Θα θέλαμε η έννοια της ελευθερίας, ακόμη και μέσα σε εισαγωγικά, να μην μπορεί να συνδυαστεί με τη λέξη «υβριστής». Δυο λέξεις με τόσο διαφορετικό περιεχόμενο όταν, εκ των πραγμάτων, γίνεται αναπόφευκτος ο συνδυασμός τους, σημαίνει πως τρέχει κάτι πολύ σοβαρό ή μάλλον επικίνδυνο. Τόσο επικίνδυνο ώστε η λέξη «συκοφάντης», απείρως βαρύτερη σε σχέση με τη λέξη «υβριστής», να ακούγεται σε μάκρος χρόνου πολύ πιο επικίνδυνη. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο συκοφάντης αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται, όσον αφορά την κακοήθειά του, ενώ του υβριστή «διασκεδάζονται» πολύ δύσκολα οι εντυπώσεις που προκαλεί.

Ποιο είναι το «προνόμιο» του υβριστή; Επειδή η βάση όπου πατάει για να βρίσει διαθέτει μια φαινομενικά ηθικολογική χροιά, μπορεί να εμφανίζεται εντελώς νόμιμα ως θυμωμένος ή και οργισμένος ακόμη. Ετσι όπως υποτίθεται ότι θέλει να διορθώσει τα κακώς κείμενα του κόσμου και των συμπεριφορών των ανθρώπων, μπορεί να επιδεινώνει το υβρεολόγιό του και να φαίνεται πως είναι η ογκούμενη αγανάκτησή του που το προκαλεί. Ακόμη και όταν γίνεται ασύδοτος, υπάρχουν άνθρωποι που τον δικαιολογούν, λέγοντας πως δεν είναι ο ίδιος ως υβριστής που χρεώνεται τη συμπεριφορά του.

Την αποδίδουν αντίθετα στην κατρακρύλα που έχει πάρει ο κόσμος χωρίς καν να σκέφτονται οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι πως, όσο πυκνός και αν υπήρξε ο αριθμός των υβριστών σε κρίσιμες περιόδους της ανθρωπότητας, δεν κατορθώθηκε απολύτως τίποτε. Αν τελικά άλλαξε κάτι, ήταν χάρη σε πραγματικούς επαναστάτες που το μόνο που δεν ξέρανε ήταν να βρίζουνε. Φαντάζεστε τον Λένιν, την Πασιονάρια και τον Τσε Γκεβάρα να βρίζουν, να σαρκάζουν ή να συκοφαντούν όπως σημερινοί τηλεοπτικοί ή ραδιοφωνικοί αστέρες που έχουν πείσει ότι είναι οι μόνοι που τα λένε, όταν όλοι οι άλλοι θρασύδειλα κρύβονται;

ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ δυστυχώς δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί πως ένα μικρόφωνο ή ένα τηλεοπτικό πλατό είναι κάτι πολύ φτωχό ως μέσον για μια τόσο υψηλή πράξη, όπως είναι η πράξη της καταγγελίας, που παρεπόμενή της μπορεί να είναι ακόμα και η βρισιά. Το οποιοδήποτε ακρόαμα ή θέαμα, καθώς έχουν μέσα τους ενσωματωμένη την έννοια της βίας και επειδή, όσο σκεπτόμενος και αν είσαι, συμμορφώνεσαι προσωρινά έστω με ό,τι του ανακοινώνεται ή με ό,τι του παρουσιάζεται, το αποτέλεσμα είναι να εκλαμβάνεται κανείς ως σωτήρας ενώ δεν είναι παρά ένας σκέτος υβριστής.

Χάρη σε μια πραγματικά αξιόμεμπτη συμπεριφορά που προκαλεί την αγανάκτησή του, φαίνεται ότι απολαμβάνει ο υβριστής μια απεριόριστη ελευθερία, ενώ στην ουσία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να εκφράζεται με μια διαρκώς αυξανόμενη χυδαιότητα.

Αν και μοιάζει σχετικά εύκολο να διαχωρίζεις τους υβριστές που διασκεδάζουν τους ανθρώπους από τα πραγματικώς επαναστατημένα άτομα, δεν μπορείς να μην υπογραμμίσεις μια χονδροειδέστατή τους διαφορά, που όμως συστηματικά αγνοείται. Αλλο πράγμα να καταφέρεσαι εναντίον συγκεκριμένων ανθρώπων και άλλο να πολεμάς πρακτικές, νοοτροπίες και συστήματα. Στην πρώτη περίπτωση δεν σε ενδιαφέρει παρά η κερδοσκοπία και μάλιστα η ασύστολη. Επομένως θα ήταν αδύνατον να σε απασχολεί η αλλαγή του κόσμου προς το καλύτερο, αφού τότε θα παρέμενες ανεπάγγελτος.

Αντίθετα το να πολεμάς πρακτικές, νοοτροπίες και συστήματα, ονομάζοντας όταν χρειάζεται συγκεκριμένα άτομα, θέλει πολύ μεγάλα κότσια. Σημαίνει ότι και αναλυτική δύναμη διαθέτεις και ότι δεν διστάζεις να τα βάζεις με τους πολλούς που, όταν σε θεωρήσουν εχθρό τους, τότε πραγματικά κινδυνεύεις. Το να επιλέγεις δυο τρία άτομα και να τα σαρκάζεις, ενώ πραγματικά τα βρίζεις, δεν είσαι ένας ρηξικέλευθος καλλιτέχνης αλλά ένας συνοικιακός τζουτζές.