Ο Ηλίας ζει στη Ζάκρο της Κρήτης με τη μητέρα του. Είναι και οι δύο κωφάλαλοι. Αλλά σε πείσμα της φυσικής του αναπηρίας, ο πρωταγωνιστής του γαλλικού μυθιστορήματος «Yparkho» (εκδ. Verdier) ακούει από το γραμμόφωνό του ένα εμβληματικό άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας: το «Υπάρχω» του Στέλιου Καζαντζίδη.

Είναι το δικό του γκόσπελ το οποίο βάζει να παίζει ξανά και ξανά σαν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που διακόπτει τη σιωπή του κόσμου του. Ο ερημίτης Κρητικός δεν αποχωρίζεται ποτέ τη φαινομενικά άχρηστη συσκευή του, καθώς για τον ίδιο «συμβολίζει το καταφύγιο της κώφωσής του», όπως γράφει ο Μισέλ Ζουλιάν.

Ο συγγραφέας χτίζει την καθημερινή οδύσσεια του ήρωά του μέσα σε 138 σελίδες, περιγράφοντας με χειρουργική ακρίβεια το μεσογειακό σκηνικό αλλά και την έκρηξη των υπόλοιπων αισθήσεων: έναν τόπο όπου κυριαρχούν «οι ευωδιές από τα πρώτα κρίνα της άνοιξης» αλλά και «η μπαγιάτικη μυρωδιά του λίπους».

Θα μπορούσε να είναι μια άσκηση ψυχρού στυλ. Αλλά χάρη στην τεχνοτροπία του συγγραφέα, ο οποίος υπογράφει το τέταρτο μυθιστόρημά του (το προηγούμενό του «Esquisse d’ un pendu» τοποθετούνταν χρονικά στον Μεσαίωνα), καταλήγει σε μια ανοιχτή επιστολή για τη δύναμη των λέξεων και των αισθημάτων. Με ένα «υπάρχω» ξεκινάει το βιβλίο και με ένα «υπάρχω» κλείνει: εκτός από τον τίτλο είναι και η τελευταία λέξη του βιβλίου.