Στη Μάγια, από τη Γεωργία

Θα ήταν αδύνατο να φανταστεί ο Αγγελος Τερζάκης, όταν έγραφε σαράντα χρόνια πριν πως «προτιμώ να φύγω μαζί με την εποχή μου παρά να αναπνεύσω τον αέρα άλλων καιρών», ότι θα εικονογραφούσε με τον πιο παραστατικό τρόπο τον ποιητή Γιάννη Κοντό. Δεν είναι σίγουρο, μπορεί όμως να το πιστεύει κανείς, ότι ο δημιουργός του «Αθλητή του τίποτα» και των «Ευγενών μετάλλων» θα συνέχιζε να ζει αν δεν είχε απομακρυνθεί από τον εκδοτικό οίκο όπου είχε δουλέψει για τριάντα τρία χρόνια, και αν δεν είχε πεθάνει ο Μένης Κουμανταρέας. Τα δυο αυτά περιστατικά έδειχναν να αλλάζει δραματικά για τον ίδιο η ατμόσφαιρα της πόλης μέσα στην οποία ήθελε να ζει.

Εχοντας εξελιχθεί σε ένα είδος «στοιχειού» της πόλης, «ήλεγχε» τους δρόμους και τις γειτονιές της σε σχέση πάντα με τους ποιητές και τους συγγραφείς που είχε συναντηθεί μαζί τους. Δεν υπήρχε καμιά διαφορά αν επρόκειτο για ταβέρνα ή θέατρο, για καφετέρια ή για την Ακαδημία. Οι χώροι είχαν καθαγιαστεί γιατί είχε αναγνωρίσει από μακριά στην είσοδο ενός κινηματογράφου τον Γιώργο Σεφέρη ή είχε κουβεντιάσει με τον Τάσο Λειβαδίτη γωνία Ακαδημίας και Γενναδίου.

ΓΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΚΤΙΣΜΑΤΑ. Αναγνώριζε γωνιές της πόλης ή κτίσματα όπως είχαν απαθανατιστεί σε ποιήματα και μυθιστορήματα, που ενδέχεται να τα είχανε ξεχάσει οι ίδιοι τους οι δημιουργοί, και το κέντρο της Αθήνας αφύπνιζε στο μυαλό του εικόνες περιστατικών όπως είχανε διαδραματιστεί σαράντα ή και πενήντα χρόνια πριν γεννηθεί ο ίδιος.

Με τον θάνατό του χάνεται ο πιο ευαίσθητος παλμογράφος της πόλης, που κατέγραφε ισοτίμως το χρώμα των ματιών ενός εφημεριδοπώλη με τον τρόπο που βάδιζε ο αντιβασιλέας Γεώργιος Ζωιτάκης –είχαν συναπαντηθεί τυχαία ενώ ο Κοντός πήγαινε στο Ιπποκράτειο να δει έναν άρρωστο φίλο του, τον ποιητή Γιάννη Νεγρεπόντη. Αν και βαθύτατα μονήρης, θα έλεγε κανείς πως του ήταν αδύνατο να ζήσει χωρίς τους άλλους.

Από την πρώτη ημέρα, ή μάλλον νύχτα, της συνάντησής μας στη βεράντα του σπιτιού του –μεσούσης της χούντας -, με τον Μάνο Χατζιδάκι να σχολιάζει χαμηλόφωνα ενώ ακουγόταν μουσική του Μίκη Θεοδωράκη από ένα γειτονικό σπίτι, λέγοντας «είναι θέμα κακού γούστου», ώς το απόγευμα της Τρίτης, 9 Δεκεμβρίου, που πονώντας στο κρεβάτι του στο Αττικόν υπαγόρευσε το κείμενό του για τον Μένη Κουμανταρέα, μιλούσε για τους άλλους σάμπως η παρουσία τους να ήταν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να δοθεί σε οποιονδήποτε. Ετσι ώστε ακόμα και στην Εντατική να θεωρήσουμε πως θα ανακάμψει διαβάζοντας την αφιέρωση που του έγραψε ο Κώστας Μητρόπουλος στο ημερολόγιό του, που είχε κυκλοφορήσει με «ΤΑ ΝΕΑ» την Πρωτοχρονιά, κι όπου του έλεγε: «Γιάννη, να γίνεις καλά τώρα, αμέσως».

ΤΟΥΣ ΕΚΑΝΕ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ. Είχε τον τρόπο να μεταβάλλει σε προσωπική περιουσία τους άλλους είτε επρόκειτο για τον Γιάννη Ρίτσο και τον Μίλτο Σαχτούρη –που τους γνώριζε καλά –είτε για τη Μαρία Κάλλας και την Κατίνα Παξινού που είχε διαβάσει, είχε ακούσει να μιλάνε γι’ αυτές. Σε βαθμό που αν ένας άλλος ποιητής διατηρούσε άλλου είδους αναμνήσεις –έστω κι αν είχε γνωρίσει αυτούς που ο Κοντός δεν είχε καμία προσωπική επαφή -, να παραξενεύεται πώς είναι δυνατόν να μη συμφωνεί μαζί του.

Ζούσε την καθημερινότητα σαν να επρόκειτο για ένα γραμμάτιο που ο μόνος τρόπος για να εξοφληθεί ήταν μια άκρως τακτοποιημένη ζωή. Στην άκρη όμως αυτής της παράξενης εξόφλησης καραδοκούσε το θαύμα της ποίησης. Θα ήταν αδύνατον να υπάρξει το θαύμα αυτό αν η ζωή του, όμοια με όλων των άλλων, δεν διέφερε ως προς την εμμονή της οργάνωσης –για τον Κουμανταρέα το αντίστοιχο ήταν οι νυχτερινές του περιπλανήσεις.

Μια εμμονή επίσης του Γιάννη Κοντού ήταν ότι η ποίηση συνιστά ένα είδος προστασίας σε κάθε μορφής αρρώστια ώστε όταν υπάρξει αυτή, μπορεί κανείς να την αγνοεί, γιατί η ποίηση είναι από μόνη της ένας ασφαλέστατος εξοπλισμός. Διαψεύστηκε άραγε σ’ αυτό; Αν και η αρρώστια τον κατέβαλε τελικά, έχουμε την εντύπωση ότι επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά.