Το έργο αυτό, εκτός από μοναδικό στη βιβλιογραφία του Χέμινγουεϊ, είναι από μια άποψη μοναδικό και στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Ο λόγος: το κίνητρο της συγγραφής του. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε εκούσια για να απορριφθεί! Το θέμα έχει ως εξής: ο πάπας της αμερικανικής λογοτεχνίας είχε στα νιάτα του (το συγκεκριμένο βιβλίο εκδόθηκε όταν ο Χέμινγουεϊ ήταν 27 ετών) ένα συμβόλαιο με τον μεσαίας εμβέλειας εκδοτικό οίκο Boni and Liveright για τρία συνεχόμενα μυθιστορήματα.

Ο σταρ του εκδοτικού αυτού οίκου ήταν ο μέγας Σέργουντ Αντερσον, του οποίου τη μεγάλη επιτυχία «Το μαύρο γέλιο» (Dark laughter, ελλ. Μαύρο Γέλιο, μτφ. Ρ. Κλωσσοπούλου, Οδυσσέας, 1984) παρωδεί ασύστολα ο Χέμινγουεϊ στους «Χείμαρρους της άνοιξης» (λεπτομέρεια: ο Χέμινγουεϊ ήταν και φίλος και μέγας θαυμαστής του Αντερσον τον οποίο θεωρούσε από τις σημαντικές επιρροές του).

Την εποχή εκείνη έγινε στον Χέμινγουεϊ μια προσφορά από τον πολύ πιο σημαντικό εκδοτικό οίκο Scribner. Για να μπορέσει να σπάσει το συμβόλαιο με τους Boni and Liveright έπρεπε να εκπληρωθεί ένα όρος που ανέφερε πως στην περίπτωση που ο συγγραφέας κατέθετε ένα βιβλίο το οποίο ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος απέρριπτε, το σύνολο του συμβολαίου έπαυε να ισχύει.

Δεν χρειαζόταν και πολλή σκέψη για να αποφασίσει ο Χέμινγουεϊ πως αν παρέδιδε στους Boni and Liveright ένα βιβλίο που παρωδούσε ανερυθρίαστα τον μεγάλο τους σταρ, εκπρόσωπο της περίφημης σχολής του Σικάγου, τον μέγα και τρανό Σέργουντ Αντερσον (παρότι όπως είπαμε τον θεωρούσε μέντορά του!) θα το απέρριπταν χωρίς συζήτηση. Πράγμα που φυσικά και έγινε.

Συμπληρωματικά πρέπει να αναφέρουμε πως ο Χέμινγουεϊ είχε ήδη συλλάβει την πλοκή τού «Κι ο ήλιος ανατέλλει», μυθιστόρημα το οποίο υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του και για πολλούς το καλύτερό του βιβλίο. Ταυτόχρονα είχε περάσει την περίοδο του Παρισιού και την καταλυτική γνωριμία του με τη Γερτρούδη Στάιν.

Καταλυτική, μια και η Στάιν ήταν εκείνη η οποία πρότεινε στον πολλά υποσχόμενο πεζογράφο να πετάξει από την πρόζα του κάθε φκιασίδι, να «σκοτώσει τα αγαπημένα του», να απαλλαγεί από τα ψιμύθια, να «πήξει το γάλα».

Ο Χέμινγουεϊ ακολούθησε κατά γράμμα της συμβουλή της grande dame των ευρωπαϊκών γραμμάτων, καταλήγοντας έτσι στον απέριττο τρόπο γραφής που έγινε το σήμα κατατεθέν του και τον έκανε να ξεχωρίσει σαν τη μύγα μες στο γάλα από τους συγγραφείς της γενιάς του.

Για να γυρίσουμε στους «Χειμάρρους», έχουμε να κάνουμε με ένα παράδοξο: ένα βιβλίο γραμμένο per se γα να απορριφθεί. Θα περίμενε λοιπόν κανείς να είναι ένα μέτριο αφήγημα. Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο. Πρόκειται για ένα πραγματικό λογοτεχνικό διαμάντι, μια φάρσα-κομψοτέχνημα που αν οι Boni and Liveright είχαν φαντασία και ο Σέργουντ Αντερσον χιούμορ θα το εξέδιδαν με αγαλλίαση.

Η συνεχεια ΣΤΗΝ ΕΠΌΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

συνεχεια απο τη σελΙΔΑ 1

Το βιβλίο είναι αταξινόμητο, θα έλεγε κανείς πως είναι ταυτόχρονα ένα διήγημα, μια νουβέλα, ένα ψευδομυθιστόρημα. Τύποις, αφηγείται τη ζωή του Σκριπς Ο’ Νιλ και του Γιόγκι Τζόνσον, δύο περιπλανώμενων ονειροπόλων. Ο πρώτος κουβαλάει στον κόρφο του ένα σπουργίτι εν είδει «σωματικού κατοικίδιου» και παντρεύεται σε μια σουρεαλιστική σκηνή μια ηλικιωμένη σερβιτόρα, ο δεύτερος είναι βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου –με το δεξί του χέρι τραυματισμένο –όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ. Δύο αξέχαστοι χαρακτήρες οι οποίοι κάτω από την επιφάνεια αντιπροσωπεύουν τον μέσο Αμερικανό, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπουν στους Μπρους Ντάντλεϊ και Σποντζ Μάρτιν του Σέργουντ Αντερσον στο «Μαύρο γέλιο», την αιτία αυτής της σπάνιας λογοτεχνικής ίντριγκας.

Στην πορεία ο Χέμινγουεϊ κάνει απίστευτα πράγματα με την αφήγηση, που θα τα συναντήσουμε χρόνια αργότερα στο μεταμοντέρνο κίνημα. Η ειρωνεία φτάνει στον βαθμό τού να σπάει σε πολλά σημεία με πλήρη άνεση τον «τέταρτο τοίχο». Σε κάποιο σημείο μάλιστα (ως ο συγγραφέας του βιβλίου) δηλώνει ευθαρσώς σε σημείωμα προς τον αναγνώστη πως αν έχει βαρεθεί, δεν έχει πρόβλημα να προσθέσει και μερικά καλά ανέκδοτα, […] τα καλύτερα τα πήραμε από τον κύριο Φορντ Μάντοξ Φορντ […], λέει –έναν άλλο γνωστό συγγραφέα της εποχής. Και ενώ κάπου μας πληροφορεί ότι αφού τέλειωσε το κεφάλαιο που μόλις διαβάσαμε, έφαγε ωμή καπνισμένη ρέγκα με τον Τζον Ντος Πάσος, ο οποίος του είπε «Χέμινγουεϊ, έγραψες ένα αριστούργημα», σε ένα άλλο σημείο εξομολογείται πως […] μετά χαράς θα διάβαζα οτιδήποτε έγραφε ποτέ ο αναγνώστης και ελπίζω ο αναγνώστης να δείξει την ίδια επιείκεια. […] Αλλού σχεδόν εκλιπαρεί τους αναγνώστες να αγοράσουν το βιβλίο μια και ο ίδιος παίρνει μόνο είκοσι σεντς το αντίτυπο, αλλά αν πουληθούν χιλιάδες. Στο τέλος τους ρωτάει ευθέως πώς τους φάνηκε και τους ενημερώνει ότι το έγραψε (κι αυτό είναι αλήθεια), μέσα σε δέκα ημέρες!

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια τα οποία αρχίζουν μ’ ένα επίγραμμα του βρετανού συγγραφέα του 18ου αιώνα Χένρι Φίλντινγκ (ο οποίος με τη σειρά του έχει γράψει ένα βιβλίο παρωδώντας τον «πρόγονό» του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον).

Ενα λογοτεχνικό βόντβιλ, ένα αφηγηματικό μπουρλέσκ, μια ακραία φάρσα, μια εξαίρεση στον κανόνα του μεγάλου αμερικανού πεζογράφου, το βιβλίο του Χέμινγουεϊ είναι σκέτη απόλαυση. Για να είμαστε όμως δίκαιοι, εκείνοι που θα το απολαύσουν περισσότερο είναι οι βιβλιόφιλοι που γνωρίζουν καλά τα τι και τα πώς της λογοτεχνίας της εποχής και τους συγγραφείς τους οποίους παρωδεί. Παράλληλα ο υποψιασμένος αναγνώστης θα αναγνωρίσει (μασκαρεμένες ή όχι) αρκετές από τις αρετές που θα έκαναν τον Χέμινγουεϊ έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Και όντως δεν άργησε. Εκανε μόλις κάτι μήνες. Με το επόμενο κιόλας βιβλίο του «Κι ο ήλιος ανατέλλει» θα έμπαινε στο Πάνθεον των μεγάλων συγγραφέων της γενιάς του. Για να συμβεί όμως αυτό, έπρεπε να συνθέσει (να στήσει) αυτή την κομψή, μοναδική, λογοτεχνική μηχανορραφία που αξίζει να χαρείτε.

Ernest Hemingway

Οι χείμαρροι της άνοιξης

Μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος

Εκδ. Καστανιώτη, 2014, Σελ. 114

Τιμή: 10,65 ευρώ