Εχει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση στον πιο καινούργιο και εντυπωσιακό χώρο της Αθήνας, ενώ συγχρόνως σκηνοθετεί για το Εθνικό Θέατρο. Ο πολυπράγμων ηθοποιός και σκηνοθέτης δεν φοβάται την αλήθεια γι’ αυτό και παραδέχεται ότι και η εμπορικότητα είναι ένα από τα ζητούμενά του

H συζήτηση µαζί του έχει πάντα ενδιαφέρον. Το ξέρω από τις προσωπικές µας επαφές. Ούτως ή άλλως, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Δηµήτρης Λιγνάδης δεν «φοράει τα καλά του» όταν δίνει συνεντεύξεις. Μοιάζει να µην τον ενδιαφέρει η εντύπωση που θα κάνει στους άλλους. Από την άλλη, η φυσική του ευγένεια είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Και σκέφτοµαι ότι τελικά είναι ο αστικός του πολιτισµός που διαµορφώνει το προκλητικό της ιδιοσυγκρασίας του και το αποτρέπει από το να γίνει προβοκάτσια.

Το γεγονός ότι είναι μονίμως μεταξύ δύο, τριών ή και περισσότερων παραστάσεων δίνει μοιραία αφορμή να αρχίσει η κουβέντα από τα του θεάτρου. Αλλωστε, μέσα από το θέατρο ο Λιγνάδης μιλάει και για τη ζωή.

Πολύς κόσμος στο θέατρο φέτος, πολλές παραστάσεις sold out… Πηγαίνουν, πιστεύεις, οι θεατές συνειδητά; Και, τελικά, έχει σημασία αν το κοινό είναι συνειδητό ή όχι;
Η κρίση αυτή που ζούμε δεν είναι μόνο οικονομική, δηλαδή ταμειακή. Νομίζω –και ελπίζω –να άνοιξε στον καθένα μας και θέματα γενικότερων αξιών. «Ποιος ήμουν και τι έκανα μέχρι τώρα. Σε τι φούσκες ζούσα, όχι μόνο οικονομικές αλλά και υπαρξιακές;». Αυτό νομίζω οδήγησε τον κόσμο να κρατηθεί, όσον αφορά την τέχνη, από χειρολαβές που του θυμίζουν την ουσία. Να πάει στα στέρεα πράγματα. Κατά κάποιον τρόπο απαρνήθηκε την τηλεόραση, απαρνήθηκε το εφήμερο και στράφηκε στο θέατρο, μία τέχνη δηλαδή που κρατάει δυόμισι χιλιάδες χρόνια.
Δηλαδή μπορεί το θέατρο να κάνει καλύτερη τη ζωή μας;
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το αντίθετο! Ακριβώς από αυτόν τον πανικό να κρατηθεί ο κόσμος από οτιδήποτε του θυμίζει ουσιαστικό, βαθύ, ποιοτικό, πέρασε με τέτοια φόρα στο θέατρο που έχασε και λίγο τον μπούσουλα. Το θέατρο απλώθηκε σαν μια μεγάλη φτερούγα και ξεδίπλωσε μια δημιουργικότητα ομάδων που κι αυτές κάνουν το λεγόμενο ψαγμένο, πειραματικό, ερευνητικό ή μούφα –όπως θέλει το λέει ο καθένας –θέατρο. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτή η στροφή του κόσμου είναι ακόμη πολύ ομαδική, πολύ ραγδαία αλλά και πολύ μπερδεμένη. Είμαστε ακόμη σε μεταβατική φάση. Οταν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός θα ξεκαθαρίσει και για ποιο θέατρο μιλάμε.
Υπάρχει καλό και κακό θέατρο;
Υπάρχει καλός και κακός θεατής; Ποιος μου ορίζει εμένα τι είναι καλό και τι κακό θέατρο; Η προσέλευση του κόσμου; Οι κριτικοί; Η κριτική γενικότερα, που τελευταία έχει γίνει ένας εσμός από κρίσεις; Εγώ, αν ήθελα να πω ένα κακό που συμβαίνει σήμερα στον χώρο μας είναι ότι ο θεατής, για τους λόγους που είπαμε, στέλνει μόνο το κεφάλι του στο θέατρο. Δεν πάει το σώμα του και την ψυχή του. Πάει το κεφάλι του, που είναι εμποτισμένο από αισθητικές, από δημοσιεύματα, από εφήμερους μύθους γύρω από ηθοποιούς που τους ονομάζει «θεούς» και «θεές».
Εχεις δεχθεί πολύ θετικές αλλά και πολύ αρνητικές κριτικές. Θυμάμαι το καλοκαίρι του 2008, έπεσαν να σε φάνε με τον τρόπο που διασκεύασες, που «πείραξες» του «Βάτραχους» στην Επίδαυρο.
Για να σου απαντήσω θα πρέπει πρώτα να δούμε τι είναι τεχνη. Κι εγώ δεν ξέρω την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Ούτε και με ενδιαφέρει. Τέχνη μπορεί να είναι το οτιδήποτε. Αυτό το τασάκι! Το θέμα είναι ποιος είναι ο καλλιτέχνης. Ποιους στόχους έχει όταν «πειράζει» ένα έργο. Τι στόχους έχει όταν ζητάει την Επίδαυρο. Αυτό είναι το ερώτημα. Για παράδειγμα, εγώ «πείραξα» τους «Βατράχους» αλλά με αγνές προθέσεις. Και θεωρώ ότι δεν πείραξα το νευρικό σύστημα της κωμωδίας. Αν με ρωτάς αν θα τους ξανάκανα με αυτόν τον τρόπο, ναι, θα τους ξανάκανα. Με επιμέρους διορθώσεις ίσως.
Με αγνές προθέσεις διάλεξες πέρυσι και τον Σάκη Ρουβά για τον ρόλο του Διονύσου στις «Βάκχες»;
Οταν λέω αγνές προθέσεις εννοώ ότι εγώ συλλαμβάνω μια ιδέα που θέλω να την παρουσιάσω σε μεγάλα θέατρα και να έρθει ένας μεγάλος αριθμός θεατών. Αρα το στοιχείο της εμπορικότητας, το «δόλωμα», είναι για μένα ζητούμενο… Ολο το παιχνίδι παίζεται στην ποσόστωση. Δηλαδή αν το «δόλωμα» σου αλλοιώνει το αποτέλεσμα. Εγώ είχα άποψη γιατί έπρεπε να είναι ο Ρουβάς σε αυτή την παράσταση. Ηθελα ο Διόνυσος να είναι ένας μύθος που φέρνει κόσμο. Που έχει γκρούπις και αντιπάλους. Τώρα, αν με ρωτάς αν έχω ματαιοδοξία, φουλ!
Ομολογείς ματαιοδοξία, θανάσιμο αμάρτημα για τους κανόνες της σύγχρονης πολιτικής ορθότητας…
Αυτό ακριβώς κάνω! Αν θέλω το χειροκρότημα και την αποδοχή; Φουλ! Αν θέλω να δει κόσμος τις δουλειές μου; Φουλ! Ακόμη και αυτή η συνέντευξη που σου δίνω τώρα θέλω να είναι καλή, να αρέσει! Αν θεωρώ ότι δεν έπαιξα καλά έναν ρόλο αρρωσταίνω, δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Η ταπεινότητα δεν είναι στη φύση του καλλιτέχνη. Η ματαιοδοξία, όχι απλώς η φιλοδοξία, είναι το καύσιμό του. Γι’ αυτό και, πολλές φορές, γίνεται παρανάλωμα απ’ αυτό το καύσιμο. Δεν θα κάνω όμως από ματαιοδοξία έκπτωση στα θέλω μου. Μετασχηματισμούς ναι! Αλλο όμως να προσαρμόσεις το θέλω σου και άλλο να ξεβρακωθείς. Δηλαδή δεν μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος με το θέατρο γεμάτο μεν αλλά με παράσταση που δεν με αντιπροσωπεύει. Ούτε όμως με το θέατρο άδειο και με τη δικαιολογία «είδες τι ψαγμένη παράσταση έκανα;». Η τέχνη, στην αναγκαιότητά της, εκτός από τον καλλιτέχνη-δημιουργό περιλαμβάνει και τον αποδέκτη-θεατή. Δηλαδή δεν κάνω τέχνη όταν τραγουδάω στο μπάνιο μου. Εκεί είμαι ο καλύτερος Ρουβάς που υπάρχει. Πάντως, για να κλείσουμε αυτό το θέμα, τον Ρουβά ποτέ δεν τον βάφτισα Σάκη Μινωτή. Ούτε βέβαια και τον Μινωτή Αλέξη Ρουβά.

Σου αρέσουν οι μύθοι; Αυτούς που μάλλον θέλησαν να γκρεμίσουν φέτος το καλοκαίρι νεότεροι συνάδελφοί σου, αποδομώντας κάποιες τραγωδίες ή έργα του κλασικού ρεπερτορίου;

Μου αρέσουν πολύ. Και δεν μου αρέσει καθόλου που ζούμε σε έναν αντιηρωικό κόσμο. Σήμερα μας αρέσουν οι τραγουδιστές της διπλανής πόρτας που τους γουστάρουμε μεν γιατί λένε το δικό μας ντέρτι αλλά μπορούμε να τους ρίξουμε και μια καρπαζιά, μας αρέσουν οι συμπαθείς χαρακτήρες στο θέατρο, ακόμη και στις διαφημίσεις βλέπουμε κάτι τύπους «συμπαθητικούληδες» που θα μπορούσαμε να είμαστε στη θέση τους. Εμένα μου αρέσουν οι μύθοι. Μου αρέσουν τα αγάλματα που λέγονται Αισχύλος ή Θουκυδίδης. Και το θέμα με τους νεότερους συναδέλφους μου είναι ότι για να προσεγγίσουν τα «αγάλματα» θεωρούν ότι πρέπει να τα γκρεμίσουν.
Το θέατρο είναι, τελικά, τέχνη για όλους;
Το θέατρο είναι για όλους αλλά από λίγους. Ισως γενικά η τέχνη. Δεν μπορούν να είναι όλοι καλλιτέχνες. Αλλά οι καλλιτέχνες μπορούν να κάνουν πράγματα για όλους. Τα έχουμε μπερδέψει λίγο και νομίζουμε ότι όλοι μπορούν να τα κάνουν όλα. Δεν είναι έτσι. Η δημιουργικότητα δεν είναι κατ’ ανάγκην και δημιουργία. Θα με παρεξηγήσουν γι’ αυτό που λέω αλλά δεν με νοιάζει.
Θεωρείς τον εαυτό σου, ως προσωπικότητα, υγιή;
Καθόλου! Είμαι άνθρωπος με πολλά προβλήματα. Αλλά δεν μου αρέσει να τα περιφέρω. Το κάνουν πολλοί αυτό! Περιφέρουν το πόσο «τρελοί» είναι. Ομως όταν νιώσεις πραγματικά ότι είσαι τρελός, τρομάζεις και θέλεις να θεραπευτείς. Και επειδή έχω νιώσει πολλές φορές ότι μου φεύγει το μυαλό, θέλω να νιώθω όσο πιο υγιής γίνεται.

Να σε ρωτήσω πώς διαχειρίζεσαι την οικονομική κρίση; Κοινότοπη ερώτηση… Να μου πεις καλύτερα μια διάστασή της που ίσως δεν την έχω σκεφτεί;

Θεωρώ πως αν κάτι προσπαθεί να κάνει αυτό που επικαλούμαστε όλοι ως σύστημα δεν είναι να μας πετσοκόψει τα ευρώ. Τα ευρώ θα ξαναβρεθούν, η εξίσωση θα ξαναλυθεί. Αλλά να μας αποκόψει από τη μνήμη. Γιατί αν δεν ξέρω από πού προέρχομαι δεν ξέρω πού πηγαίνω.
Αυτές τις ημέρες είναι η επέτειος της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Τη φοβάσαι τη Χρυσή Αυγή;
Οχι, δεν τη φοβάμαι. Γιατί έτσι όπως τη θέτουμε πιστεύω ότι δεν τη σκοπεύουμε σωστά. Με ρωτάς δηλαδή αν φοβάμαι 200, 300 ανεγκέφαλους; Οχι βεβαίως! Αν όμως μου πεις αυτοί έγιναν δύο εκατομμύρια σημαίνει ότι όλοι κρύβουμε έναν χρυσαυγίτη μέσα μας.
Δεν είναι ούτε 200 ούτε δύο εκατομμύρια. Είναι 500.000…
Τότε ή πρέπει να δεχθώ ότι αυτοί οι 500.000 ψηφοφόροι έχουν αυτή την ιδεολογία –κάτι που δυσκολεύομαι να το πιστέψω –ή να δούμε ποια είναι μέσα μας αυτά τα στοιχεία που, με την πρώτη ευκαιρία, βρήκαν στέγη εκεί… Ως κόμμα λοιπόν δεν τη φοβάμαι, τη φοβάμαι όμως ως νοοτροπία. Για πες μου, αυτός που βαράει τη γυναίκα του ή αυτός που σκοτώνει επειδή του πήδηξαν την αδελφή δεν είναι Χρυσή Αυγή;

Πάνθεον:μια νέα πρόκληση

Από τον φετινό χειμώνα ο Δημήτρης Λιγνάδης, εκτός όλων των άλλων, μας συστήνεται και ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Πάνθεον. Ενός χώρου που είχε ταυτιστεί με τη χλιδάτη υπερβολή της νυχτερινής διασκέδασης. Πρόκειται για το πρώην Αθηνών Αρένα που επί σχεδόν δέκα χρόνια είχε φιλοξενήσει στη χαώδη πίστα του τα πιο ηχηρά ονόματα του λαϊκοπόπ και εντεχνοπόπ τραγουδιού. Από τη Βίσση και τον Ρέμο μέχρι τη Μαρινέλλα, την Πρωτοψάλτη και τον Ρουβά. Ηδη απο πέρυσι, όμως, έχει αρχίσει η διαμόρφωσή του σε αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «πολυχώρο πολιτισμού», αφού όχι μόνο άλλαξε το όνομά του, αλλά αντικατέστησε τα περισσότερα τραπεζοκαθίσματα με θέσεις θεάτρου. Φέτος, η μεταμόρφωσή του σε θέατρο χωρητικότητας 1.700 ατόμων είναι ολοκληρωτική.

Εν αναμονή του πλήρους καλλιτεχνικού προγράμματός του για την επόμενη σεζόν που θα ανακοινώσει ο Δημήτρης Λιγνάδης στο τέλος Σεπτεμβρίου, ήδη έχουν αρχίσει πρόβες για την παιδική παράσταση «Ηρακλής – Οι 12 άθλοι» με πρωταγωνιστή τον Σάκη Ρουβά. Πρόκειται για μια ιδέα του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη – που επίσης σκηνοθετεί και κάνει σκηνικά και κοστούμια – σε αρχικό κείμενο του Στρατή Πασχάλη, διασκευή και δραματουργική επεξεργασία του Γιάννη Λιγνάδη (αδελφού του Δημήτρη) και τραγούδια του Γιώργου Θεοφάνους σε στίχους Νίκης Παπαθεοχάρη. Εκτός από τον Ρουβά στον ρόλο του Ηρακλή, παίζουν επίσης οι Ρούλα Πατεράκη (Ευρυσθέας), Ναταλία Δραγούμη (Αθηνά) κ.ά.

Την άνοιξη του 2015 θα ανεβεί το μιούζικαλ «Βίκτωρ Βικτώρια» σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη, με τους Μαρία Ναυπλιώτου, Γιάννη Ζουγανέλη, Αλέξη Γεωργούλη. Επίσης στο Πάνθεον θα συνεχίσει τις παραστάσεις του το «Σιρανό ντε Μπερζεράκ», σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, με τους Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, Σμαράγδα Καρύδη και Ομηρο Πουλάκη.