Στην πολιτική, αληθεύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό κάτι που ισχύει για τις περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες, από τις τέχνες και τις επιστήμες ώς τις ερωτικές σχέσεις: για να σχηματίσουμε καινούργιες ιδέες, που θα μας βοηθήσουν να ξεκολλήσουμε από εκεί όπου είμαστε καθηλωμένοι, πρέπει να αναστοχαστούμε κριτικά τις παλιές. Ή, όπως το διατυπώνει γλαφυρά ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος σ’ αυτό το πολύ ενδιαφέρον και μεστό βιβλιαράκι, να σκεφτούμε πώς σκεφτόμαστε, να δούμε πώς βλέπουμε. Η οπτική γωνία που επιλέγουμε (ή μας επιλέγει) αποκαλύπτει όψεις της πραγματικότητας και συγχρόνως αποκρύπτει άλλες. Η πεμπτουσία της δημοκρατίας είναι ο διάλογος και η σύνθεση των διαφορετικών τρόπων θέασης.

Βέβαια, όταν ο Γιαννουλόπουλος καλεί σε κριτικό αναστοχασμό, γνωρίζει προφανώς ότι δεν έχει πολλές ελπίδες να εισακουσθεί από τους φορείς των δύο κυρίαρχων αντιλήψεων που αυτοπροτείνονται στα καθ’ ημάς ως διέξοδος από την κρίση. Αυτοί έχουν επενδύσει στην πόλωση, καθένας για τους δικούς του λόγους, όχι απαραίτητα και όχι πάντοτε ιδιοτελείς. Τι να κάνουμε, από την πολύ σημαντική άποψη του δημιουργικού διαλόγου η δημοκρατία μας ήταν σχεδόν πάντοτε καχεκτική. Ετσι, ο συγγραφέας απευθύνεται μάλλον στους καλοπροαίρετους και διατεθειμένους να επανεξετάζουν τις ιδέες τους πολίτες που κλίνουν προς τη μία ή την άλλη πλευρά.

Αυτές οι δύο πολιτικές προτάσεις για τη θεραπεία των σημερινών δεινών μας είναι η νεοφιλελεύθερη και η αριστερή, η δεύτερη στη «μεταμοντέρνα» εκδοχή που εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Καμία από τις δύο δεν περιλαμβάνει καινούργιες ιδέες, καμία δεν έχει αντλήσει διδάγματα από την πικρή ιστορική εμπειρία, τόσο τη διεθνή όσο και την ειδικά ελληνική. Ή μάλλον βλέπουν σ’ αυτή μονάχα ό,τι φαίνεται να τις επιβεβαιώνει και μένουν τυφλές στα υπόλοιπα. Ο Γιαννουλόπουλος το επισημαίνει αυτό, για να προχωρήσει σε μια σκληρή, αλλά νηφάλια και πολλές φορές χαριτωμένα διατυπωμένη κριτική και των δύο. Ξέρουμε άλλωστε πόσο διακρίνεται σ’ αυτό το «βρετανικό» ύφος από τον καιρό των απολαυστικών επιφυλλίδων του στην παλιά «Ελευθεροτυπία».

Το κομβικό σημείο, στο οποίο συναντούνται για να αποκλίνουν οι δύο προσεγγίσεις, είναι το κράτος, εννοείται το ελληνικό κράτος. Οι νεοφιλελεύθεροι τονίζουν συνεχώς, και κανένας δεν μπορεί να τους κατηγορήσει γι’ αυτό, τις αναρίθμητες και αποκρουστικές παθογένειές του, τις οποίες αποδίδουν σε ό,τι περιγράφει ένας πολύ γνωστός όρος: πελατειακό σύστημα. Είναι μια ορθότατη κριτική και δεν ασκείται μόνον από αυτούς. Αλλά στη νεοφιλελεύθερη σκέψη, πίσω από αυτή τη θέση βρίσκεται μια άλλη, που κινείται περισσότερο στον χώρο της ιδεοληψίας: η ταύτιση του πελατειακού κράτους με το κοινωνικό κράτος. Για τους νεοφιλελεύθερους, το κοινωνικό κράτος, αν δεν είναι εξαρχής πελατειακό, θα τείνει από τη φύση του προς αυτή τη μορφή. Επομένως, όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλύτερο για το κοινό συμφέρον. Η απόλυτη ελευθερία στην επιδίωξη και μάλιστα στη μεγιστοποίηση του ιδιωτικού οφέλους, η απληστία δηλαδή, θα οδηγήσει στη γενική ευημερία. Ή, σύμφωνα με την περίφημη ρήση του ολλανδού οικονομολόγου Μπέρναρντ Μαντεβίλ πριν από τρεις αιώνες (διότι τόσο φρέσκια είναι η νεοφιλελεύθερη σκέψη), τα ιδιωτικά ελαττώματα θα γίνουν δημόσια ευεργετήματα.

Εκτός του ότι η ταύτιση του κοινωνικού με το πελατειακό κράτος διαψεύδεται από τα παραδείγματα πλήθους χωρών, είδαμε το 2008 πού οδήγησε η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δόγματος στην πολιτική και την οικονομία της Δύσης. Η πλήρης απορρύθμιση των αγορών και η αποχαλίνωση του τραπεζικού κεφαλαίου έφεραν τις ίδιες τις τράπεζες στα πρόθυρα της κατάρρευσης, πράγμα για το οποίο δεν θα λυπόμασταν, αν δεν στρέφονταν πανικόβλητες για βοήθεια ίσα ίσα στο κράτος, δηλαδή στην τσέπη των πολιτών. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα αποδείχτηκε στην πράξη όχι μόνον ολέθριο αλλά και ασυνεπές: οι προφήτες του, ή μάλλον οι μαθητευόμενοι μάγοι του, ικέτευσαν να τους σώσει εκείνο ακριβώς που δεν ήθελαν να μπλέκεται στα πόδια τους. Οπως λέει και πάλι παραστατικά ο Γιαννουλόπουλος, θύμισαν κακομαθημένα παιδιά που αφήνονται να κάνουν του κεφαλιού τους, αλλά μόλις τα βρουν σκούρα τρέχουν τρομαγμένα στη μαμά τους.

Αλλά ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει διάκριση ανάμεσα στο κοινωνικό και το πελατειακό κράτος. Στη δική του λογική, το κοινό συμφέρον εντάσσεται, στην πραγματικότητα όμως υποτάσσεται, στην απροϋπόθετη λειτουργία του κράτους ως εργοδότη και διανεμητή προσόδων. Ετσι, το πάγιο αριστερό αίτημα της ισότητας καταλήγει να παράγει, σ’ αυτή την ιδιαίτερη ελληνική εκδοχή του, ανισότητες και αδικίες. Αποφεύγοντας να διαχωρίσει με σαφήνεια και έμφαση το κοινωνικό από το πελατειακό κράτος, ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα για την εγγενή ταύτιση των δύο. Χαρίζει πόντους στη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα με την αντίστασή του σε οποιαδήποτε προσπάθεια εξορθολογισμού του κράτους, ακόμη και όπου είναι εξόφθαλμα αναγκαίος, καταγγέλλοντάς την ως νεοφιλελεύθερη και ενταγμένη σ’ ένα ευρύτερο σχέδιο ιδιωτικοποίησης των φορέων και λειτουργιών του Δημοσίου.

Με τη ρητορική του αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται, φυσικά, στον κύριο, πασοκογενή όγκο της εκλογικής πελατείας του, όπου κατέχουν εξέχουσα θέση επαγγελματικές ομάδες ωφελημένες, πριν ενσκήψει η κρίση, ακριβώς από τον ανορθολογικό και ευνοιοκρατικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους. Το πόσο κωμικά παράλογη μπορεί να γίνει αυτή η ισοπεδωτικά καταγγελτική χρήση της έννοιας της ιδιωτικοποίησης, όπως την καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ, μας το υπενθυμίζει ο Γιαννουλόπουλος με το εξής παράδειγμα: στη σύγκρουση για τις άδειες των ταξί και την υποχρέωση των ταξιτζήδων να δίνουν αποδείξεις, ένας από τους ηγέτες τους συνόψισε την ουσία της αντιπαράθεσης με τη φράση «Θέλουν να ιδιωτικοποιήσουν τα ταξί»! Ιδιώτες επαγγελματίες διαμαρτύρονταν για ιδιωτικοποίηση του κλάδου τους!

Θα πει κανείς ίσως ότι η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρετεί τακτικούς ελιγμούς, αναγκαίους για να επιτευχθεί ο στόχος, που είναι το πάγιο όραμα της Αριστεράς για την κοινωνική αλλαγή. Δηλαδή, έχουμε για άλλη μια φορά εκείνη την πολύ αμφισβητήσιμη διάκριση ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς. Αλλά οι πότε αόριστες και πότε κραυγαλέα ανεδαφικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ φανερώνουν, όπως παρατηρεί ο Γιαννουλόπουλος, ότι εδώ το όραμα είναι το μέσο και ο αληθινός σκοπός είναι απλώς η πρωθυπουργοποίηση του κ. Τσίπρα.

Εξάλλου, αν θέλουμε να λεπτολογήσουμε, ο όρος «πελατειακό κράτος» δεν προσδιορίζει την πραγματική ιδιοτυπία του ελληνικού κράτους. Οπως έδειξε πρόσφατα ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου (στο πολύ σημαντικό βιβλίο του οποίου παραπέμπει ο Γιαννουλόπουλος), εκείνο που κυρίως χαρακτηρίζει το ελληνικό κράτος είναι η ενδοτικότητά του σε ομάδες συμφερόντων που εξασφαλίζουν προνομιακή μεταχείριση εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Οι ομάδες συμφερόντων δεν είναι πελάτες των κυβερνήσεων. Είναι οι πάτρωνές τους. Και επιδιώκουν σήμερα την αναπαραγωγή, διά της προσαρμογής, αυτού του μοντέλου εκμετάλλευσης στα νέα δεδομένα. Είτε με νεοφιλελεύθερα είτε με «αριστερά» συνθήματα.