Συγκεντρωτική έκδοση των τριακοσίων ποιημάτων τού δημιουργού του «Σκεύους» και των «Χρωμοτραυμάτων» κυκλοφόρησε ο Κέδρος. Ο εφιαλτικός κόσμος των ποιημάτων του μοιάζει, ίσως, με τον κόσμο του μέλλοντός μας.

Θα μπορούσε ποτέ ο Μίλτος Σαχτούρης να έχει πάρει το Νομπέλ; Αναμφισβήτητα ναι. Δεν υπολείπεται –κάθε άλλο –ποιητών που, όταν μάθαμε την απονομή σε αυτούς του βραβείου, αναρωτηθήκαμε ποιοι άραγε να είναι. Για να συμφωνήσουμε, μόλις διαβάσαμε τα ποιήματά τους, πόσο δίκαιη υπήρξε η απονομή και πόσο δίκαια γνωστοί και σεβαστοί ήταν στις πατρίδες τους, έστω κι αν εμείς τους αγνοούσαμε. Φαίνεται πως η Σουηδική Ακαδημία, εδώ και 114 χρόνια, έχει δημιουργήσει ένα επαρκέστατο δίκτυο πληροφοριοδοτών, ώστε φτάνει και περισσεύει ποιητές, πεζογράφοι και φιλόσοφοι που έχουν καταξιωθεί στην πατρίδα τους, έστω κι αν τους αγνοεί ο υπόλοιπος κόσμος, προκειμένου να τους εκλέξει για τη μεγάλη αυτή τιμή.

Με την προϋπόθεση βέβαια ότι κάποιες μεταφράσεις τους υπάρχουν. Διαφορετικά πώς θα γινόταν να απονεμηθεί το Νομπέλ στον τσεχοσλοβάκο ποιητή Γιαροσλάβ Σέιφερτ, στον Ισπανό Αλεχάιντρε Βιθέντε ή στον Ντέρεκ Ουόλκοτ που είχε γεννηθεί στη Σάντα Λουτσία, ένα νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής; Το προβληματικό λοιπόν δεν θα ήταν να έχει απονεμηθεί το Νομπέλ στον Μίλτο Σαχτούρη, το προβληματικό θα ήταν τι θα γινόταν με τον ίδιο τον Σαχτούρη ενώ θα του είχε απονεμηθεί το Νομπέλ, αφού προϋπόθεση για την παραλαβή του είναι να ταξιδέψει ο τιμώμενος στη Σουηδία, να παραστεί στη σχετική εκδήλωση, να μιλήσει, να ευχαριστήσει τους βασιλείς κ.λπ.

Μια ελάχιστη διαδρομή χρειάστηκε να κάνει, όταν ζούσε, από το διαμέρισμά του που ήταν στην οδό Μηθύμνης στην Κυψέλη ώς την οδό Ιπποκράτους όπου βρίσκονταν τα γραφεία της εταιρείας που απένεμε το βραβείο Φίλιπ Μάθιους (το συνόδευε μάλιστα κι ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, γεγονός κάθε άλλο παρά αμελητέο για τον δημιουργό τού «Με το πρόσωπο στον τοίχο») και χρειάστηκε να καταστρώσουμε ολόκληρο επιτελικό σχέδιο με τη φίλη Ολγα Σελλά προκειμένου να τον μεταφέρουμε στον χώρο της απονομής, όπου θα του καταβαλλόταν και η σχετική επιταγή. Τον ξεγελάσαμε κανονικότατα όσον αφορά τον χρόνο που θα έπρεπε να λείψει από το σπίτι του, σεβόμενοι όμως απολύτως την επιθυμία του να μην πει έστω και μια κουβέντα, είτε για να ευχαριστήσει είτε για να εξομολογηθεί.

Επανήλθαν ζωηρότατα όλες αυτές οι εικόνες αλλά και άλλες πολλές κρατώντας στα χέρια μας τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μίλτου Σαχτούρη (όλα δηλαδή τα ποιητικά βιβλία –14 τον αριθμό –που εξέδωσε από το 1945 έως το 1998), μια πραγματικά μνημειώδης έκδοση. Οχι μόνο γιατί μέσα σε 370 σελίδες, δίκην επισκεπτηρίου, έχουμε το «άπαν» ενός ποιητή. Ούτε γιατί ευκόλως υπολογίζουμε ότι του χρειάζονταν σχεδόν τέσσερα χρόνια για να γράψει ένα ποιητικό βιβλίο. Αν και γίνεται ακόμα πιο ανάγλυφος ο λογαριασμός σε περίπτωση που τον επιχειρήσουμε διαφορετικά: ο αριθμός των 300 ακριβώς ποιημάτων που περιλαμβάνονται στα δεκατέσσερα ποιητικά του βιβλία, που εξέδωσε μέσα σε πενήντα τρία χρόνια, σημαίνει ότι έγραφε έξι ποιήματα τον χρόνο. Ενα ποίημα κάθε δύο μήνες. Ενας ολιγογράφος δηλαδή ποιητής, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή η θέση που έχει καταλάβει μέσα στο σώμα της νεοελληνικής ποίησης.

Κίτρινα αεροπλάνα

Μια θέση που θα ισχυροποιείται μέσα στο αναπόφευκτο πέρασμα του χρόνου, καθώς ο εφιαλτικός κόσμος που στοιχειώνει τα ποιήματά του, είτε γιατί είχε το χάρισμα της προφητείας είτε γιατί προβίωνε σε προσωπικό επίπεδο κάτι που επρόκειτο να συμβεί, φαίνεται πως θα είναι ο κόσμος του μέλλοντός μας. «Κίτρινα αερόπλοια ξάφνου γέμισαν τον ουρανό / άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα / κίτρινοι σκελετοί κούναγαν τα χέρια / και ούρλιαζαν / όπως και κίτρινες κανάρες μεγάλες / πεταλούδες με πόδια μικρών παιδιών που / κρέμονταν / μαζί μ’ αστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν / και τα μισούσαν».

Αν η συγκεντρωτική έκδοση του Κέδρου μπορεί να θεωρηθεί υποδειγματική είναι και για έναν ακόμη λόγο: πρόκειται για μια έκδοση που περιλαμβάνει μόνο το σύνολο των ποιητικών βιβλίων του Μίλτου Σαχτούρη. Χωρίς προλόγους ή επιλόγους, παραπομπές ή ημερομηνίες και βιογραφικά στοιχεία, η έκδοση αυτή ορθώνεται ως μια σοβαρή, αυστηρή επιτύμβια στήλη που μεταβάλλει ακόμα και τις αναπόφευκτες ή απαραίτητες συμπληρωματικές πληροφορίες σε βάρος περιττό και άχρηστο. Σαν να υπογραμμίζει την ανάγκη ότι όποιος ενδιαφέρεται για τον Σαχτούρη επιβάλλεται να επικοινωνήσει κατευθείαν με το ίδιο του το έργο, χωρίς τα βοηθητικά δεκανίκια των ερμηνειών και των εξηγήσεων. Αν και είναι μια ποίηση που χρήζει τόσο ερμηνείας για τους ανευαίσθητους αναγνώστες, που υπάρχουν και αυτοί, όπως υπάρχουν και οι ευαίσθητοι. Οι οποίοι αναγνωρίζουν, μέσα στην κρυπτικότητα και την ασάφειά της, μια ποίηση λιτή, πεντακάθαρη, που εξηγεί η ίδια τον εαυτό της με έναν τρόπο συγκλονιστικό.

Οπως για παράδειγμα το ποίημα «Το ποντίκι», γραμμένο μέσα στη χούντα από τον «απολιτικό» Σαχτούρη: «Ο ένας να μιλάει για έναν Μάρτυρα / κι άλλος να απαντάει για έναν ποντικό / ο ένας να μιλάει για έναν Αγιο / κι ο άλλος να απαντάει για έναν σκύλο / και είναι τότε που μέσα στην μαυρίλα / είδα τον Ποιητή ολομόναχο / και γύρω του να λάμπει / το κενό».

Η αιμάτινη συνθήκη

Αν υπάρχει κάτι στην τέχνη, είτε πρόκειται για την ποίηση είτε για την πεζογραφία, τη ζωγραφική ή τη μουσική, το θέατρο ακόμη, που μετρά ιδιαίτερα είναι η ειλικρίνεια. Ολα μπορεί να συκοφαντηθούν ή να θεωρηθούν ύποπτα, να καταργηθούν ή να αντικατασταθούν ως αξίες αισθητικές, η ειλικρίνεια κάνει αισθητή την παρουσία της ακόμη κι αν γυρίσει ο κόσμος ανάποδα. Εχει σχέση με μια ιδιότυπη επιμονή, έτσι όπως μπορείς να αμφισβητήσεις σε έναν δημιουργό το βεληνεκές του ταλέντου του, σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορείς να αμφιβάλλεις για τον κόσμο του όταν συνεχίζει να τον καλλιεργεί, ενώ γύρω του όλα αλλάζουν. Εκφράζει θαυμάσια αυτή την αιμάτινη συνθήκη ο Μίλτος Σαχτούρης, καθώς για τις μονομανίες και τις ιδεοληψίες του κανείς δεν υπήρξε ποτέ που να τον κατηγορήσει ότι καλλιεργεί συνειδητά έναν «μύθο» γύρω από το άτομό του.

Ισως σε αμνημόνευτους για τον ίδιο καιρούς να είχε αναγνωρίσει πως, αφού το να γράφει ποιήματα ήταν το μόνο που τον ενδιέφερε, όφειλε να επιβάλει στον εαυτό του μια ισοβίως βασανιστική συνθήκη. Δεν είναι τυχαίος άλλωστε ο τίτλος ενός ποιητικού του βιβλίου που το είχε ονομάσει «Το σκεύος», χωρίς να μπορεί να διευκρινίσει κανείς αν εννοούσε τον εαυτό του ή οποιονδήποτε καλλιτέχνη αναγνωρίζει ως ύψιστη επιλογή τον περιορισμό του σε μια στενή λωρίδα γης. Ετσι ώστε αυθορμήτως να προκύψει το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό που μπορεί να εκφράσει τους πάντες. Μια και στο βιβλίο αυτό υπάρχουν ποιήματα εμπνευσμένα ή αφιερωμένα στον Μότσαρτ, τον Ντίλαν Τόμας, τον Ισαάκ Μπράιτον.

Αν όμως ακόμα και η ποίηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ένας αψευδής μάρτυρας, υπάρχει μια ακόμη πιο αδιάβλητη πηγή, όπως είναι το γράμμα που μπορεί να γράψει ένας καλλιτέχνης σε έναν φίλο του, επίσης καλλιτέχνη: 1962 και ο Σαχτούρης «επισημοποιεί» κατά κάποιον τρόπο τις εμμονές του στον ζωγράφο Αλέκο Φασιανό γράφοντάς του (το γράμμα μάς γίνεται σήμερα γνωστό για πρώτη φορά):

«Αθήνα, 26/2/62

Αγαπημένε μου Αλέξη, το γράμμα σου με βρήκε πάλι αδιάθετο, κρυωμένο μέσα σ’ έναν Φεβρουάριο συνεχώς γκρίζο, συννεφιασμένο και με κρύο που ασφαλώς ζηλεύει το Παρίσι, αλλά με βρήκε με χαρά να φτιάχνω τις σελίδες (σελιδοποίηση στα χειρόγραφα φυσικά) του νέου μου βιβλίου, που πολύ αμφέβαλλα γι’ αυτό, αλλά τώρα που το βλέπω συγκροτημένο αρχίζει να μου αρέσει. Πάντως δεν ξέρω πότε θα πάρω την απόφαση και πώς θα βρω τα λεφτά για να το βάλω μπρος. Πολύ με συγκίνησες με αυτά που μου γράφεις για τον κακής μοίρας ποιητή Robert Desnos. Τα του τέλους του τού τραγικού τα ήξερα με κάθε λεπτομέρεια, γιατί κατά κόρον τα γράψανε οι εφημερίδες και τα περιοδικά μετά την απελευθέρωση. Πολύ λυπημένα πράγματα, να σκίζεται η καρδιά σου. (Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις θυμούνται οι εφημερίδες). Κατά τα άλλα κι εγώ είμαι λυπημένος, πολύ αναλογίζομαι τα περασμένα τον τελευταίο καιρό και είναι κακό σημάδι αυτό το πράγμα, γεγονότα που γίναν πριν οκτώ ή δεκαπέντε χρόνια που μου φαίνονται τόσο κοντινά και σκέφτομαι πώς πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια και μόνη παρηγοριά μου είναι πάντα η ποίηση, η ποίηση… τίποτε άλλο! Κοίταξε, Αλέξη, να κερδίσεις ό,τι μπορείς περισσότερο, άγρυπνα βλέποντας τα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν στο Παρίσι. Εχω ένα προαίσθημα πως πολύ θα βοηθήσουν το έργο σου ό,τι κι αν γίνει, κι αν πρόκειται να μείνεις εκεί ή να γυρίσεις πίσω, που στο βάθος δεν έχει καμιά διαφορά γιατί εσύ είσαι από τους λίγους γνήσιους και σπάνιους που, όπως λέει ένας μεγάλος ποιητής, κι αν ακόμα ζούσες μέσα σε φυλακή πάλι θα ‘βρισκες χίλια θαυμαστά πράγματα να κάνεις. Αυτή την ώρα που σου γράφω, οι φίλοι μας είναι στα εγκαίνια εκθέσεως του Αργυράκη, στην Ελληνο-Αμερικανική Ενωση. Εγώ θα πάω αύριο το πρωί, γιατί καθώς του είπα, φοβάμαι μην αποτελέσω θέμα μελλοντικού του σκίτσου, επισκέπτου κοσμικού σε εγκαίνια εκθέσεως. Γεια σου Αλέξη μου, Μίλτος».

Εσπασε το ψυγείο!

Οταν πεθαίνει ένας ποιητής, αλλά και όσο ζει, δεν μας ενδιαφέρει αν σπούδασε ή αν ταξίδεψε, αν κέρδισε χρήματα δουλεύοντας ή αν τον βοηθήσανε οι άλλοι να επιβιώσει, αν ήταν αρσενοκοίτης ή γυναικάς, αν υπήρξε φτωχός ή πλούσιος. Τι σημαίνει για το έργο τους αν οι περισσότεροι δεν ξέρουν σήμερα πώς ζήσανε, αφού δεν δουλέψανε σχεδόν ποτέ τους, ο Νίκος Καρούζος, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Μίλτος Σαχτούρης; Αφού ήταν αδιάφορη για τους ίδιους η οποιαδήποτε απολαβή, γιατί εμείς σώνει και καλά να πρέπει να χρεώνουμε ως δυστυχία στον Μίλτο Σαχτούρη το πνιγηρό τους καλοκαιρινούς μήνες διαμέρισμά του που δεν το δρόσιζε καν ένας ανεμιστήρας κι έβλεπε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας ή το ξεφτισμένο πλαστικό τραπεζομάντιλο στο τραπεζάκι που χρησιμοποιούσε ως γραφείο; Ή το υπόγειο του Νίκου Καρούζου σε έναν θορυβωδέστατο δρόμο της Αθήνας, ενώ είχε καταστρέψει με τα ίδια του τα χέρια το ηλεκτρικό ψυγείο που του είχε χαρίσει μια θαυμάστριά του όταν τσακώθηκε μαζί της, γιατί όπως ο ίδιος απαντούσε σε όποιον τον ρωτούσε, τον εμπόδιζε το ψυγείο να βλέπει την πραγματικότητα της ζωής.

«Να τα λέμε λοιπόν κι αυτά», όπως επαναλαμβάνει μόνιμα ως επωδό η βασική ηρωίδα στο θαυμάσιο έργο του Μπεναβέντε «Δημιουργηθέντα συμφέροντα». Γιατί να μας γίνεται ίνδαλμα ο Χριστός όταν ακούγεται να λέει «Μαρία, Μαρία ενός εστί χρεία» και να μην μας είναι ο Κατσαρός, ο Καρούζος, ο Σαχτούρης, αλλά και τόσοι άλλοι, που το υλοποιήσανε με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο;