Θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες «αφαιμάξεις» κεφαλαίων εταιρείας την τελευταία 20ετία. Στο ρόλο του θύματος πρωταγωνιστεί μία ελληνική επιχείρηση και ως θύτες κατηγορούνται δύο από τα μεγαλύτερα funds στην υφήλιο. Ενώ το σχέδιο εκτελέστηκε με πολύπλοκα χρηματοοικονομικά εργαλεία και είχε κοινοποιηθεί στις αρχές του Λουξεμβούργου, όπως προκύπτει από την παγκόσμια έρευνα σε φορολογικές συμφωνίες μεταξύ εταιρειών και του Μεγάλου Δουκάτου.

Η «αφαίμαξη» αυτή, η οποία αφορούσε ιδιωτικά συμφέροντα, όσο και αν φαίνεται περίεργο είχε αντίκτυπο και στο δημόσιο συμφέρον: Οι φόροι που κατέβαλλε στην Ελλάδα η επιχείρηση πριν από την εκτέλεση του σχεδίου ήταν σχεδόν οι τριπλάσιοι σε σχέση με αυτούς που κατέβαλλε μετά – και αυτό συνέβη αρκετά πριν από την οικονομική κρίση.

Τα ΝEA σε συνεργασία με το ICIJ αποκαλύπτουν τα παρασκήνια μίας σκοτεινής υπόθεσης που δικάζεται σε δύο ηπείρους, αλλά παραμένει άγνωστη στη χώρα μας παρά το γεγονός ότι αφορούσε μία από τις γνωστότερες εταιρείες τηλεπικοινωνιών, την TIM.

Δύο funds κολοσσιαίων διαστάσεων, το Texas Pacific Group και το Apax, κατηγορούνται ότι την διετία 2005-2006 φόρτωσαν με δάνεια και μετά «ρούφηξαν» στα ταμεία τους πάνω από 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ από την μητρική εταιρεία της TIM στο Λουξεμβούργο, ενώ οι συνολικές επενδύσεις τους δεν ξεπέρασαν τα 390 εκατομμύρια. Έτσι κατάφεραν να έχουν κέρδος 380% σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Για να το κατορθώσουν αυτό χρησιμοποιήθηκαν κάποια ιδιαίτερα πολύπλοκα οικονομικά «εργαλεία», τα CPECs, τα οποία πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνται στο Μεγάλο Δουκάτο κυρίως από Αμερικανούς ώστε να μπορούν να λαμβάνουν αφορολόγητα κέρδη. Λέγεται μάλιστα ότι η επινόησή τους είναι κομμένη και ραμμένη πάνω στο λουξεμβουργιανό δίκαιο.

Σε αγωγή που κατατέθηκε πρόσφατα στο πτωχευτικό δικαστήριο της Νέας Υόρκης από τους εκκαθαριστές της Hellas II, της μητρικής της TIM με έδρα το Λουξεμβούργο, περιγράφεται λεπτομερώς πώς πραγματοποιήθηκε η «αφαίμαξη». Κομβικό ρόλο στην εκτέλεση του σχεδίου φέρεται να έπαιξε η χαλαρότητα των κανονισμών και των μηχανισμών ελέγχου, αφού τα funds είχαν ενημερώσει για τις κινήσεις τους τις φορολογικές αρχές του Μεγάλου Δουκάτου μέσω της λογιστικής εταιρείας KPMG το 2005, έτσι ώστε να είναι σίγουρο ότι θα φορολογηθούν όπως ακριβώς εκτιμούσαν. Οι εγκρίσεις στα σχέδιά τους δόθηκαν μέσα στην ίδια ημέρα από τον κ. Μάριους Κολ, τον τότε επικεφαλής του «Γραφείου 6 – Ανωνύμων Εταιρειών» στις λουξεμβουργιανές φορολογικές αρχές. Βάσει του επίσημου καταστατικού στις αρμοδιότητες του Γραφείου 6, στο οποίο απασχολούνται περί τους 50 υπαλλήλους, περιλαμβάνεται ο καθορισμός του ετήσιου φόρου για περίπου 50.000 εταιρείες συμμετοχών με «προεκτάσεις» στο εξωτερικό.

Πηγές σε ρυθμιστικές αρχές επί των οικονομικών θεμάτων αναφέρουν ότι το Γραφείο 6 ενδέχεται να λειτουργεί περισσότερο ως διαμεσολαβητής εγκρίνοντας εμπιστευτικές φορολογικές συμφωνίες ώστε να προσελκύσει επιχειρήσεις στο Λουξεμβούργο. Για να γίνει κάτι τέτοιο, αναφέρουν οι ίδιες πηγές, θα πρέπει να επιτρέπουν στις εταιρείες να αποφεύγουν την καταβολή φόρων που θα επέβαλλαν οι φορολογικές αρχές άλλων χωρών.

Από τα στοιχεία της παγκόσμιας έρευνας στην οποία συμμετέχουν Τα Νέα φαίνεται ότι ο κ. Κολ έχει εγκρίνει εκατοντάδες τέτοιες συμφωνίες μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Γεγονός, που εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την φύση των ελέγχων που διενεργούνται στα πολύπλοκα φορολογικά σχέδια των πολυεθνικών, τα οποία συντάσσονται με έναν και μοναδικό σκοπό: να πληρώσουν όσο το δυνατόν λιγότερο φόρο γίνεται. Για παράδειγμα από τις φορολογικές συμφωνίες που διέρρευσαν στο ICIJ, οι οποίες υποβλήθηκαν στον κ. Κολ από την PricewaterhouseCoopers -δηλαδή την μία μόνο από τις τέσσερις «μεγάλες» λογιστικές εταιρείες του πλανήτη που παρέχουν τέτοιου είδους υπηρεσίες σε επιχειρήσεις με έδρα το Μεγάλο Δουκάτο- προκύπτει ότι η 3η Δεκεμβρίου 2008 ήταν ιδιαίτερα κουραστική για το Γραφείο 6: μέσα σε μία εργάσιμη ημέρα φαίνεται ότι εγκρίθηκαν 39 συμφωνίες που προέρχονταν από την συγκεκριμένη λογιστική εταιρεία, των οποίων ο όγκος ανερχόταν σε εκατοντάδες σελίδες.

Εκπρόσωποι ομολογιούχων που υπέστησαν απώλειες από την αφαίμαξη αναφέρουν ότι αν τα funds δεν δρούσαν ανεξέλεγκτα και δεν χαλαρότητα στους ελεγκτικούς μηχανισμούς του Λουξεμβούργου, η μαμά εταιρεία θα παράμενε κερδοφόρος, και η φοροδοτική ικανότητα της ΤΙΜ προς το ελληνικό κράτος θα κυμαινόταν σε υψηλά επίπεδα.

Με πρόχειρους υπολογισμούς προκύπτει ότι πριν από την εξαγορά της εταιρείας από τα funds, μεταξύ των ετών 2001 και 2004, η ΤΙΜ κατέβαλε σχεδόν 140 εκατομμύρια ευρώ σε φόρους, 34,85 εκατομμύρια το χρόνο. Μεταξύ 2005 και 2007, ενώ ανήκε στα funds και πραγματοποιήθηκε η αφαίμαξη της μητρικής, πλήρωσε συνολικά 37,5 εκατομμύρια , περίπου 12,5 εκατομμύρια ετησίως.

Η αφαίμαξη περιγράφεται από τους ομολογιούχους ως εξής: με απλά λόγια, η TPG και η APAX αγόρασαν την εταιρεία με δάνεια τα οποία συνέδεσαν με την ίδια την TIM. Αυτό έγινε με τα χρηματοοικονομικά εργαλεία που ονομάζονται CPECs, τα οποία είναι δομημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται η φορολόγηση. Όπως υποστηρίζουν ζημιωμένοι ομολογιούχοι, επί της ουσίας, δάνεια που είχαν παρθεί από την εταιρεία μετατράπηκαν σε μετόχων και κατέληξαν στα ταμεία των funds. Στα τέλη του 2006 η τιμή των CPECs κατόπιν απόφασης των ενορχηστρωτών του σχεδίου εκτοξεύθηκε από το 1 στα 35 ευρώ. Έτσι τα funds κατάφεραν να λάβουν περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ αρχικά. Στο επόμενο χρονικό διάστημα, με παρόμοια τακτική και με την πώληση της εταιρείας στον Αιγύπτιο Naguib Sawiris κατάφεραν να βγάλουν άλλα 800 εκατομμύρια.

Σε κανονικές συνθήκες με τα CPECs μπορεί κανείς να διανέμει μόνο χρήματα που προέρχονται από κέρδη – και αυτό προβλέπει και η νομοθεσία του Λουξεμβούργου. Σύμφωνα όμως με όσα καταγγέλλονται από τους ομολογιούχους, τα funds κατάφεραν να «ρουφήξουν» σχεδόν 1 δισεκατομμύριο ευρώ, το οποίο δεν προερχόταν από κέρδη ή έσοδα αλλά από δανεισμό της εταιρείας.

Οι εκκαθαριστές της Hellas II στα πλαίσια των ερευνών που διεξήγαγαν πραγματοποίησαν συνάντηση με τον κ. Μάριους Κολ και δύο υπαλλήλους του τμήματός του τον Αύγουστο του 2012 στο γραφείο του στο Λουξεμβούργο. Στις σημειώσεις από το μίτινγκ φαίνεται ότι ο κ. Κολ παραδέχεται πως τα CPECs χρησιμοποιούνται και «για να φυγαδεύσει κανείς κέρδη χωρίς να πληρώσει φόρο». Οι φορολογικές συμφωνίες για τη χρήση των CPECs στην υπόθεση φέρουν την υπογραφή του μεσήλικα με την αλογοουρά που συνταξιοδοτήθηκεπρόωρα το 2013 και την σφραγίδα του Λουξεμβούργου, το οποίο σημαίνει ότι έχουν λάβει την έγκρισή του.

Ο κ. Κολ, γνωστός και ως κ. «Φορολογική Απόφαση», συνήθως φιλοξενούσε τους εκπροσώπους των εταιρειών και τους συμβούλους τους από μεγάλες λογιστικές εταιρείες όπως η PwC, στο μεγάλο γωνιακό γραφείο του στο τμήμα των Ανωνύμων Εταιρειών 6. Η διακόσμηση ήταν σχετικά σεμνή με εξαίρεση ένα ημερολόγιο Pirelli: σε πρόσφατο δημοσίευμα της Wall Street Journal αναφέρεται πως ο ίδιος ο Κολ υποστήριξε ότι το συγκεκριμένο ημερολόγιο ήταν μία ευγενική χειρονομία της εταιρείας ελαστικών για την βοήθεια που παρείχε σε θέματα φορολογικού συστήματος.

«Ένα από τα πλεονεκτήματα του κ. Κολ κατά την 22χρονη θητεία του ήταν το εξής: σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρείες μπορούσαν να λάβουν ένα άτυπο νεύμα από εκείνον πριν ακόμα η αίτησή τους εξεταστεί. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η διαδικασία για την έγκριση μίας φορολογικής απόφασης είναι χρονοβόρος. Στο Λουξεμβούργο, συχνά μία συνάντηση ήταν αρκετή», ανέφερε το δημοσίευμα της Wall Street Journal

Από την απομαγνητοφώνηση των διαλόγων κατά τη συνάντηση των εκκαθαριστών που ερευνούν την υπόθεση της Hellas ο κ. Μάριους Κολ φέρεται να υποστηρίζει ότι παραπλανήθηκε από αυτούς που εκτέλεσαν το σχέδιο της αφαίμαξης. Ανάμεσα σε άλλα είπε, σύμφωνα με τις σημειώσεις του μίτινγκ, ότι «δεν είχε δει ποτέ κάτι», εννοώντας έγγραφα που να αφορούν στην τιμή εξαγοράς των CPECs. Επιπλέον καταγράφηκε πως ο κ. Κολ ανέφερε στους συνομιλητές του ότι «στην περίπτωση που του είχαν παρασχεθεί σωστές πληροφορίες για τις συνθήκες και τα έγγραφα τότε η θέση θα ήταν διαφορετική», αφήνοντας να εννοηθεί πως δεν θα ενέκρινε την φορολογική συμφωνία. Ακόμα κατά τη συνάντηση ειπώθηκε ότι «το φορολογικό γραφείο του Μάριους Κολ δεν έλαβε κάποια εκτίμηση της τιμής που διατέθηκαν τα CPECs», ρίχνοντας έτσι το βάρος της ευθύνης σε αυτούς που εκτέλεσαν το σχέδιο της «αφαίμαξης».

Δύο μήνες μετά την εκτέλεση του σχεδίου με τα CPECs, τον Φεβρουάριο του 2007, ανακοινώνεται η εξαγορά της TIM από τον δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία και ιδρυτικό μέλος του κόμματος «Ελεύθεροι Αιγύπτιοι» κ. Ναγκίμπ Σαουίρις για 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία αναλύονται στα εξής: 500 εκατομμύρια για τα funds και ανάληψη χρέους 2,9 δισεκατομμυρίων της Hellas II.

Με την εταιρεία βουτηγμένη στα χρέη, σε συνδυασμό με την καθοδική πορεία της αγοράς της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα και τις συνεχείς ζημιές από τα τέλη του 2006, η διοίκηση του Σαουίρις αποφασίζει το 2009 να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο «εξυγίανσης». Οι συμφωνίες που αποκτήθηκαν από το ICIJ αφορούν την φορολογική αντιμετώπιση σε σχέση με την αναδιάρθρωση του χρέους της, την μεταφορά της έδρας της Hellas II από το Λουξεμβούργο στο Λονδίνο, καθώς και τα επόμενα βήματα χρηματοδότησής της.

Στις φορολογικές συμφωνίες που υποβλήθηκαν από την PWC στον κ. Κολ το 2009 ενώ πλέον η θυγατρική εταιρεία τηλεπικοινωνιών έχει μετονομαστεί σε Wind, οι οποίες έλαβαν την έγκρισή του και αυτές μέσα στην ίδια ημέρα μαζί με τουλάχιστον 20 επιπλέον συμφωνίες για άλλες εταιρείες, φαίνεται αυτό που περιγράφεται από ειδικούς ως «jurisdiction shopping» ή «ψώνισμα δικαιοδοσίας» για ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση: δηλαδή ελάφρυνση φόρων στο Λουξεμβούργο και μετεγκατάσταση της έδρας

της εταιρείας στο Λονδίνο για να πραγματοποιηθεί ένα είδος προσυμφωνημένης ελεγχόμενης πτωχευτικής διαδικασίας και επαναγοράς της. Έτσι, αφού διαγράφηκε μέρος των χρεών της, ομόλογα μετόχων αγοράστηκαν από τον Σαουίρις ο οποίος απέκτησε ξανά τον έλεγχο της εταιρείας, και η έδρα της νέας μητρικής «επέστρεψε» στο Λουξεμβούργο όπου ήταν σε ισχύ οι φορολογικές συμφωνίες. Για παράδειγμα, βάσει των εγγράφων που έφεραν την έγκριση του κ. Κολ η αύξηση του κεφαλαίου της μητρικής εταιρείας στο Μεγάλο Δουκάτο θα μπορούσε να εξαιρεθεί από την φορολόγηση υπό ορισμένες συνθήκες, ενώ κατά την εκκαθάριση των μητρικών εταιρειών, τα κέρδη, καθώς και τυχόν μερίσματα θα μπορούσαν επίσης να είναι αφορολόγητα. Οι φοροαπαλλαγές αφορούσαν από τη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπό ορισμένες συνθήκες μέχρι και περιπτώσεις ομολογιούχων οι οποίοι έλαβαν αμοιβές για να συναινέσουν στην αναδιάρθρωση του χρέους.

Όλα αυτά μπορούν να περιγραφούν ως «το διπλό χτύπημα του κ. Κολ»: το 2005 δίνει το πράσινο φως για την χρήση των CPECs, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να δανειστεί η Hellas II και, σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, να περάσουν τα δάνεια ως κέρδη στα ταμεία των funds. Τέσσερα χρόνια μετά ο ίδιος άνθρωπος εγκρίνει το φορολογικό σχέδιο και τις ελαφρύνσεις για το ξεφόρτωμα του χρέους αφήνοντας κάποιους ομολογιούχους με ζημιές.

ΤΑ ΝΕΑ επικοινώνησαν με εκπροσώπους των δύο funds και υπέβαλλαν ερωτήματα σχετικά με την υπόθεση. H TPG αρνήθηκε να απαντήσει ενώ η Apax προχώρησε στην εξής δήλωση: «Η άσκηση της προσφυγής δεν έχει καμία τύχη. Οι Apax και TPG πούλησαν την εταιρεία έναντι 3,4 εκατομμύρια ευρώ την ίδια σχεδόν περίοδο που οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η Hellas ήταν αφερέγγυα. Επιπλέον, δεν ήταν μέχρι περίπου τρία χρόνια αργότερα, στο χείλος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που τα ομόλογα της Hellas δεν εξυπηρετούνταν. Για αυτούς τους λόγους και άλλους, είμαστε σίγουροι ότι οι αξιώσεις των εναγόντων δεν θα ευοδωθούν».