Αυτό που τον Ιούνιο ξεκίνησε σαν το Φεστιβάλ των Νέων Δηµιουργών ολοκληρώθηκε τον Σεπτέµβριο µε την παράταση των παραστάσεών τους και µια δεύτερη ευκαιρία στους αποκλεισµένους της Επιδαύρου. Για τους πιο παρατηρητικούς, ο Γιώργος Λούκος ήταν σχεδόν κάθε βράδυ εκεί: στην Πειραιώς, αλλά και στο Ηρώδειο του «Φιλοκτήτη». Η ελληνική ανάπαυλά του, πριν επιστρέψει στην Οπερα της Λυών, περιείχε εξόδους στην Αθήνα ύστερα από καιρό. Βρέθηκε στην παρουσίαση του προγράµµατος του Θεάτρου Τέχνης, περπάτησε στα βιβλιοπωλεία, είδε συνεργάτες για τα «γραφειοκρατικά». Τον συναντήσαµε στα γραφεία της Μακρυγιάννη, όπου ξεκίνησε µόνος του αυτή τη συζήτηση, χωρίς να περιµένει την πρώτη ερώτηση.

«Δεν κατάλαβα ποτέ την κατηγορία ότι έφερα τους νέους στην Επίδαυρο. Για να χρησιμοποιήσω μια παρομοίωση από την επικαιρότητα, ήταν σαν να μου λένε ότι έφερα νεοναζί στην Επίδαυρο. Τέτοιο ήταν το μένος. Φαίνεται ότι στην Αβινιόν μπορούν να πάνε, αλλά στο αρχαίο θέατρο απαγορεύεται. Με τα κριτήρια τα εθνικιστικά και τα λαϊκιστικά, που είναι όλο και περισσότερο της μόδας σε μια χώρα εν μέσω κρίσης».

Και αν αυτά τα νέα παιδιά αποκλείουν άλλους καλλιτέχνες που θέλουν να δοκιμαστούν ξανά στο Φεστιβάλ;

Α, ναι, βέβαια, το δικαίωμα στη δοκιμασία. Φαντάζομαι πως ορισμένοι ενδιαφέρονται σοβαρά για τη συνεχή δοκιμασία – και για δεκαετίες, αν γίνεται. Πρέπει να ξέρετε, όμως, ότι στη Γαλλία και στη Γερμανία οι δοκιμασμένοι καλλιτέχνες ύστερα από κάποια ηλικία δεν καλούνται από τις διευθύνσεις των φεστιβάλ. Εκεί νιώθουν ότι οφείλουν να δώσουν την ευκαιρία στους νέους. Πράγμα που δεν γίνεται στην Ελλάδα. Για να μη μιλήσουμε για τις αναθέσεις σε καλλιτέχνες ως αποτέλεσμα κάποιας σχέσης με την πολιτική εξουσία. Απ’ ό,τι ακούω, τα ΔΗΠΕΘΕ έχουν σχέση με τον δήμαρχο της περιοχής, οπότε τα κριτήρια επιλογής φαντάζομαι επηρεάζονται από αυτή τη σχέση. Νομίζω ότι στη Γαλλία, εάν κάποιος αναλάβει τη διοίκηση μιας όπερας ή ενός τοπικού θιάσου, δεν ξέρει καν το όνομα του δημάρχου. Κι αυτό επειδή έχει απευθείας σχέση με το υπουργείο Πολιτισμού.

Εσείς, με το χέρι στην καρδιά, δεν έχετε υποκύψει ποτέ σε καμία πίεση;

Μόλο που έχω δεχθεί τηλεφωνήματα, όχι, δεν έχω υποκύψει.

Θα σας μεταφέρω δύο συγκεκριμένες ενστάσεις. Τα 9 χρόνια που διευθύνετε εσείς δεν είναι ένα νέο καθεστώς μετά το παλιό;

Δεν έχω τέτοια αίσθηση. Οι περισσότεροι νέοι καλλιτέχνες χαίρονται που τους δώσαμε πλέον σημασία, ενώ μέχρι πρότινος έμπαιναν οι ίδιοι και οι ίδιοι, που τύχαινε να είναι διευθυντές θεάτρων. Ορισμένοι άνθρωποι μιας ηλικίας βλέπουν τα πράγματα σαν να αφορούν τους συνομηλίκους τους. Ή τους συμμαθητές τους. Ποια είναι η άλλη;

Οτι ο πολύς πειραματισμός και η «σκηνοθετίτιδα» βλάπτουν. Θα είχατε πρόβλημα για μια παράσταση με χιτώνες εάν υπηρετούσε το κείμενο;

Δεν έχω απαγορεύσει ποτέ σε κανέναν να χρησιμοποιήσει χιτώνες. Δεν παύουν να είναι αμφίβολου γούστου, κιτς, κι έχουν να κάνουν με τα λαϊκιστικά κριτήρια που λέγαμε πριν. Αλλά έτσι κι αλλιώς οι προτάσεις που γίνονται πλέον είναι άλλης νοοτροπίας.

Τα πρώτα ψήγματα για την προετοιμασία του επόμενου Φεστιβάλ υπάρχουν;

Ναι. Κατ’ αρχάς υπάρχουν πολλές από τις προηγούμενες προτάσεις τις οποίες δεν αποδεχθήκαμε και, εκ των πραγμάτων, έχουν μια προτεραιότητα. Υστερα, έχω ήδη παρακολουθήσει αρκετά πράγματα στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στο Παρίσι και θέλω, αν μπορέσω, να τα φέρω στην Ελλάδα. Γενικά ισχύει ότι βλέπουμε 600 και φέρνουμε 30. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου περισσότερο από άλλες χώρες, υπάρχει αυτή η τάση για πληθωρισμό προτάσεων. Στην Αβινιόν έχουν 40-60 προτάσεις κι εμείς έχουμε περίπου 300. Διάβαζα προχθές πάλι την επιστολή κάποιου που ξεκινούσε με το γνωστό επιχείρημα «πώς τολμάτε στο φεστιβάλ να απορρίπτετε καλλιτέχνες με τέτοιο μέγεθος;». Ε, δεν πάει έτσι.

Επαναλήψεις θα υπάρξουν;

Ναι. Θα ανεβούν ξανά η «Μετατόπιση προς το ερυθρό» του Θάνου Παπακωνσταντίνου, οι «Διασκεδαστικές ιστορίες περί θνητότητας» του Γιάννη Μόσχου και «Τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους» του Θέμελη Γλυνάτση. Εγώ επιμένω και θέλω να επαναλάβω το πείραμα με τους νέους έλληνες δημιουργούς. Λόγω της κρίσης όλα αυτά τα παιδιά που δεν έχουν τα μέσα, τις επιχορηγήσεις, τις κομματικές φιλίες, βρίσκουν μια διέξοδο στο Φεστιβάλ.

Υπάρχουν κάποιοι που δεν πληρώθηκαν;

Ορισμένοι μου ζήτησαν να μπουν υπό την αιγίδα του Φεστιβάλ, ενώ δεν ήταν στο πρόγραμμα. Ο Μαυρογεωργίου και ο Κουρούμπελης, για παράδειγμα, αλλά και ο Αρης Μπινιάρης με το «Θείο τραγί».

Ο οικονομικός απολογισμός μέχρι στιγμής ποιος είναι;

Οικονομικά τα πήγαμε καλά. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Φεστιβάλ ήταν φυσικά η Πειραιώς, που ήταν sold out από την αρχή ώς το τέλος. Η Επίδαυρος υφίσταται φυσικά τις συνέπειες της κρίσης με την έννοια ότι κάποιος σκέφτεται να πληρώσει – εκτός από το εισιτήριο – τη βενζίνη και τα διόδια ώς το αρχαίο θέατρο. Γι’ αυτό και η Επίδαυρος έχει πέσει 25%-30% σε σχέση με άλλες χρονιές. Νομίζω ότι ούτε τα μεγάλα ονόματα ελκύουν πλέον τον κόσμο όσο παλιά. Στο Ηρώδειο, πάλι, γέμισαν αρκετά θεάματα: το αφιέρωμα της Καμεράτας στους Μπιτλς, η Νάνα Μούσχουρη, η Μαίρη Λίντα, η Μόνικα και ο Μητσιάς. Αλλά και ο «Φιλοκτήτης» που ανέβηκε για δύο βραδιές πήγε καλά, παρά τη βροχή.

Λέτε ότι είστε παγίως ανοιχτοί σε οικονομικό έλεγχο. Γιατί δεν δίνετε όλα τα στοιχεία μετά το τέλος του Φεστιβάλ;

Μα, το κάνουμε στη συνέντευξη Τύπου της επόμενης χρονιάς. Αλλά και όσοι μας τα έχουν ζητήσει για διαφορετικούς λόγους, τα έχουμε δώσει. Κατ’ αρχάς να σας πω ότι ο αριθμός των θεατών όταν ανέλαβα (2004) ήταν περίπου 45.000. Σήμερα έχουμε φτάσει από 160.000 έως 200.000 ορισμένες φορές. Δεν το λέω επειδή εμείς φέραμε καλύτερες παραστάσεις, αλλά επειδή πολλαπλασιάσαμε τις αίθουσες.

Η αυτοκριτική χωράει στο πρόγραμμα;

Ναι. Δεν κατάφερα, για παράδειγμα, να ανοίξω τα Επιδαύρια σε άλλους χώρους – ίσως εν μέρει λόγω της κρίσης. Θα μπορούσαμε ορισμένες από τις παραστάσεις να τις παίζαμε σε διάφορα άλλα θέατρα, όπως κάναμε σε συνεργασία με το Διάζωμα φέτος για τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» με την Ολια Λαζαρίδου, σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη. Είναι κρίμα παραγωγές που κάνει το ελληνικό Δημόσιο να τις βλέπουν μόνο αυτοί που μπορούν να πάνε Επίδαυρο, αλλά αυτοί που μένουν στη Θάσο να μη βλέπουν τίποτε από το Φεστιβάλ στους Φιλίππους. Εδώ, λοιπόν, δεν τα κατάφερα. Σε πολλές περιπτώσεις επίσης δεν ήμουν τόσο ριζικός όσο έξω. Για ορισμένους ανθρώπους δεν μπορείς να αγνοήσεις το παρελθόν τους και πρέπει να το σεβαστείς. Ενώ ξέρεις ότι έκανε κάτι πρόπερσι ή αυτό που κάνει τα τελευταία έξι-επτά χρόνια δεν σε ενδιαφέρει και πολύ. Οσο για τους νέους, μπορεί να μη με ενδιαφέρουν πολλά, αλλά εκεί αξίζει η ευκαιρία.

>>> Ο Ριχάρδος και τα σουβλάκια

Το Φεστιβάλ Αθηνών φαίνεται πως έχει βρει τον δρόμο του. Ισχύει το ίδιο και για τα Επιδαύρια;

Οι κριτικές για τα Επιδαύρια εξαντλούνται, όπως είπαμε, στους νέους και στο γεγονός ότι δεν γέμισε όσο θα έπρεπε για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι ταβέρνες, τα σουβλατζίδικα και τα γκαράζ. Οταν όμως γέμισαν, στις παραστάσεις του Κέβιν Σπέισι ως Ριχάρδου, δεν είπαν οι ίδιοι «επιτέλους, πουλήσαμε σουβλάκια». Είπαν ότι δίνω το δημόσιο χρήμα σε σταρ του Χόλιγουντ. Αυτό είναι ένα ελληνικό ταλέντο: ό,τι και να κάνεις, μπορεί κάποιος να σου πει το αντίθετο. Εγώ πιστεύω ότι καλά κάνουμε και φέρνουμε ξένους. Δηλαδή, ήταν καλύτερα όταν για δεκαετίες βλέπαμε φρικαλέες παραστάσεις του Αριστοφάνη, που μπροστά τους οι επιθεωρήσεις έμοιαζαν με Μπέκετ; Τότε δεν έλεγε κανείς τίποτε, επειδή προφανώς κάποιοι τα κονομούσαν.

Οι «φίλοι του Λούκου» δεν υπάρχουν;

Αυτά μπορεί να τα λένε διάφοροι, αλλά πού να προλάβω να κάνω φίλους κλεισμένος σε ένα γραφείο ή βλέποντας παραστάσεις; Σίγουρα συμπαθώ ορισμένους καλλιτέχνες σε σχέση με άλλους επειδή μου αρέσει η δουλειά τους, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό. Τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και τον Λευτέρη Βογιατζή, για παράδειγμα, τους γνώριζα πριν αναλάβω και τους εκτιμούσα ως καλλιτέχνες. Αυτοί ήταν άλλωστε που μου είπαν «έλα και αν δεν σου αρέσει, φεύγεις».

Τελικά, θέλετε να παραμείνετε στο τιμόνι του Φεστιβάλ;

Θα πρέπει να ρωτήσω ορισμένους σκηνοθέτες και μεταφραστές. Δεν ξέρω, να σας πω την αλήθεια. Εμένα μου αρέσει η δουλειά. Υπάρχει κούραση αλλά και ενθουσιασμός.

Η δύναμή μου η μεγάλη είναι ότι δεν μένω στην Ελλάδα. Ολες αυτές τις καταγγελίες που μου αναφέρατε δεν τις διαβάζω. Ούτε καν τις θετικές κριτικές. Προσπαθώ να δω πώς αντιδρά το κοινό, πώς πάνε οι παραστάσεις. Και επειδή ζω έξω, κάνω μια άλλη δουλειά έξω, ταξιδεύω από τη μια χώρα στην άλλη, έρχομαι στην Ελλάδα φρέσκος.

Οταν έρχεστε, μπαίνετε στον κόπο να περπατήσετε την Αθήνα;

Πριν από λίγο πήγα να αγοράσω κάποια βιβλία. Χθες κατά τύχη μιλούσαμε με τον Αρη Μπινιάρη για τον Σκαρίμπα, οπότε αγόρασα βιβλία για τον Σκαρίμπα. Αλλά και για τον Καρυωτάκη, επειδή πρόσφατα βρέθηκα στην Πρέβεζα. Εχω μια σχέση τουριστική με την Ελλάδα, ορισμένες φορές, που μάλλον με προστατεύει. Φέτος το καλοκαίρι δεν έκανα διακοπές, αλλά ο Οστερμάγερ με κάλεσε στην Καρδαμύλη, όπου τρελάθηκα από την ομορφιά του μέρους.