«Κυρίως είμαι κηπουρός στις πέτρες». Αυτό έγραφε ο ποιητής Γιάννης Κοντός στις «Πρόκες στα σύννεφα», ανθολόγηση του έργου του που συμπληρωνόταν με 20 χαρακτικά του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Και αν ο ευγενής, ευαίσθητος, λόγιος και λαϊκός μπορούσε να μεταποιήσει την πιο καθημερινή εικόνα της πόλης σε ποίημα σαν κηπουρός του εφήμερου, από χθες η λογοτεχνική πιάτσα, ο κόσμος του βιβλίου, οι αναγνώστες που βρήκαν καταφυγή σε κάποιο ποίημά του θα μείνουν με τις γύρω σκληρές πέτρες της καθημερινότητας καθώς ο Γιάννης Κοντός έφυγε για πάντα στα 72 του χρόνια στο Αττικό Νοσοκομείο, ύστερα από πολύμηνη ταλαιπωρία με την υγεία του.

Το πένθος είναι βαρύ για έναν από τους τελευταίους λογοτέχνες του άστεως, έναν αφοσιωμένο στα Γράμματα από την εποχή ακόμη του 1965, όταν πρωτοδημοσίευσε ποίηση και όταν αργότερα μαζί με τον ακριβό του φίλο Θανάση Νιάρχο άνοιξαν το περίφημο βιβλιοπωλείο Ηνίοχος (Σόλωνος 43). Το τελευταίο υπήρξε για τέσσερα χρόνια το φυτώριο της ποιητικής γενιάς του ’70, της οποίας οι Κοντός και Νιάρχος υπήρξαν μέλη (μαζί με τους Βέη, Βαρβέρη, Ρουκ, Ποταμίτη, Λιοντάκη, Υφαντή, Φωστιέρη, Χρονά κ.ά.).

«Οι ποιητές που αποτελούσαν την πρώτη ζύμη της γενιάς του ’70 ήτανε γύρω στο 1969-71 ο Βασίλης Στεριάδης, ο Δημήτρης Ποταμίτης (παραμελημένος και έξυπνος), ο Λευτέρης Πούλιος, ο Γιώργος Μαρκόπουλος και λίγο μετά ο Γιάννης Βαρβέρης. Μετά το 1975 ο καθείς τράβηξε τον δρόμο του αφού είχε πέσει η χούντα και εξέλιπε ο συνεκτικός κρίκος της ομαδοποίησης και του γλωσσικού ιδιώματος» έλεγε στον γράφοντα ο Γιάννης Κοντός σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο Βιβλιοδρόμιο των «ΝΕΩΝ» (19 Ιουλίου 2014) και έμελλε να είναι και η τελευταία του, ενώ συμπλήρωνε: «Αρθρώθηκε ο δικός μας λόγος: ένα σύγχρονο γλωσσικό όραμα και με χιούμορ, ενώ ενυπήρχε και η ειρωνεία για το καθεστώς, όχι εμφανής αλλά συγκαλυμμένη».

Ας θυμηθούμε ότι η γενιά μετά τη λεγόμενη γενιά της ήττας άρχισε να εκδίδει μέσα στη χούντα, αν και η πολιτική της νύξη δεν υπήρξε κραυγαλέα εκφράζοντας και μια νέα ζωή στην πόλη. Εξέχουσα μορφή αυτού του νέου ποιητικού τρόπου ήταν ο Κοντός. Δήλωνε εικονοποιός και είχε λατρεία για τη ζωγραφική, προλόγιζε και έγραφε για εικαστικούς. Λάτρευε την Αθήνα και από αυτήν αντλούσε μέρος της έμπνευσής του ως δεινός περιπατητής και «χαρτογράφος» της. Συνδέθηκε με πρόσωπα όπως ο Σαχτούρης ή ο Σινόπουλος που αναπόφευκτα υπήρξαν και οι βασικές του επιρροές. Λάτρευε τον Τσιτσάνη τον οποίο είχε γνωρίσει. Είχε βαθιά συμβολή στα Γράμματα ως σύμβουλος εκδόσεων του Κέδρου για χρόνια.

Ηταν μια περσόνα της προφορικότητας, θαμώνας σε καφενεία και ζυμωμένος από τις πνευματικές του παρέες, συντρέχτης και ανοιχτόκαρδος. Πάνω απ’ όλα όμως, τώρα που ο Κοντός δεν είναι πια εδώ, μπορούμε να πούμε πως υπήρξε ο πιο εξέχων της γενιάς τού ‘70. Και γράφοντας για μισό αιώνα, μόνο τυπικά θα πρόσθετα πως το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» και το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Εξάλλου, η μέγιστη διάκριση ήταν η αποδοχή από τον κόσμο, το σινάφι του και από ένα δυναμικότερο και πιο απαιτητικό κοινό που τον ανακάλυψε πιο πρόσφατα όταν η συνολική ποιητική σοδειά του συγκεντρώθηκε σε έναν τόμο με τον λιτό τίτλο «Τα Ποιήματα (1970-2010)» στις εκδόσεις Τόπος (εδώ βγήκε και η συλλογή κειμένων του «Μυστικά Τοπία»). Ο ίδιος ακάματα άφησε προσφάτως μερικές δουλειές και ετοίμαζε πυρετωδώς κάποιες ακόμη: ένα παιδικό παραμύθι στις εκδόσεις Παπαδόπουλος, μικρά πεζά με τίτλο «Θανάσιμα Επαγγέλματα» (εκδ. των Φίλων) και ποίηση από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ο θάνατος άφησε ημιτελείς τις ιδέες του. Και τώρα, μένει ανοιχτή η ταξινόμηση της σπουδαίας ποιητικής του φωνής.