Σε ένα διήγημα βάζει μια 11χρονη να καταγράφει ημερολογιακά την πορεία προς τον θάνατο της ανορεξικής αδελφής της. Σε άλλο οργανώνει τη δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ. Για την οποία η συγγραφέας έχει συγκεκριμένη άποψη: «Τι χρειαζόταν την επέμβαση στο μάτι; Για να μπορεί να κλάψει;»

Η Χίλαρι Μαντέλ ζούσε σε ένα διαμέρισμα στο Γουίντσορ του Λονδίνου. Η Μάργκαρετ Θάτσερ μπήκε σε ένα νοσοκομείο της περιοχής για μια επέμβαση στο μάτι το 1983. Το παράθυρο της Μαντέλ έβλεπε στην είσοδο της κλινικής. Ετσι χρόνια μετά, με αφορμή μια πραγματική σύμπτωση της ζωής της αναρωτιέται απλά –σχεδόν δολοφονικά ωστόσο –«τι θα γινόταν αν;». Αποτέλεσμα; «Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ», ένα διήγημα για μια καθημερινή γυναίκα σε μια ευκατάστατη γειτονιά που ανοίγει την πόρτα της, χωρίς να το πολυκαταλάβει, σε έναν μαχητή του IRA με αποστολή να δολοφονήσει τη βρετανίδα πρωθυπουργό. Μόνο που η όμηρος συμμερίζεται το μίσος του εισβολέα. «Και τι χρειαζόταν την επέμβαση στο μάτι; Για να μπορεί να κλάψει;» του λέει κάποια στιγμή αναφερόμενη στον στόχο του.

Στο Νησί είχαν πια καταλάβει ότι η Μαντέλ είναι απρόβλεπτη. Ποιος φανταζόταν άλλωστε ότι θα κατάφερνε να μετατρέψει σε συμπαθή ήρωα τον Τόμας Κρόμγουελ, τον σύμβουλο του Ερρίκου Η’, που η πλειονότητα των ιστορικών τους είχε μάθει να απεχθάνονται ως Χίμλερ του 16ου αιώνα; Ή ποιος περίμενε ότι θα τολμούσε να κριτικάρει τη «νέα πριγκίπισσα του λαού» Κέιτ Μίντλτον; Την είχε αποκαλέσει «πλαστική κούκλα προορισμένη για αναπαραγωγή» και είχε τα κότσια να αιτιολογήσει κιόλας γιατί η «Εταιρεία» –η βρετανική βασιλική οικογένεια δηλαδή, σύμφωνα με το παρατσούκλι που της έχουν κολλήσει οι αντιμοναρχικοί –χρησιμοποιεί το πρόσωπο της νεαρής δούκισσας για να ρετουσάρει τη δημόσια εικόνα της.

Και όμως συνεχίζει να εκπλήσσει. Αιτία αυτήν τη φορά, η δέκατη και τελευταία ιστορία που έδωσε και τον τίτλο στην καινούργια της συλλογή διηγημάτων: «Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ». Διαμαρτυρόμενοι τώρα οι Τόρις. «Πρέπει να δει ψυχοθεραπευτή». «Είναι άρρωστη και διαταραγμένη». «Αν κάποιος παραδέχεται ότι θέλει να δολοφονήσει κάποιον, σίγουρα η αστυνομία πρέπει να το ερευνήσει». Αυτά είναι μόνο μερικά από τα αναθέματα που εκστόμισαν ή τουίταραν για τη συγγραφέα.

Είχε προηγηθεί άλλωστε το εμπάργκο των συντηρητικών βρετανικών εφημερίδων στο βιβλίο. Ωσπου «Guardian» και «New York Times» δημοσίευσαν ταυτόχρονα το επίμαχο διήγημα. Με όρους μάρκετινγκ Τόρις και φίλα προσκείμενος Τύπος δεν θα μπορούσαν να κάνουν καλύτερη διαφήμιση στη δημιουργό των «Γουλφ Χολ» και «Γεράκια», για τα οποία τιμήθηκε με Man Booker, το 2009 και το 2012 αντίστοιχα.

Οι φαν των δύο έργων που της χάρισαν τη δόξα θα χρειαστούν μερικές σελίδες προσαρμογής στη νέα της συλλογή, την πρώτη εδώ και έντεκα χρόνια. Αν και οι πραγματικοί θαυμαστές της ήδη θα γνωρίζουν πως όλα τα βιβλία της μοιάζουν γραμμένα από διαφορετικό χέρι. Στα περισσότερα διηγήματα στο «Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ» κυριαρχεί η σύγχρονη Βρετανία και όχι εκείνη των Τιδόρ. Η Μαντέλ είναι σκληρή και αστεία ταυτόχρονα. Το μάτι της –και κατ’ επέκταση η πένα της –εστιάζουν στο πιο ανούσιο φαινομενικά στοιχείο. Και όμως, χωρίς ο αναγνώστης να καταλάβει πώς του τραβάει το ενδιαφέρον.

Το μόνο που παραμένει κοινό με τα ιστορικά μυθιστορήματα που την καθιέρωσαν είναι ο διάλογος, που τόσο της αρέσει. Και η μαεστρία της στην αφήγηση. Εχει άλλωστε αποδείξει πως ξέρει να λέει μια ιστορία. Η γλώσσα της το φανερώνει. Μπορεί ακόμη και μια αμερικανίδα καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο Stanford να έχει άγνωστες λέξεις στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο –όπως η Τέρι Καστλ που το παραδέχεται στην κριτική της για το βιβλίο στους «New York Times» –όμως αυτές οι μικρές λεκτικές της ιδιαιτερότητες όσο περνούν οι σελίδες φαίνεται ότι συνδέονται με το βαθύτερο νόημα που ο καθένας μπορεί ή θέλει να ανακαλύψει ανάμεσα στις γραμμές αυτών των ιστοριών.

Υπάρχει άλλωστε μια δόση σουρεαλισμού που τις καθιστά ανοιχτές σε πολλές διαφορετικές αναγνώσεις. Η Μαντέλ πάντως γράφει με αυστηρό έλεγχο και μεγάλη οικονομία. Οι ιστορίες φαντάζουν λοξές αλλά είναι κατασκευασμένες με προσοχή μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ακόμη και η επιλογή των θεμάτων σοκάρει. Η σκληρότητα των παιδιών, η ανορεξία, ο έρωτας μεταξύ δύο γυναικών, τα φαντάσματα, ο μισογυνισμός, τα διάφορα είδη μοιχείας και πάει λέγοντας. Στις εννέα από τις δέκα μια γυναίκα αφηγείται. Και οι αφηγήτριες αυτές θυμίζουν λίγο τη συγγραφέα, όπως τουλάχιστον η ίδια έχει περιγράψει τον εαυτό της. Οι χαρακτήρες μοιάζουν τελείως αδύναμοι απέναντι σε όσα τους συμβαίνουν αλλά είναι και ηθικά διφορούμενοι. Οι δολοφονίες φαντάζουν ατυχήματα στο μυαλό των ηρώων και το αντίστροφο.

Στην Βρετανία που πλάθει –ή αναπαριστά –η Μαντέλ ακόμη και τα μικρά παιδιά έχουν επηρεαστεί από τη φυσική σκληρότητα, δεν έχουν βιώσει την αγάπη και λένε έξυπνες ατάκες που αγγίζουν τα όρια του κυνισμού. Οπως η 11χρονη Λόρα που καταγράφει τη 15χρονη αδελφή της Μόρνα ενώ σβήνει από την ανορεξία. «Ιανουάριος: «Θα με στείλετε πίσω στη μονάδα» λέει η Μόρνα. «Οχι, όχι» λέει η μητέρα τους. «Σε καμία περίπτωση». «Μιλούσατε στο τηλέφωνο με τη γιατρό Μπατατσάρια». «Μιλούσα στο τηλέφωνο με την οδοντογιατρό. Για ραντεβού». Η αλήθεια είναι ότι η Μόρνα είχε χάσει δόντια τώρα τελευταία. Ηξερε όμως ότι η μητέρα της έλεγε ψέματα. «Αν με στείλετε θα πιω απορρυπαντικό» είπε. Και η Λόρα: «Θα γίνεις αστραφτερή»».