» μπροστά από τον καθρέφτη, τη χτενίζει μια κοπέλα, λέει ανέκδοτα, ζεσταίνει τη φωνή της κι έχει κάτι από Ουμ Καλσούμ, Φαϊρούζ ή Μαρίκα Παπαγκίκα ή και κάτι από μια μοναχική γυναίκα που μπαινοβγαίνει σαν αερικό όλα αυτά τα χρόνια της θητείας της στο ελληνικό τραγούδι.
Φέτος, σε μεγάλη φωνητική φόρμα, μοιράζεται τη σκηνή της Ιεράς Οδού με τον Γιώργο Νταλάρα και την κουμπάρα της Γλυκερία. Τριάντα πέντε χρόνια μετά τη Διαγώνιο στην Πλάκα, οι τρεις τους ξανασυμπράττουν σε ένα πρόγραμμα που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ανασκόπηση του ελληνικού τραγουδιού (από το «Με γέλασαν μια χαραυγή» μέχρι τις «Μέλισσες» της Φωτεινής Βελεσιώτου). Η συνέντευξη με την Ελένη Βιτάλη στο καμαρίνι της «βγάζει και ειδήσεις»: η ίδια θα είναι στο πρόγραμμα που διαρκεί μέχρι το Πάσχα. Και μετά συναυλίες, Αμερική, δίσκο με τον Τάκη Σούκα σε ολοκαίνουργια λαϊκά τραγούδια και ένα Ηρώδειο σε παραγωγή της Πέγκυς Λαΐου, ένα Ηρώδειο γεμάτο Βιτάλη με καλεσμένους τραγουδιστές για το προσεχές φθινόπωρο.

Εχω ακόμη την εικόνα σας από την περσινή σας σύμπραξη με τον Σταύρο Ξαρχάκο εδώ στην Ιερά Οδό. Πειθαρχημένη, σφιγμένη.

Πειθαρχημένη εκούσια. Μου άρεσε η σχέση δασκάλου – μαθητή, όσο μεγαλώνεις να μαθαίνεις, εξαρτάται βέβαια ποιος είναι ο δάσκαλος. Μεγάλο σχολείο ο Ξαρχάκος, είχαμε ξανασυνεργαστεί παλιότερα στον Ζυγό, ήταν μεγάλη εμπειρία. Πέρυσι δεν πήγαμε πολύ καλά εμπορικά, αλλά καλλιτεχνικά, νομίζω, πιάσαμε υψηλά αποτελέσματα. Ηταν μεγάλο το μπάτζετ, μεγάλη ορχήστρα, όλοι ήταν πρωτοκλασάτοι μουσικοί.

Φέτος, με Νταλάρα και Γλυκερία επιστρέψατε στην εξωστρέφεια και στο κλίμα σας –αν και ολίγον συναυλιακό.

Είμαστε και τρεις σχολές. Οι καλοί τραγουδιστές, συγγνώμη που γίνομαι λίγο αυτοαναφορική, ταιριάζουν γιατί ξεκινάνε από το δημοτικό τραγούδι. Και οι τρεις έχουμε δημοτική, λαϊκή ρίζα.

Με ρώταγε ο ταξιτζής που με έφερε εδώ πώς είστε. Ολοι ρωτούν για εσάς. Δεν είχατε και την πιο ευθύγραμμη πορεία στη ζωή σας.

Είμαι πάρα πολύ καλά φέτος. Εχασα επεισόδια, είχα καθυστερήσει ένα διάστημα, αλλά τα τελευταία χρόνια, από το Κύτταρο και μετά, δεν έχω κάτσει. Με τον Χάικ Γιαζιτζιάν κάναμε τότε μια πρόταση, πήγαμε δύο σεζόν. Φέτος έχω ενέργεια. Να χαρώ, να δώσω αγάπη.

Είμαστε τόσο καλά πάνω, ο Γιώργος είναι σαν παιδάκι, ο κόσμος λύνεται, έρχονται και μεγάλες ηλικίεςεδώ και βλέπεις να γλεντάνε σαν παιδάκια, βλέπω τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους γουστάρουνε τα «Σκυλάδικα», την «Κιβωτό». Ακούγεται μπανάλ, αλλά η μουσική ενώνει τους ανθρώπους.

Τη δεκαετία του ’80 μεγαλουργήσατε, με σουξέ, με συνθέτες λαϊκούς αλλά και έντεχνους, αλλά και δημιουργίες μετά δικές σας. Σήμερα υπάρχει, αλήθεια, λαϊκό τραγούδι;

Υπάρχει αφού υπάρχει λαός, αν και διχασμένος πολιτιστικά, δεν σφυρίζουν εξάλλου όλοι το ίδιο στην τουαλέτα τους. Μεγάλο κοινό γεμίζει την ψυχούλα του με Παντελίδη, Κιάμο, Πάολα. Εχει αλλάξει η έννοια «λαός», αλλά με την πρέσα που φάγαμε ξαναγίναμε «λαός» με την καλή έννοια, έγινε καλύτερος ο κόσμος με την κρίση, η πείνα βγάζει δόντια, σου βάζει μυαλό, σε κάνει εφευρετικό.

Ναι, αλλά με την κρίση κάποιοι στράφηκαν στη Χρυσή Αυγή.

Τι δουλειά έχω εγώ με αυτούς, οτιδήποτε απαγορεύει τον λόγο δεν το θέλω. Πιστεύω στη ρήση του Βολταίρου για την ελευθερία της γνώμης. Είναι μια από τις τρεις βασικές μου αρχές.

Οι άλλες δύο;

Μην κατηγορείς κανέναν, να μην έχεις χρόνο να το κάνεις. Και να είσαι και αφηρημένος. Να μην είσαι πάντα συγκεντρωμένος, ο διάολος φοβάται το χιούμορ!

Ζήσατε και την εποχή της δισκογραφίας και τη σημερινή, σχεδόν προφορική εποχή. Τι γίνεται, αλήθεια;

Τραγούδια γράφονται καλά και σήμερα, όπως οι «Μέλισσες» του Γιώργου Καζαντζή και της Ελένης Φωτάκη που λέμε με τον Γιώργο (σ.σ. Νταλάρα). Μου αρέσει πολύ, είναι ένα πολύ μεγάλο τραγούδι, το έχει πει πολύ ωραία η Φωτεινή με τη σαγρέ φωνή της που θυμίζει Μπέλου. Σήμερα, με την υποχώρηση της δισκογραφίας το κακό είναι πως αναχαιτίζεται ο συνθέτης. Στα σκούρα όμως μας θέλω. «Δεν μπορώ να γράψω τραγούδι σε αναπαυτική καρέκλα» έλεγε ο Χατζιδάκις. Ο Μάνος ήταν ευφυής κι εγώ τα καλύτερα τραγούδια μου τα έγραψα σε χωρισμούς ή όταν επέστρεφα.

Ετοιμάζετε δίσκο μαθαίνω.

Ναι. Με τον Τάκη τον Σούκα γράφουμε καινούργια τραγούδια, αριστουργήματα, τελειώνουμε τώρα. Τον Τάκη τον νιώθω δεύτερο πατέρα μου μετά τον φυσικό μου πατέρα και μουσικό Τάκη Λαβίδα. Με τον Σούκα έγινα μαρκίζα, έκανα επιτυχίες. Και με τον Νικολόπουλο βέβαια.

Τι άλλο περιμένουμε από εσάς;

Θα κάνω ένα Ηρώδειο με παραγωγό την Πέγκυ Λαΐου. Θα είναι όλο πάνω μου και θα έχουμε και καλεσμένους τραγουδιστές.

Σε πανηγύρι θα ξαναπηγαίνατε, δεδομένου πως από τα πατάρια τους ξεκινήσατε;

Μου αρέσουν πολύ τα πανηγύρια. Με μεγάλους θα ξαναπήγαινα. Με τον κρουστό Κώστα Μερετάκη, τον κιθαρίστα Δημήτρη Λάππα (σ.σ. στην Ιερά Οδό είναι ο μόνος μουσικός που έφερε η Ελένη φέτος), με το μεγάλο κλαρίνο του Σαλέα ή του Αχαλινωτόπουλου, με τα βιολιά του Γιώργου Μαρινάκη, του Γκουβέντα, του Μαργώνη. Από τα πανηγύρια εξάλλου ξεκίνησα. Με τους Λαβιδαίους, με τους Σουκαίους, τους Χαλκιάδες (τον Τάσο, τον Φώτη). Εβγαζα την ποδιά και έβαζα το φόρεμα και τις τακούνες.

Τι ψηφίσατε αλήθεια;

Είμαι χαρούμενη και περήφανη που ψήφισα τον Τσίπρα, μόνο που πήγε Καισαριανή μου αρκεί. Γιατί δεν το έκανε κι άλλος πριν;

«Οταν μπήκα φυλακή»

«Οταν μπήκα φυλακή για οπλοκατοχή ήμουν 32 χρονών» θυμάται η Ελένη Βιτάλη. «Ηταν πολύ ωραία, έμεινα δέκα μέρες και έμαθα να φτιάχνω κάλτσες. Ολη αυτή η περιπέτεια ήταν προβοκάτσια από αλλού. Είχα ανέβει πολύ και ενοχλούσα, μου κάνανε ζημιά, αλλά ήλθε ο Καζαντζίδης, ο Νταλάρας, ο Σαββόπουλος και εγγυήθηκαν για μένα.

Το πιστόλι που βρέθηκε είχε χρησιμοποιηθεί σε ποινική ενέργεια. Από τη φυλακή βοήθησα και μια κρατουμένη γιατί την πίστεψα. Μια Ιταλίδα που είχε έλθει Ελλάδα, ο γκόμενός της είχε αυτοκίνητο γεμάτη κοκαΐνη, πέρασαν από Πάτρα και τους έπιασαν. Με έβαλαν στις βαρυποινίτισσες, ο αρχηγός των φυλακών το διέταξε, ένας πολύ καλός άνθρωπος. «Κάτω θα περάσετε άσχημα», μου είχε πει, «ενώ πάνω στις βαρυποινίτισσες θα σας σεβαστούν –έγκλημα θα μπορούσε να κάνει ο καθένας»».