Ο Ντέιβιντ Κάμερον «είναι Charlie Hebdo», το απέδειξε συμμετέχοντας την περασμένη Κυριακή μαζί με άλλους ηγέτες στην ιστορική πορεία στο Παρίσι, ενώ η παλαιότερη γέφυρα του Τάμεση φωτιζόταν στα τρία χρώματα της γαλλικής σημαίας, προς τιμήν των δώδεκα νεκρών της επίθεσης στο γαλλικό σατιρικό περιοδικό. Ο βρετανός πρωθυπουργός το απέδειξε ξανά, όταν επαίνεσε δημοσίως την τελευταία σατιρική απεικόνιση του Μωάμεθ από το γαλλικό περιοδικό, υποστηρίζοντας το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, «ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι κάποιοι μπορεί να προσβληθούν».

Η ΑΠΕΙΛΗ. Ο Κάμερον όμως είναι και πολιτικός –και μάλιστα σε περίοδο προεκλογικού κλίματος ενόψει των γενικών εκλογών του Μαΐου. Ο απόηχος λοιπόν της τρομοκρατικής επίθεσης στο Παρίσι και οι προειδοποιήσεις από τη βρετανική Υπηρεσία Ασφαλείας MI5 για τις αυξημένες πιθανότητες να μπει και το Λονδίνο στο στόχαστρο της ισλαμικής τρομοκρατίας εμπλουτίζουν, από μια άποψη, την προεκλογική του ατζέντα. Η αντιμετώπιση όμως της τρομοκρατικής απειλής και η λήψη αυστηρότερων μέτρων ασφαλείας είναι σημείο τριβής στο εσωτερικό της κυβέρνησης, καθώς οι Φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί αρνούνται πεισματικά να στηρίξουν τις προτάσεις των Τόρις, οι οποίες, σύμφωνα με τον αρχηγό τους Νικ Κλεγκ, θέτουν σε κίνδυνο την «ελευθερία όλων των βρετανών πολιτών».

Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο βρετανός πρωθυπουργός μεταθέτει το κέντρο βάρος της εκστρατείας του σε κάτι πιο «ασφαλές», δηλαδή στη βρετανική οικονομία, και σε κάτι «πιο μετρήσιμο», δηλαδή στο δημόσιο έλλειμμα. «Οταν κοιτάτε στα μάτια τα παιδιά που αγαπάτε, θέλετε να τα φορτώσετε με μια κληρονομιά ογκώδους χρέους; Θέλετε να περιορίσουμε το μέλλον τους, να δυσκολέψουμε τη ζωή της γενιάς τους, αρνούμενοι να κάνουμε αυτό που πρέπει στη δική μας γενιά;» αναρωτήθηκε σε ομιλία του στο Νότιγχαμ.

Αυτό το είδος «στρατηγικής του φόβου», όπως θα λεγόταν στην Ελλάδα, βασίζεται στην ανάκαμψη της βρετανικής οικονομίας –όπως αυτή ορίζεται, μεταξύ των άλλων, από τον πληθωρισμό που έπεσε για πρώτη φορά από το 2000 στο 0,5% και τις τιμές ενέργειας και πετρελαίου. Αν, από την άλλη, η διαχείριση της οικονομίας περάσει στα χέρια των Εργατικών, η μοίρα της χώρας «είναι γραμμένη στον τοίχο», σύμφωνα με τον Κάμερον. Προς το παρόν, πάντως, οι Βρετανοί δεν δείχνουν να πείθονται. Αλλωστε, η επιστροφή της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης που διαφημίζει η κυβέρνηση δεν είναι αισθητή σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. «Για μένα τα πράγματα είναι ακόμη δύσκολα, ειλικρινά δεν βλέπω πώς θα γίνουν καλύτερα» λέει στα «ΝΕΑ» ο 28χρονος Μάικ Τζόουνς, υπάλληλος σε μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ. «Μπορώ να πω το ίδιο για πολύ κόσμο που ψωνίζει εδώ» προσθέτει. Η τάση αυτή αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις. Στις περισσότερες μετρήσεις το κόμμα των Εργατικών εμφανίζεται να προηγείται με διαφορά της τάξης του 2%, ενώ μια μέτρηση δίνει στους δύο αντιπάλους από 32%. Οι φιλελεύθεροι του Κλεγκ είναι στο 7% και το ξενοφοβικό UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ στο 14%.

ΤΟ ΝΤΙΜΠΕΪΤ. Κάτι που θα μπορούσε να ξεθολώσει κάπως τα νερά είναι το τηλεοπτικό ντιμπέιτ ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων, το οποίο όμως έχει καταλήξει να θυμίζει περισσότερο μουσικές καρέκλες παρά δημόσιο διάλογο. Η απόφαση του τηλεοπτικού δικτύου ITV να συμμετάσχει στο προβλεπόμενο ντιμπέιτ το ακροδεξιό κόμμα UKIP και όχι το κόμμα των Πρασίνων, είναι η επίσημη δικαιολογία του Κάμερον για την αποχή του από ένα διάλογο που «θα έπρεπε να περιλαμβάνει είτε όλα τα εθνικά κόμματα είτε μόνο τους δύο υποψήφιους πρωθυπουργούς». Από την άλλη, μια ενδεχόμενη συμμετοχή των Πρασίνων θα δώσει το πάτημα στο, επίσης μικρό, Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας να απαιτήσει μια καρέκλα. Το αποτέλεσμα αυτού του αδιεξόδου ήταν να αποκαλεί στη Βουλή των Κοινοτήτων ο Μίλιμπαντ τον Κάμερον «κότα που τρέχει να κρυφτεί από ένα ανοιχτό ντιμπέιτ», και ο πρωθυπουργός να ανταποδίδει τον χαρακτηρισμό, αποκαλώντας τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης «κότα που τρέχει να κρυφτεί από τους Πράσινους». Οπως φαίνεται, αυτή είναι μόνο η αρχή μιας μακράς κοκορομαχίας.