Δεν θυμάται λεπτομέρειες της απόδρασης. Εχουν περάσει άλλωστε επτά δεκαετίες από τότε που ο Δαβίδ Σιών, ο νερουλάς στο στρατόπεδο εργασίας της Θήβας, έτρεξε μακριά από τις ράγες χωρίς να κοιτάξει πίσω. Η Λουκία Σιών, όμως, ξέρει ότι ο σύζυγός της ήταν τότε ένας από τους λιγοστούς επιζήσαντες. Χιλιάδες έλληνες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης βάδισαν όπως κι αυτός στα καραβάνια της αιχμαλωσίας το 1942 και το 1943. Ελάχιστοι επέστρεψαν. Εσπασαν πέτρες σε λατομεία ανά την Ελλάδα, πέθαναν από ασιτία και ασθένειες ή τουφεκίστηκαν όταν επιχείρησαν να το σκάσουν. Η κοινότητά τους προσπάθησε να τους απαλλάξει από τα δεσμά προσφέροντας λύτρα. Οι Γερμανοί εισέπραξαν τα χρήματα, αλλά οι όμηροι οδηγήθηκαν στα κρεματόρια του Αουσβιτς. Επειτα από μια μακρά δικαστική διαδικασία η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης ζητεί ξανά την επιστροφή των κατοχικών λύτρων. Ισως αυτή να είναι η τελευταία της ευκαιρία.

Την περασμένη εβδομάδα η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διεκδικώντας από τη Γερμανία το ποσό των 40-45 εκατομμυρίων ευρώ. Τον περασμένο Δεκέμβριο ο Αρειος Πάγος απέρριψε αντίστοιχο αίτημά της ως αναρμόδιο δικαστήριο. «Κάθε εβραϊκή οικογένεια της Θεσσαλονίκης είχε και έναν άνθρωπο στα καταναγκαστικά έργα. Για εμάς το θέμα είναι ηθικό» λέει ο πρόεδρος της Κοινότητας Δαβίδ Σαλτιέλ. «Τον άνδρα μου τον έπιασαν στη Θεσσαλονίκη. Τον έστειλαν στη Θήβα και εκεί κουβαλούσε νερό στους στρατιώτες, στα τρένα. Ηταν 17 ετών τότε» λέει η Λουκία Σιών. «Μια ημέρα απομονώθηκε πίσω από τα τρένα και άρχισε να τρέχει, θα τον πήγαιναν στο Αουσβιτς. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε. Πήγε με τα πόδια στην Αθήνα. Χωρίς εφόδια, με τα ρούχα που φορούσε. Ετσι γλίτωσε».

Μέχρι τη Θήβα έφταναν τα στρατόπεδα εργασίας στα οποία είχαν μοιραστεί οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Η επιστράτευσή τους έγινε το καλοκαίρι του 1942. Επίσημη ανακοίνωση της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης στις εφημερίδες καλούσε τους άνδρες ηλικίας 18-45 ετών να παρουσιαστούν ξημερώματα της 12ης Ιουλίου στην Πλατεία Ελευθερίας. Εκεί, στο οίκημα της Ιωνικής Τράπεζας, δεκάδες υπάλληλοι κατέγραφαν τα στοιχεία τους υπό την εποπτεία της Γκεστάπο. Υπό την απειλή ξυλοδαρμού οι Εβραίοι εξαναγκάζονταν σε εξευτελιστικές γυμναστικές ασκήσεις. Περίπου 9.000 άνδρες βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στην πλατεία. Την επομένη στάλθηκαν οι πρώτες εκατοντάδες στα λατομεία Σέδες και Τεμπών.

ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 5917. Σε κάθε άνδρα αντιστοιχούσε και ένα νούμερο. Ο πατέρας τής Ροζίνα Ασσέρ Πάρδο ήταν το νούμερο 5917. Οπως γράφει στο βιβλίο της «Με άλλο όνομα», ο πατέρας της δεν παρουσιάστηκε όταν τον κάλεσαν. Προσκόμισε πιστοποιητικό του γιατρού Γιώργου Καρακώτσου που δήλωνε ότι ήταν καρδιοπαθής. Οι αποστολές εργατών συνεχίστηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του 1942. «Ανάμεσά τους ήταν άνθρωποι που ποτέ τους δεν είχαν δουλέψει χειρωνακτικά. Καθηγητές, δάσκαλοι, έμποροι, λογιστές, ακόμη και τραυματίες του αλβανικού μετώπου» γράφει η Ασσέρ Πάρδο.

Η εργασία κρατούσε δέκα ώρες υπό στρατιωτική πειθαρχία. Στα εργοτάξια δεν τους παρείχαν αρκετή τροφή και οι αιχμάλωτοι ήταν εκτεθειμένοι στην ελονοσία και την ψώρα. «Ασθενείς εργάται, πυρέσσοντες εις βαθμούς 40 και άνω, κατέκειντο κατά ομάδας εις σταύλους, άλλοι επί των αχύρων, άλλοι επί του εκ χώματος ή τσιμέντου δαπέδου» γράφει στα απομνημονεύματά του ο Γιομτώβ Γιακοέλ, εβραίος δικηγόρος της Θεσσαλονίκης που είχε επισκεφτεί στρατόπεδα εργασίας στην Πιερία. Αρκετοί αιχμάλωτοι δεν άντεξαν τις συνθήκες και πέθαναν στα εργοτάξια.

ΜΕΣΑΖΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΖΑΡΙΑ. Η Ισραηλιτική Κοινότητα θορυβήθηκε όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα φέρετρα νεκρών εργατών στη Θεσσαλονίκη. Σταδιακά στήθηκε στην πόλη βιομηχανία αποφυγής της εξαναγκαστικής εργασίας. Γιατροί δωροδοκούνταν συστηματικά για να παρέχουν απαλλαγές ή αναβολές προσέλευσης σε Εβραίους και άλλοι μεσάζοντες κερδοσκοπούσαν εις βάρος των απελπισμένων οικογενειών. Ο εργολάβος Ι. Μύλλερ, που απασχολούσε μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων στα έργα οδοποιίας, πρότεινε την αντικατάσταση των Εβραίων με χριστιανούς τεχνίτες από τα ορεινά χωριά και τα νησιά. Εκτίμησε τη δαπάνη αντικατάστασης στα δύο δισεκατομμύρια δραχμές.

Τότε άρχισαν τα παζάρια. Ο Μαξ Μέρτεν, σύμβουλος της στρατιωτικής διοίκησης της Θεσσαλονίκης και μετέπειτα διοικητής στη Μακεδονία την περίοδο 1942-1944, πρότεινε αρχικά στα μέλη της Ισραηλιτικής Κοινότητας να καταβάλουν έως και πέντε δισεκατομμύρια δραχμές. Επειτα έριξε το ποσό στα 3,5 δισεκατομμύρια δραχμές και ζήτησε να παραιτηθούν από κάθε αξίωση επί των εβραϊκών νεκροταφείων. Τελικά τα λύτρα ορίστηκαν στα δύο δισεκατομμύρια.

Κτίρια και περιουσίες πουλήθηκαν για να καλυφθούν οι πρώτες δόσεις. Αργότερα η Κοινότητα επέβαλε αναγκαστική εισφορά στα μέλη της. Δεν κατάφερε όμως να συγκεντρώσει πάνω από 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ. Από αυτό το ποσό τα 1,036 δισεκατομμύρια καταβλήθηκαν με επτά επιταγές της Τράπεζας Θεσσαλονίκης οπισθογραφημένες από τον Μέρτεν. Παρά τη συμφωνία των δύο πλευρών, οι όμηροι δεν επέστρεψαν ποτέ στις οικογένειές τους. Ακολούθησε νέος κύκλος διώξεων κατά του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης, ο οποίος είχε προκαθορισμένο προορισμό τα κρεματόρια του Αουσβιτς.

Ο συγγραφέας Ευάγγελος Χεκίμογλου εντόπισε τις επιταγές το 2003, ύστερα από δύο χρόνια ερευνών. «Η έρευνά μου ξεκίνησε από το μηδέν. Οι επιταγές δεν είχαν εντοπιστεί, αν και τις είχαν αναζητήσει και οι συνήγοροι του Μέρτεν στη δίκη του» λέει ο κ. Χεκίμογλου. Μέχρι τότε, βασισμένοι σε προφορικές καταθέσεις μαρτύρων, οι ερευνητές έψαχναν σε λάθος κατεύθυνση. Αναζητούσαν τις επιταγές στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ βρίσκονταν στο αρχείο της Τράπεζας της Θεσσαλονίκης. Ο κ. Χεκίμογλου τις έψαξε για λογαριασμό της Ισραηλιτικής Κοινότητας.

Οι επιταγές εκδόθηκαν στο όνομα της Γερμανικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης – Αιγαίου και είναι σήμερα τα μοναδικά πειστήρια της συναλλαγής, πάνω στα οποία πατά η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης διεκδικώντας την επιστροφή των λύτρων.

ΜΑΞ ΜΕΡΤΕΝ

Ο δήμιος των Εβραίων

Τον Απρίλιο του 1957 ο Μαξ Μέρτεν παρουσιάστηκε στην Αθήνα ως μάρτυρας υπεράσπισης του διερμηνέα του Αρθουρ Μάισνερ. Συνελήφθη για τον ρόλο του στο σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων, με ένταλμα που εξέδωσε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Τούσης. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, αλλά και μετά την επιβολή της ποινής, η Γερμανία ασκούσε έντονες διπλωματικές πιέσεις για την αποφυλάκισή του. Το 1959, με μια φωτογραφική διάταξη αναστολής διώξεων εγκληματιών πολέμου, απελάθηκε στη Γερμανία. Τα δικαστήρια της χώρας του τον απήλλαξαν από τις κατηγορίες. Παρέμεινε στη Γερμανία μέχρι τον θάνατό του.

Οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν την περίοδο της δίκης του στην Αθήνα «δήμιο της Θεσσαλονίκης». Αυτός υπέγραψε τη μεταφορά άνω των 45.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο Αουσβιτς. Ο Μέρτεν κατηγορούνταν μεταξύ άλλων «διά τρομοκρατίαν συστηματικήν 9.000 Ισραηλιτών συρθέντων, προφυλακισθέντων και εξευτελισθέντων εις την Πλατείαν Ελευθερίας της Θεσσαλονίκης». Σύμφωνα με το δικαστήριο οι αιχμάλωτοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας σε Κατερίνη, Λιτόχωρο, Σέδες, Θήβα και Λάρισα. «Ζήτησε 35.000 χρυσές λίρες προς αποτροπή δήθεν εκτοπίσεώς τους στην Πολωνία η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε παρότι έλαβε σε δόσεις 5.000 λιρών το ποσό των 25.000 λιρών» έγραφαν «ΤΑ ΝΕΑ» το 1959. Κατά τη διάρκεια της δίκης του στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου οι συνήγοροι υπεράσπισης επιχείρησαν να τον παρουσιάσουν ως αντιχιτλερικό. Οι καταθέσεις όμως των μαρτύρων κατηγορίας αποκάλυπταν το πραγματικό του πρόσωπο.