Ηταν τον περασμένο Σεπτέμβριο που διάβασα στους «New York Times» για τη μουσική του Αλέξη Ζούμπα, ενός ηπειρώτη βιολιτζή των αρχών του 20ού αιώνα, του οποίου σπάνιες ηχογραφήσεις συγκεντρώθηκαν πρόσφατα σε έναν δίσκο με τίτλο «Ενας θρήνος για τηνΗπειρο». «Υπάρχει μια έκδηλη «υστερία» στο παίξιμό του», έγραφε η Αμάντα Πέτρουσιτς στο κείμενό της. «Κάθε νότα του Ζούμπα τρέμει», συνέχιζε, «σαν να έχει ο ίδιος υποστεί ένα τεράστιο συναισθηματικό πλήγμα».
Το ηπειρώτικο μοιρολόι του Ζούμπα είχα συνεχώς στο μυαλό μου διαβάζοντας το «Δέντρο του Ιούδα», από τον Μιχάλη Μακρόπουλο, που σε ταξιδεύει στο άγριο, χειμωνιάτικο τοπίο του Πωγωνίου. Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι γνωστός ως επί το πλείστον για την έντονη μεταφραστική του δραστηριότητα (μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει Χέμινγουεϊ, Καπότε, Μπέλοου, Μπράντμπερι, Κινγκ). Περνά μεγάλα διαστήματα στο Δελβινάκι, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όπου διαδραματίζεται και το βιβλίο του. Εχει ερωτευτεί την Ηπειρο. Περπάτησε τα βουνά της σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως τα περπατά ο Ηλίας, ο συνομήλικός του πρωταγωνιστής στη νουβέλα.
Ο Ηλίας είναι ένας πενηντάρης Αθηναίος. Με μια τσεκουριά η οικονομική κρίση τού σκίζει τη ζωή όπως ακριβώς στο χωριό σκίζουν στα δυο τα κούτσουρα για τον χειμώνα. Χάνει δουλειά, γυναίκα και παιδιά και επιστρέφει στο Πωγώνι για να ζήσει με τη μάνα του και το φάντασμα του νεκρού πατέρα του. Αδειος συναισθηματικά, βρίσκει μοναδική παρηγοριά στις βόλτες του στα γύρω βουνά και στις κουβέντες με τον Κώστα, παιδικό του φίλο και αστυνόμο της περιοχής. Η δολοφονία μίας νεαρής γυναίκας που του θυμίζει την κόρη του συγκλονίζει τον Ηλία.

Η εξιχνίαση του εγκλήματος τού γίνεται έμμονη ιδέα· με αυτόν τον τρόπο γεμίζει τον άδειο του χρόνο στον βαρύ ηπειρώτικο χειμώνα. Η κάθαρση θα έρθει την άνοιξη, στο βουνό, κάτω από μια κουτσουπιά. Μια παράδοση θέλει το δεντρο να ανθίζει κοντά στο Πάσχα επειδή από ένα τέτοιο κρεμάστηκε ο Ιούδας όταν αντιλήφθηκε το μέγεθος της προδοσίας του. Εκεί, κάτω από το δέντρο του Ιούδα, θα έρθει η λύτρωση. Ο Ηλίας θα λάβει την απόφασή του. Θα θυσιαστεί για να σώσει ό,τι πολυτιμότερο του έχει απομείνει: το υστερόγραφο μιας φιλίας.

Το «νουάρ» δεν είναι το πιο δυνατό κομμάτι της ιστορίας του Μακρόπουλου. Το ποιος είναι ο δράστης του φόνου είναι προφανές από την αρχή και η αστυνομική πλοκή είναι απλοϊκή. Ομως και ο στόχος του δεν είναι να γράψει ένα νουάρ μυθιστόρημα. Είναι να σκάψει στη ρημαγμένη ψυχή του ήρωά του. Αλλά κυρίως είναι να περιγράψει με ποιητική γλώσσα τον τόπο που αγάπησε για την άγρια ομορφιά του, τη μελαγχολία των κατοίκων του, τη χειμωνιάτικη μοναξιά του, τις αντιφάσεις του: «Σκοτάδι και φως μπλέκονταν στους κλώνους των δέντρων και μες στις βατσουνιές, σαν να ‘χαν μετατρέψει η νύχτα και η μέρα σε πεδίο της αναμεταξύ τους μάχης κάθε κλαδί και κλαδάκι. Οι τσομπάνηδες δεν είχαν βγάλει ακόμη τα ζώα. Το βουνό ήταν δικό του». Στο βάθος θα ‘λεγε κανείς ότι ακούει ένα μοιρολόι. Αγριο και συνάμα γλυκό, μοναχικό, ηπειρώτικο.