«Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να μεγεθύνεται με ρυθμούς τουλάχιστον κατά 2 με 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης έτσι ώστε σε 10 χρόνια από τώρα να προσεγγίσει τα επίπεδα της πραγματικής σύγκλισης που ίσχυαν το 2009», εκτιμούν οι οικονομικοί αναλυτές της Eurobank, στο εβδομαδιαίο Οικονομικό Δελτίο της τράπεζας.

Συγκρίνοντας με την οικονομία της Ιρλανδίας, η ανάλυση αναφέρει ότι το 2009 το κατά κεφαλήν πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΚΚΠΑΕΠ) της Ελλάδας ήταν στο 74,09% του ΚΚΠΑΕΠ της Ιρλανδίας. Με απλά λόγια, στον μέσο ιρλανδό πολίτη αντιστοιχούσε παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών της τάξης των 100 μονάδων ενώ στον μέσο Ελληνα προσεγγιστικά 74 μονάδες. Στα επόμενα 4 χρόνια η ψαλίδα άνοιξε ακόμα περισσότερο και στο τέλος του 2013 στον μέσο Ελληνα αντιστοιχούσε παραγωγή 59 μονάδων σε σχέση με τις 100 μονάδες που αντιστοιχούσαν στον μέσο Ιρλανδό.

«Σύμφωνα με την πραγματοποιηθείσα άσκηση για να επιστρέψουμε σε δέκα χρόνια από τώρα στα επίπεδα του σχετικού βιοτικού επιπέδου που ίσχυαν το 2009 θα πρέπει το ελληνικό ΚΚΠΑΕΠ να αυξάνεται με έναν ρυθμό κατά 2,29 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο σε σχέση με τον αντίστοιχο ιρλανδικό. Δηλαδή, αν η οικονομία της Ιρλανδίας μεγεθύνεται με έναν ρυθμό της τάξης του 2% η ελληνική οικονομία θα πρέπει να αυξάνει την εγχώρια κατά κεφαλήν παραγωγή της με έναν ρυθμό της τάξης 4,29%», αναφέρει η ανάλυση.

«Επιπρόσθετα, γίνεται αντιληπτό πως η ταχύτερη επιστροφή στα επίπεδα πραγματικής σύγκλισης του 2009 απαιτεί και υψηλότερες διαφορές ανάμεσα στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της Ελλάδας και των άλλων κρατών. Στο παράδειγμα με την Ιρλανδία η προαναφερθείσα επιστροφή μέσα σε έναν χρονικό ορίζοντα 8, 6, ή 4 χρόνων είναι συμβατή με διαφορές στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης των 2,87, 3,85 και 5,82 ποσοστιαίων μονάδων αντίστοιχα».

Απαιτείται δεκαετία υψηλής ανάπτυξης για την επάνοδο στα προ ύφεσης επίπεδα

«Μέσω αυτής της απλής άσκησης γίνεται αναντίρρητα αποδεκτό ότι η ελληνική οικονομία για να επανέλθει στα προ ύφεσης επίπεδα πραγματικής σύγκλισης δεν αρκεί απλά να μεταβεί σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Απαιτούνται σχετικά υψηλοί ρυθμοί (υψηλότεροι από την παγκόσμια μακροχρόνια τάση του 2%) και χρόνος. Εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι και το εξής: To νέο υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης θα πρέπει να είναι μακροχρονίως βιώσιμο. Στην περίπτωση που ξαναζήσουμε (βλέπε για παράδειγμα την περίπτωση της οικονομίας της Αργεντινής) περιόδους όπως αυτές των ετών 1979-1995 (παρατεταμένη στασιμότητα) και 2007-2013 (απότομη και βαθιά συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής) τότε θα είναι πολύ δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να καταφέρει η ελληνική οικονομία να πετύχει την πλήρη πραγματική σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης», αναφέρει η ανάλυση.

Το πιθανό τέλος της ελληνικής «Μεγάλης Υφεσης» δεν συνεπάγεται ότι το βιοτικό επίπεδο του μέσου Ελληνα ή της μέσης Ελληνίδας καλυτερεύει, απλώς σταματάει η χειροτέρευσή του. Δύο ή τρία συνεχόμενα τρίμηνα αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΠΑΕΠ) δεν συνεπάγονται αυτομάτως και μια μελλοντική διαρκή πορεία ανάκαμψης.

Οσο οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΠΑΕΠ (Πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) παραμένουν στα σημερινά επίπεδα (13,87%), όσο η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής παραμένει αισθητά χαμηλή, όσο καθυστερούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όσο δεν αυξάνεται το κεφάλαιο της αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, η ελληνική οικονομία μπορεί μεν να μη συρρικνώνεται, ωστόσο δύναται να παγιδευτεί σε μια τροχιά μακροχρόνιας στασιμότητας ή ισχνής οικονομικής μεγέθυνσης.