Το ζήτημα του κατά πόσο η ομοφυλοφιλία έχει γενετικό υπόβαθρο, επανέρχεται στο προσκήνιο από μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, η οποία ανέλυσε το DNA 409 ζευγαριών διδύμων αδελφών που είναι ομοφυλόφιλοι και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μία γενετική προδιάθεση, η οποία, όταν συνδυαστεί με περιβαλλοντικούς παράγοντες επηρεάζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα αποτελέσματα φαίνονται να επιβεβαιώνουιν μια παλαιότερη επιστημονική έρευνα του 1993, από τον μοριακό βιολόγο Ντιν Χάμερ των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ, ο οποίος για πρώτη φορά είχε εντοπίσει μια κοινή γενετική περιοχή στο γονιδίωμα των ομοφυλόφιλων αντρών, η οποία περιείχε ένα ή περισσότερα «γκέι γονίδια», ξεσηκώνοντας τότε μεγάλες αντιδράσεις.

Η νέα έρευνα, με επικεφαλής τον ψυχίατρο Άλαν Σάντερς του Ερευνητικού Ινστιτούτου NorthShore του Ιλινόις, που δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό «Psychological Medicine» (Ψυχολογική Ιατρική), σύμφωνα με το «Science» και το «New Scientist», ανίχνευσε στους γκέι άντρες δύο κοινές περιοχές που φαίνεται να συνδέονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους: μία στο χρωμόσωμα Χ (είναι η Xq28, η ίδια ακριβώς που είχε βρει και ο Ντιν Χάμερ το 1993), καθώς και μία άλλη (γνωστή ως 8q12) στο χρωμόσωμα 8.

Η νέα μελέτη «υπονομεύει την αντίληψη πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί επιλογή», δήλωσε ο Άλαν Σάντερς. Υπενθυμίζεται ότι υπάρχουν χώρες στον κόσμο, όπως η Ουγκάντα, όπου η ομοφυλοφιλία θεωρείται έγκλημα, ενώ πολλές θρησκευτικές -και άλλες- ομάδες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την ομοφυλοφιλία ως μια ασθένεια που μπορεί να θεραπευτεί.

Η νέα γενετική έρευνα περιέλαβε το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα δείγμα ανθρώπων (περίπου τριπλάσιους), γι’ αυτό θεωρείται πιο αξιόπιστη από κάθε άλλη του είδους της. Ο ψυχίατρος συνέλεξε δείγματα αίματος και σάλιου από 409 ζεύγη μη πανομοιότυπων διδύμων, δηλαδή συνολικά 818 ατόμων, όλων γκέι, που προέρχονταν από 384 οικογένειες (ο μοριακός βιολόγος είχε μελετήσει μόνο 40 ζεύγη διδύμων).

Οι ερευνητές πάντως, διευκρίνισαν ότι δεν βρήκαν δύο «γκέι γονίδια». Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μια νέα ακόμη μεγαλύτερη γενετική έρευνά τους που συγκρίνει το DNA ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων και αναμένονται τα ευρήματά της.

Ο Άλαν Σάντερς επισήμανε ότι, σε κάθε περίπτωση, ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι πολύπλοκος και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, τόσο περιβαλλοντικούς, όσο και γενετικούς. Όπως είπε, ακόμη κι αν η έρευνα καταλήξει όντως σε λίγα «γκέι γονίδια», αυτά πιθανώς θα ασκούν μικρή σχετικά επίδραση από μόνα τους, κάτι άλλωστε που έχουν δείξει έρευνες και για άλλα πολύπλοκα φαινόμενα όπως η νοημοσύνη, όπου επίσης είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς «γονίδια της εξυπνάδας».

«Το πιο ευχάριστο γεγονός είναι ότι η επιβεβαίωση έρχεται από μια επιστημονική ομάδα, η οποία στο παρελθόν είχε σκεπτικισμό και ήταν επικριτική για τα προηγούμενα γενετικά ευρήματα» δήλωσε ο Αντρέα Καμπέριο Τσιάνι του Πανεπιστημίου της Πάντοβα στην Ιταλία.

«Η νέα μελέτη τοποθετεί ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο της θεωρίας ″του επιλεγμένου τρόπου ζωής″ για την ομοφυλοφιλία», σχολίασε ο νευροεπιστήμονας Σάιμον ΛεΒέι, ο οποίος το 1991 είχε ισχυριστεί ότι ανακάλυψε πως μια περιοχή του εγκεφάλου, μέσα στον υποθάλαμο, είναι μικρότερη στους γκέι. Όπως είπε, ανάλογη έρευνα πρέπει να γίνει πλέον για το γενετικό υπόβαθρο της ομοφυλοφιλίας και στις γυναίκες.

Ο ίδιος ο Ντιν Χάμερ, που παραιτήθηκε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας το 2011 και σήμερα ασχολείται πια με την παραγωγή ντοκιμαντέρ, δήλωσε ότι «20 χρόνια είναι πολλά για να περιμένει κανείς τη δικαίωσή του, όμως είναι ώρα πια ξεκάθαρο πως τα αρχικά ευρήματα ήσαν σωστά».

Άλλοι επιστήμονες εμφανίζονται πάντως πιο επιφυλακτικοί και τονίζουν ότι το δείγμα είναι πολύ μικρό για τέτοιου είδους συμπεράσματα.