Την προειδοποίηση ότι χωρίς την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής μέσα σε ένα αποδεκτό χρονικό διάστημα το κόστος για την χώρα θα μεγεθυνθεί υπέρμετρα, απηύθυνε ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης μιλώντας στο πρωτοχρονιάτικο δείπνο του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, παρουσία προσωπικοτήτων του πολιτικού, διπλωματικού, τραπεζικού και επιχειρηματικού κόσμου.

Ο κ. Χαρδούβελης υπογράμμισε πως το 2014 ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ υπερέβη τον επίσημο στόχο του 0,6% και επανέλαβε πως είναι δυνατή η επίτευξη του επίσημου στόχου για ρυθμό ανάπτυξης 2,9% το 2015.

Σημείωσε δε πως αναμένεται να επιτευχθεί και ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% το 2014.

Η χώρα σε κρίσιμη καμπή

Ο υπουργός ανέφερε πως η χώρα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, καθώς η κυβέρνηση που θα εκλεγεί θα αναλάβει να ολοκληρώσει την τελευταία αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος προσαρμογής.

Στο σημείο αυτό αναγνώρισε πως ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2015 δεν είναι μεγάλος και πιθανόν να απαιτηθεί παράταση από τους Ευρωπαίους εταίρους. Ξεκαθάρισε ωστόσο πως χωρίς την ολοκλήρωση του προγράμματος μέσα σε ένα αποδεκτό χρονικό διάστημα, το κόστος για τη χώρα μεγεθύνεται υπέρμετρα.

Όπως τόνισε, υπάρχει πιθανότητα απώλειας δόσεων ύψους 7,2 δισ. ευρώ, στις οποίες περιλαμβάνεται και το 1,8 δισ. ευρώ από την επιστροφή στην Ελλάδα του κεφαλαιακού κέρδους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την αγορά ελληνικών ομολόγων. «Το κράτος έχει ήδη δανειστεί το μέγιστο δυνατό ποσό των 15 δισ. ευρώ μέσω εντόκων γραμματίων και η πρόσβαση στην αγορά ομολόγων είναι απαγορευτική», ανέφερε.

Σύμφωνα με τον υπουργό, χωρίς την ολοκλήρωση του προγράμματος, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να επιστρέψει το ποσό των 11,4 δισ. ευρώ που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, κάτι που θα μειώσει μεν το ελληνικό χρέος, αλλά θα ακυρώσει το «μαξιλάρι» ασφαλείας του Δημοσίου.

Έτσι, όπως ανέφερε, η Ελλάδα θα βρεθεί μόνη της να αντιμετωπίσει τις αγορές και δεν θα υπάρχει ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης και κανένα δηλαδή μαξιλάρι ασφαλείας.

Ο κ. Χαρδούβελης επεσήμανε ακόμη πως χωρίς την ολοκλήρωση του προγράμματος, η ΕΚΤ δεν θα δύναται να παρέχει ρευστότητα ύψους 45 δισ. ευρώ στις ελληνικές τράπεζες και οι τράπεζες θα αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν τον μηχανισμό του ELA (Emergency Liquidity Assistance) από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο οποίος λειτουργεί με αποκλειστικό εγγυητή το Δημόσιο και κοστίζει περισσότερο.

«Το επιπλέον κόστος θα πιέσει τα εγχώρια επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων και νοικοκυριών ακόμα πιο ψηλά» επεσήμανε χαρακτηριστικά.

Μάλιστα, υποστήριξε πως εάν η Ελλάδα εμφανιστεί χωρίς πρόγραμμα θα καταστεί «σχεδόν αδύνατη» η υπαγωγή των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και έτσι θα «χάσει η Ελλάδα το τρένο» της εύκολης χρηματοδότησης.

Η νέα σχέση με τους δανειστές

Περιγράφοντας τη νέα σχέση της Ελλάδας με τους ευρωπαίους εταίρους της ο κ. Χαρδούβελης είπε πως η χώρα θα καθορίσει μαζί με τους Ευρωπαίους τους όρους που θα διέπουν τον ευρωπαϊκό προληπτικό μηχανισμό στήριξης ECCL (Enhanced Conditions Credit Line) ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ.

Ξεκαθάρισε δε πως η ύπαρξη του ECCL θα μειώσει τα επιτόκια δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου από τις αγορές και η χώρα θα έχει ικανοποιητική πρόσβαση στην χρηματοδότηση των αναγκών της από την ελεύθερη αγορά.

Παραδέχτηκε, ωστόσο, πως ο προληπτικός μηχανισμός στήριξης θα συμπεριλάβει ορισμένα διαρθρωτικά ορόσημα, που απαιτείται η χώρα να πληροί, τα οποία θα αποτελούνται κυρίως από δράσεις που δεν τελείωσαν το 2014 στο δεύτερο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, αλλά και άλλες δράσεις.

Αναφερόμενος στη σχέση της Ελλάδας με το ΔΝΤ, ο κ. Χαρδούβελης ανέφερε πως θα μπορούσε να μεταβληθεί σε πιστοληπτική γραμμή στήριξης, σε αντιστοιχία με το ευρωπαϊκό ECCL.

Η ελάφρυνση του χρέους

Ο υπουργός αναφέρθηκε και στη συζήτηση για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Όπως είπε είναι πιθανόν η νέα κυβέρνηση να καταλήξει σε συμφωνία που θα περιλαμβάνει την επιμήκυνση της διάρκειας λήξης των δανείων του επίσημου τομέα, αλλά και στην μετατροπή των επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά.

«Η επιμήκυνση είναι μια τροποποίηση των όρων του δανείου, που μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους εταίρους. Χωρίς ζημία στον Ευρωπαίο φορολογούμενο, μας βοηθάει διότι σπρώχνει τις υποχρεώσεις μας βαθύτερα προς το μέλλον, μειώνοντας την παρούσα αξία τους», ανέφερε, ενώ για την μετατροπή των επιτοκίων είπε πως αποτελεί ευκαιρία στη σημερινή εποχή, στην οποία τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού είναι χαμηλά.